Ενα έτος απομένει για την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση και ζωντανεύει ο διαρκής διάλογος για το τι είδους χώρα προέκυψε από αυτή. Βγήκε τελικά μια ατελής αλλά εν τέλει δυτική χώρα; Ή μήπως μια χώρα που σέρνει μέχρι και σήμερα τα βαρίδια της οθωμανικής κληρονομιάς; Μια χώρα της Ανατολής ή της Δύσης; Ιδού ορισμένα ψευδεπίγραφα ερωτήματα.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από δύο κεντρικές απόψεις. Από τη μια είναι ο δυϊσμός ή εξαιρετισμός και από την άλλη ο πρώιμος εκδημοκρατισμός. Η μαρξίζουσα θέση ως τρίτη άποψη περί καθοριστικού ρόλου της οικονομίας όσον αφορά την ανάπτυξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού δεν αντέχει στην κριτική των γεγονότων, γι’ αυτό και την αφήνω εκτός της συζήτησης.
Οι υποστηρικτές του ελληνικού δυϊσμού τον εμφανίζουν ως μοναδικό στην Ευρώπη. Ξεχνούν ή παραβλέπουν πως ακόμη και μια χώρα όπως η Γερμανία ήταν πάντα διχασμένη στη ρομαντική Κultur (γερμανική κουλτούρα) και στη νεωτερική Ζivilisation (γαλλικός πολιτισμός), στην Gemeinschaft (γερμανική κοινότητα) και στην Gesellschaft (οι κοινωνίες των ξένων). Δεν είναι από τη μια οι ρομαντικοί Γερμανοί Σίλερ, Νοβάλις, Χέρντερ και από την άλλη οι νεωτερικοί Γερμανοί Λέσινγκ, Καντ, Μαν; Αλλά μήπως η υπόθεση Ντρέιφους δεν «αποκαλύπτει» δύο Γαλλίες; Από τη μια οι γάλλοι αντισημίτες και από την άλλη ο Ζολά; Το ίδιο δεν συμβαίνει και με την Πολωνία; Από τη μια οι ρομαντικοί Μιτσκιέβιτς, Σλοβάτσκι, Κρασίνσκι και από την άλλη ο ανατόμος της ανόδου του πολωνικού καπιταλισμού Βλαντισλάβ Ρέιμοντ («Χωρικοί» και «Γη της επαγγελίας»); Και σήμερα από τη μια ο Κατσίνσκι και από την άλλη η Ολγα Τοκάρτσουκ; Και στα Βαλκάνια τα ίδια. Αλλά και στις χώρες της Μπενελούξ. Αν με τον όρο «δυϊσμό» ή «εξαιρετισμό» εννοούμε μόνο μια ελληνική ιδιαιτερότητα, πετάμε μια πομφόλυγα. Ο δυϊσμός είναι ευρωπαϊκός και όχι ελληνικός κανόνας. Η Ευρώπη είναι ένα ενιαίο σύνολο πολλαπλών «δυϊσμών», ο ελληνικός ένας εξ αυτών.
Τα επιχειρήματα του ελληνικού «πρώιμου εκδημοκρατισμού» και της γεωπολιτικής θέσης της χώρας χρησιμοποιούνται κατά του δυϊσμού – εξαιρετισμού για να στηρίξουν την άποψη περί νεωτερικής, έστω και παραδόξως, Ελλάδας (Γιάννης Βούλγαρης, «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική», εκδ. Πόλις). Στην Ελλάδα όντως εφαρμόστηκε η καθολική ψηφοφορία από το 1864. Ενώ μάλιστα ακόμη και στις πρώτες γενικές βουλευτικές εκλογές του 1844, μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, είχε υπάρξει πολύ μικρός περιορισμός στην καθολική ψηφοφορία των ανδρών. Επίσης όντως η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσε την αρχή της δεδηλωμένης (1875), σύμφωνα με την οποία οι υπουργοί και η κυβέρνηση είναι υπόλογοι στο εκλεγμένο νομοθετικό σώμα και όχι στον εκάστοτε μονάρχη. Ηταν η Ισπανία όμως η πρώτη που το 1829 καθιέρωσε την καθολική ψηφοφορία των ανδρών. Ακολούθησε η Γαλλία το 1848. Μετά την Ελλάδα ακολούθησαν το 1871 η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία με μια διαδικασία που κράτησε από το 1819 έως το 1884, η Ρουμανία το 1884, ενώ η Αυστρία πολύ αργότερα, το 1907. Η δε δεδηλωμένη εφαρμόστηκε στη Νορβηγία το 1884, στη Δανία το 1901 και πολύ αργά, το 1917, στη Σουηδία, για να φτάσει όμως μέσα σε 15 χρόνια το Σουηδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στο 41,7% των ψήφων (1932). Οι αναλύσεις για τον πρώιμο εκδημοκρατισμό της Ελλάδας δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους ότι όλος ο 19ος αιώνας είναι η εποχή της μαζικοποίησης της πολιτικής στην Ευρώπη. Ενώ επίσης και η γεωπολιτική έπαιζε κυρίαρχο ρόλο για κάθε χώρα ξεχωριστά, ακόμη και για μια τόσο απομακρυσμένη χώρα όπως η Ισλανδία, και όχι μόνο για την Ελλάδα.
Ανεξάρτητα όμως από το έτος έναρξης του «εκδημοκρατισμού», το βάρος πέφτει στο πώς αυτός καθιερώθηκε. Στις εκβιομηχανισμένες ευρωπαϊκές χώρες οι θεσμοί εκδημοκρατισμού εισήχθησαν τον 19ο αιώνα ύστερα από συγκρούσεις ανάμεσα στην αριστοκρατία και στην αστική τάξη και τη συμμαχία των δύο λόγω του φόβου από τα εργατικά και αγροτικά στρώματα και της επαπειλούμενης επανάστασης. Υπήρχαν ήδη πολλές εργατικές (Μεγάλη Βρετανία) και αγροτικές εξεγέρσεις (Πορτογαλία, Ισπανία, Ρωσία), αλλά και η Κομμούνα των Παρισίων. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ο εκδημοκρατισμός εισήχθη ύστερα από ενέργειες στρατιωτικών και πολιτικών ελίτ. Ετσι η καθολική ψηφοφορία στην Ελλάδα εφαρμόστηκε για λόγους «υπαγωγής» κυρίως της υπαίθρου σε ένα μοντέλο τοπικών πελατειακών σχέσεων και όχι ως μοντέλο μιας μαζικής δημοκρατίας (δες Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα», εκδ. Εστία). Για να αντιληφθούμε πλήρως τη διαφορά, ένα ακόμη παράδειγμα. Η καθολική ψήφος των ανδρών όντως ξεκινά στην Ελλάδα το 1844, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία αυτή εφαρμόστηκε πλήρως σαράντα χρόνια αργότερα. Ενώ όμως στην Ελλάδα το αίτημα της καθολικής ψήφου δεν συγκινούσε τα λαϊκά στρώματα, στη Βρετανία χύθηκε πολύ νωρίς αίμα γι’ αυτό (σφαγή του Πίτερλο, 1819). Αυτό αντανακλάται στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς των δύο χωρών.
Τα αποτελέσματα αυτών των δύο δρόμων αποκρυσταλλώνονται καθαρά στη διαφορά μεταξύ των ατομικών συμπεριφορών, των πολιτισμών, των πολιτικο-κομματικών συστημάτων και των οικονομιών αυτών των κοινωνιών. Ετσι μόνο εξηγείται το γιατί οι αναμφισβήτητες ελληνικές επιτυχίες δεν έφτασαν το μέγεθος των επιτυχιών άλλων δυτικών κοινωνιών. Η Ελλάδα τελικά ευλόγως είναι νεωτερική και αντινεωτερική. Μια δυτική χώρα που είναι και μη δυτική, όπως και άλλες ευρωπαϊκές.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι συγγραφέας του σχετικού με το άρθρο βιβλίου «Οι μεγάλες απουσίες. Η ελληνική δημοκρατία σε άμυνα» (Πόλις, 2011).