Ξενοδοχείο «φάντασμα» που είχε καταχωρισθεί ως… συγκρότημα γραφείων ήταν αυτό που παραδόθηκε στις φλόγες, στις 5 Δεκεμβρίου 2019 , στην λεωφόρο Συγγρού ύστερα από σκόπιμη ενέργεια .
Αυτό φέρεται να προκύπτει από καταθέσεις που συγκεντρώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες από στελέχη της ΕΛ.ΑΣ και της Πυροσβεστικής που επιχειρούν να εντοπίσουν τους φυσικούς κι ηθικούς αυτουργούς του εμπρησμού, στο κεντρικό ξενοδοχείο.
Σε μία έρευνα που παρουσιάζει ωστόσο δυσχέρειες γιατί αφ’ ενός την ώρα που άγνωστοι πυρπόλησαν χώρους του ξενοδοχείου στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο ήσαν κλειστές οι κάμερες και δεν μπορούν να προσδιορισθούν οι κινήσεις των δραστών. Αφετέρου δεν μπορεί να υπάρξουν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία για τους δράστες γιατί ανακαλύπτονται εκατοντάδες αποτυπώματα και γενετικό υλικό «άσχετων» πελατών του ξενοδοχείου ή υπαλλήλων, που η παρουσία τους μπορεί να δικαιολογηθεί σε όλους τους χώρους του κτιρίου.
Ακόμη και οι ελπίδες που υπήρχαν για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων μέσω της ανάλυσης του συστήματος ανοίγματος δωματίων με τις μαγνητικές κάρτες δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν καταλυτικά στοιχεία αφού πολλοί υπάλληλοι χρησιμοποιούσαν δεκάδες κάρτες πρόσβασης και δεν υπήρχαν σχετικές καταγραφές. Ετσι ενώ έχουν ληφθεί περισσότερες από 60-70 καταθέσεις κι έχουν συγκεντρωθεί σωρεία στοιχείων δεν μπορεί να διευκρινισθεί , τουλάχιστον προς το παρόν, οτιδήποτε με ακρίβεια…
Σύμφωνα, λοιπόν, με καταθέσεις που έχουν δοθεί υπήρχε πολυετής προστριβή του ιδιοκτήτη του κτιρίου με τους υπευθύνους του ξενοδοχείου «γιατί δεν είχαν καταβληθεί ενοίκια της τάξης του ενός εκατομμυρίου ευρώ, αλλά και γιατί δεν υπήρχε αποσαφήνιση στις αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες ποια ήταν η χρήση του». Κάτι που φαίνεται να δημιουργούσε -σύμφωνα με μαρτυρίες στην ΕΛ.ΑΣ και την Πυροσβεστική -σε σειρά δυσχερειών σε συναλλαγές, ασφαλιστικές καλύψεις κλπ.
Μάλιστα είχε κινηθεί διαδικασία έξωσης από τον Απρίλιο του 2019 και την ημέρα που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά είχαν παρουσιασθεί στο ξενοδοχείο 5-6 δικαστικοί επιμελητές που ζήτησαν το «σφράγισμα» του χώρου.
Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ και της Πυροσβεστικής ερευνούν, ανάμεσα στα άλλα, το ενδεχόμενο ο εμπρησμός να υπήρξε για λόγους «εκδίκησης» και λόγω οργής για το αιφνιδιαστικό κλείσιμο του ξενοδοχείου.
Ομως ερευνούν και την περίπτωση ο εμπρησμός να υπήρξε προκειμένου να αποδοθεί στην πυρκαγιά η εκκένωση του ξενοδοχείου, αφού θα υπήρχε ούτως ή άλλως λόγω της διαδικασίας έξωσης. Κάτι που θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία επιχειρηματιών που είχαν προχωρήσει σε συμφωνίες με τουριστικούς πράκτορες. Ομως ερευνώνται κι άλλα ενδεχόμενα …
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ πιστεύουν ότι για τον εμπρησμό του ξενοδοχείου υπήρξε σχετική προεργασία. Αγνωστοι έκλεισαν το σύστημα καμερών του ξενοδοχείου, αλλά και το σύστημα πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης που θα μπορούσε να περιορίσει την φωτιά μ έναν εντυπωσιακό συγχρονισμό και σε χώρους όπου δεν υπήρχε έλεγχος εισόδου ατόμων.
Ακόμη οι ερευνητές της υπόθεσης εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις μαρτυρίες υπαλλήλων του ξενοδοχείου που βρίσκονταν στον χώρο υποδοχής, αλλά και των δικαστικών επιμελητών που είχαν μόλις επιδώσει έγγραφο έξωσης, ότι δεν υπήρχε εισβολή αγνώστων που μπορεί να ήσαν οι εμπρηστές του κτιρίου κι ούτε είδαν ύποπτη κίνηση.
Κάποιες αναφορές ιδιωτών ότι ίσως υπήρξε παρουσία ύποπτων ατόμων που έφτασαν στο ξενοδοχείο με ταξί κλπ θεωρείται ότι δεν έχουν βάση. Κι ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είχε καταγραφεί εκείνες τις ώρες κίνηση ατόμων που κατευθύνθηκαν σε γειτονικά πρατήρια καυσίμων για να γεμίσουν με βενζίνη τα μπιτόνια που βρέθηκαν στους ορόφους που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά. Τα μπιτόνια ήταν όμοια με δοχεία που χρησιμοποιούσε το ξενοδοχείο για τον καθαρισμό του κτιρίου. Επιπλέον η ΕΛ.ΑΣ επιχειρεί να συγκεντρώσει κρίσιμα στοιχεία από την ανάλυση κλήσεων κινητών τηλεφώνων όπου και πάλι παρουσιάζονται δυσχέρειες.