Μια δύσκολη νομική μάχη με συμβολικό και ουσιαστικό περιεχόμενο για τις σωρευτικές περικοπές των συντάξεων, επικούρησης και δώρων και τη στάθμιση του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος καθώς και για τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους δικαίου δίνεται σήμερα στην Ολομέλεια του ΣτΕ. Τα αιτήματα χιλιάδων συνταξιούχων είναι γνωστά.
Οι δικαιούχοι διεκδικούν τις αποζημιωτικές τους αξιώσεις από 1/1/2013 έως 31/12/2018, για τις παράνομες μειώσεις της σύνταξης, της επικούρισης καθώς και των δώρων δυνάμει των επίδικων διατάξεων των ν. 4051 και 4093/12 που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές και παραβιάζουν επίσης και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Οι αποζημιωτικές τους αξιώσεις θεμελιώνονται στη διαμορφωθείσα νομολογία του Δικαστηρίου ΣτΕ (2287,8/2015, 88/2013, του Ειδικού Δικαστηρίου, οι 2192-2196/20147 για τους ένστολους) της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (76-80/2012) και πολλών αποφάσεων των δικαστηρίων ουσίας, οριστικές και τελεσίδικες. Μάλιστα, ορισμένες από αυτές έχουν καταστεί αμετάκλητες. Και βέβαια και με τις τελεσίδικες ο ΕΦΚΑ, σεβόμενος τις αποφάσεις όφειλε να τις εφαρμόσει.
Η αίτηση του ΕΦΚΑ, αβάσιμη, καταχρηστική και απαράδεκτη κατά την άποψή μας έρχεται και αιτείται από το Δικαστήριό να ανατρέψει αυτή τη νομική και πραγματική κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε.
Η αίτηση του ΕΦΚΑ για εκδίκαση των αιτημάτων σε πιλοτική δίκη, έχει έναν διττό σκοπό:
Πρώτον να αναστείλει την εκδίκαση των υποθέσεων στα δικαστήρια ουσίας, στερώντας ουσιαστικά το δικαίωμά τους να ζητήσουν δικαστική προστασία για τις αποζημιωτικές τους αξιώσεις. Γεγονός που έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο αφού ανέστειλε την πρόοδο των δικών.
Δεύτερον να ανατρέψει το Δικαστήριό την ήδη διαμορφωθείσα νομολογία με την επίκληση του ν. 4387/2016 ότι ρυθμιστικά παρεμβαίνει στις έννομες σχέσεις αναδρομικά από 1/1/2013. Η επίκληση αυτή γίνεται από τον ΕΦΚΑ με αφορμή την πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, 1891/2019 που έκρινε οριακά ότι ο επανυπολογισμός των συντάξεων ήταν συμβατός με το Σύνταγμα. Την εξέλιξη αυτή προφανώς απευχόμεθα πιστεύοντας βάσιμα ότι το Δικαστήριο θα επιστρέψει στη νομική και συνταγματική κανονικότητα.
Τρίτον να θεραπεύσει το Δικαστήριό, την ήδη κριθείσα αντισυνταγματικότητα των επίδικων διατάξεων των ν. 4051 και 4093/2012 από το ίδιο το Δικαστήριό με μεταγενέστερες αναλογιστικές μελέτες. Γεγονός που το Δικαστήριο έχει απορρίψει τόσο με τις αποφάσεις 2287/2015 και 2288/2015, όσο και με την πρόσφατη απόφαση 1891/2019 (σκέψη 27) . Η νομολογία που έχει διαμορφωθεί είναι πάγια και έχει κρίνει ότι η αναλογιστική μελέτη αποτελεί προϋπόθεση πριν την ψήφιση του νόμου για να δύναται ο δικαστικός έλεγχος να εξετάσει επαρκώς, να αιτιολογήσει και να εξισορροπήσει το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον.
Με τα ως άνω αιτήματά μας, αλλά και με τα ερωτήματα του ΕΦΚΑ τίθεται σοβαρά, πραγματικά και νομικά ζητήματα που η δικαστική τους έκβαση να διαμορφώσει τη νομολογία του Δικαστηρίου ΣτΕ για πολλά έτη. Τα πραγματικά ζητήματα έχουν να κάνουν με την τύχη των ήδη εκδοθείσων δικαστικών αποφάσεων, των εκκρεμούσων δικών και τη στέρηση ή μη της δικαστικής προστασίας των δικαιούχων για τις αποζημιωτικές αξιώσεις. Και τονίζω αυτό το ζήτημα διότι στο άρθρο 1 του ν. 3900/2019 προστέθηκε από 2 Απριλίου 2012 με το άρθρο 40 παρ. 2 και 113 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α51 12.3.2012) ή παρ. 3 όπου ορίζεται ότι: « Μετά την επίλυση ζητήματος κατά τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, οι υποθέσεις των οποίων έχει ανασταλεί η εκδίκαση που θέτουν μόνο αυτό το ζήτημα, εισάγονται υποχρεωτικά προς κρίση σε συμβούλιο κατά τα άρθρα 34 Α και 34 Β του π.δ. 18/1989 και 126 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας».
Η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι αν παρ’ελπίδα που απευχόμαστε, αποδεχθεί το Δικαστήριό την αναδρομική ρυθμιστική ισχύ του ν. 4387/2016, τότε χιλιάδες αγωγές θα πάνε στο αρχείο. Χιλιάδες δικαιούχοι που προσέφυγαν στα Δικαστήρια, θα απογοητευθούν και το περί δικαίου αίσθημα θα έχει παραβιαστεί βάναυσα.
Επισημαίνω το περί δικαίου αίσθημα, διότι σε αυτή τη περίπτωση θα στερηθεί ο δικαιούχος το δικαίωμά του να κριθούν οι αποζημιωτικές του αξιώσεις στο δικαστήριο ουσίας.
Η παράγραφος αυτή (3 του άρθρου 40 παρ. 2 και 113 του ν. 4055/2002) έρχεται σε αντίθεση με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 4274/2014 που προστέθηκε στο Π.Δ. 18/1989 άρθρο 50 με τον υπότιτλο Συνέπειες απόφασης, όπου ρητά ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3δ ότι: « Η εφαρμογή των παραγράφων 3α, 3β και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξίες».
Οι διατάξεις αυτές θα μας απασχολήσουν περαιτέρω σχολιάζοντας τις δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ 2287,8/2015, καθώς και της Ολομέλειας 1891/2019.
Πέραν των ως άνω θεμάτων με τα ερωτήματα του ΕΦΚΑ τίθεται και ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού καλείται η Ολομέλεια του ΣτΕ, οι ίδιοι δικαστές να κρίνουν εκ νέου τη συνταγματικότητα των επίδικων διατάξεων που κρίθηκαν σχεδόν από τους ίδιους με ευρεία πλειοψηφία ως αντισυνταγματικές.
Είμαστε αισιόδοξοι ότι τα αιτήματα του ΕΦΚΑ θα απορριφθούν ως αβάσιμα και καταχρηστικά. Είμαστε αισιόδοξοι διότι τα αιτήματα των δικαιούχων βάσιμα θεμελιώνονται σε μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις που έχουν διαμορφώσει πάγια νομολογία.
Ειδικότερα οι αποφάσεις 2287-2288/2015 η Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 & 2 του ν.4051/2012 καθώς και του άρθρου πρώτου, παράγραφος ια, υποπαράγραφος ια.5 και ια.6 του ν.4093/2012 αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος και τούτο διότι:
A. O νομοθέτης δεν δικαιολογείται να προχωρήσει σε νέα για πολλοστή φορά λήψη μέτρων περικοπών των συντάξεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Β. Ο νομοθέτης όφειλε να ελέγξει την προσφορότητα των θεσπιζόμενων νέων για πολλοστή φορά μέτρων περικοπών των συντάξεων σε συνάρτηση με την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού , εν όψει και της διαπιστώσεώς ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα.
Γ. Ο νομοθέτης όφειλε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά των μέτρων εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
Δ. Ο νομοθέτης όφειλε προτού προβεί στην σύνταξη των νέων μέτρων να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος.
Με βάση τα παραπάνω το Συμβουλίου της Επικρατείας, εν όψει των αλλεπάλληλων περικοπών των συντάξεων, δεν περιορίστηκε μόνο στην διαπίστωση ότι τα εισαγόμενα μέτρα παραβιάζουν το Σύνταγμα διότι δεν προηγήθηκε μελέτη των επιπτώσεων των μέτρων σε συνάρτηση με την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού αλλά και την διασφάλιση του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων αλλά προχώρησε ένα βήμα παρακάτω οριοθετώντας τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος , που είναι η αξιοπρεπής σύνταξη. Αξιοπρεπής σύνταξη , η οποία , χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως στις καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματος, είναι ικανή να του διασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης , όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, συνεκτιμώντας και τις λοιπές επιβαρύνσεις που η κατηγορία αυτή των πολιτών έχει υποστεί (φορολογικές επιβαρύνσεις κ.λ.π). (Βλ. σκέψεις 23-24 απόφασης 2287/2015 , Ολ. ΣτΕ).
Αυτά είναι τα νομικά μας επιχειρήματα και πιστεύουμε ότι είναι καιρός να επιστρέψουμε και στη νομική κανονικότητα υπερβαίνοντας τη ζώνη του «δικαίου της ανάγκης».
*Ο κ. Λουκάς Αποστολίδης είναι πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, δικηγόρος