Η αποδοχή της αναπηρίας τόσο από τη κοινωνία όσο και από την πολιτεία είναι διαδικασία μακρά και δεν μπορεί να θεωρείται ως δεδομένη, όταν συγκεκριμένες αντιλήψεις, θεωρήσεις και αρνητικά στερεότυπα, αναπαράγουν υπαρκτές διακρίσεις που υφίσταται μια ιδιαίτερα ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Σε μια ζύμωση πολιτικών, δράσεων και προγραμμάτων, που στοχεύουν στην αποφυγή της περιθωριοποίησης των ατόμων με αναπηρίες, που σχεδιάζονται/αναπτύσσονται από αρμόδιες επιτελικές υπηρεσίες και που υλοποιούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών στα άτομα με αναπηρίες, η ενσυναίσθηση αποτελεί κλειδί στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Γιατί, τι άλλο, παρά ως διαφορετικότητα μπορεί να λογίζεται η αναπηρία, που είναι υπαρκτή και συστατικό στοιχείο μιας πλουραλιστικής και ισότιμης, χωρίς διακρίσεις κοινωνίας.

Κοινός τόπος για όλους πρέπει να θεωρείται το ποσό σημαντικό είναι η αποδοχή του διαφορετικού και ταυτόχρονα πόσο ωφέλιμο είναι για τη δομή ενός σύγχρονου και ανοικτού κράτους. Ενός κράτους που δεν φοβάται να σταθεί με ριζική οπτική ματιά στο θέμα της αποδοχής παιδιών, ατόμων με αναπηρία και ταυτόχρονα στην προετοιμασία της κοινωνίας, ώστε η συμπερίληψη να είναι περισσότερο εφικτή, να είναι μια βατή διαδικασία που οδηγεί σε απτά αποτελέσματα. Ένα εμφανές αποτέλεσμα μπορεί να είναι το μεγαλύτερο ποσοστό σχολικής ενσωμάτωσης, κάτι που σίγουρα είναι μετρήσιμο αλλά όμως μπορεί να είναι, και αυτό έχει ίσως τη μεγαλύτερη αξία, η διαμόρφωση χαρακτήρων παιδιών/μαθητών που θα γίνονται όλο και περισσότερο φιλικοί στον αδύναμο, σε αυτόν που έχει λιγότερες ευκαιρίες και ζει στις άκρες του κοινωνικού γίγνεσθαι: του ατόμου με οποιαδήποτε μορφής αναπηρία. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για το θεμελιώδες δικαίωμα των παιδιών/ατόμων με αναπηρίες να βιώνουν, να συμμετέχουν, να πρωταγωνιστούν ισότιμα σε κάθε έκφανση της κοινωνικής, επαγγελματικής δραστηριότητας, μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά και μέσα από το σχολείο, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Τα παιδιά, επιζητούν την ενημέρωση, τη γνώση και την πληροφόρηση για ένα θέμα στη πλήρη του διάσταση. Δεν το φοβούνται, αντιθέτως τολμούν και από μόνα τους να το πάνε ένα βήμα παραπέρα, να δεχτούν τέτοιου είδους εκπαίδευση, ιδιαίτερα όταν γίνεται με τρόπο βιωματικό, από άτομα με αναπηρίες.

Το διεθνές και εσωτερικό πρωτογενές και παράγωγο δίκαιο προκρίνει και υποχρεώνει την εφαρμογή δράσεων και προγραμμάτων τα οποία σχετίζονται με την ενημέρωση και εκπαίδευση σε θέματα αναπηρίας, που οδηγούν στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας. Συγκεκριμένες διατάξεις αναδεικνύουν την αναγκαιότητα και τη θεσμική υποχρέωση της πολιτείας στην ανάπτυξη μέσων και στην υιοθέτηση δράσεων, λειτουργικών στη κατεύθυνση της αποδοχής της διαφορετικότητας. Λέμε πολλές φορές ότι πέρα από το υποχρεωτικό, το αναγκαίο υπάρχει και το δίκαιο, το σωστό. Ουδείς αμφιβάλλει για τη συμπληρωματική της εκπαίδευσης, δράσης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των μαθητών σε τρόπους, στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στα άτομα με αναπηρίες. Είναι δεδομένο ότι αυτή η εκπαίδευση περιλαμβάνει τη διάσταση της διαδραστικότητας, της συμμετοχής των ίδιων των παιδιών στο σχηματισμό αυτού του προγράμματος. Αυτό εξάλλου ορίζεται και από τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα του Παιδιού όπου ρητά προκρίνει τη συμμετοχή των παιδιών (μαθητών στη περίπτωσή μας) στη λήψη αποφάσεων και στο σχηματισμό δράσεων που επιδρούν σε αυτούς.

Ένα από τα ζητούμενα αυτών των εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι και η απρόσκοπτη κοινωνική ενσωμάτωση των παιδιών/ατόμων με αναπηρία καθώς έχει αποδειχθεί ότι μια καλά ενημερωμένη και ευαισθητοποιημένη κοινωνία ευκολότερα αποδέχεται το διαφορετικό. Το σχολείο, μπορεί να αναπτύξει στάσεις αποδοχής και σεβασμού στο διαφορετικό. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη συνδρομή εξειδικευμένων φορέων, των οποίων το πρόγραμμα, μπορεί να ενισχύσει την ενσυναίθηση της σχολικής κοινότητας, για την αλλαγή νοοτροπιών, περιορίζοντας έτσι τη περιθωριοποίηση παιδιών/ατόμων με αναπηρίες, ενδυναμώνοντας τη κοινωνική συνοχή. Η ενσυναίσθηση ακολουθεί της ενημέρωσης και αυτή μπορεί να γίνεται και βιωματικά, με τη συνύπαρξη όλων. Αυτή η τακτική κοινωνική επαφή, ατόμων με ή χωρίς αναπηρία, πρέπει να ενισχύεται, δημιουργώντας μια αμφίδρομη επικοινωνία, που έχει πομπό και δεκτή μηνυμάτων και συμπεριφορών τον άνθρωπο, τη κοινωνία. Η διαδικασία όμως του κοινωνικού γίγνεσθαι και της συναναστροφής, προϋποθέτει ότι ο πυρήνας της κοινωνίας είναι απομονωμένος  από στεγανά και στερεότυπα.  Ότι λειτουργεί με γνώμονα τον συν-άνθρωπο, υιοθετώντας τις αρχές της ισότητας και του σεβασμού, όπως εξάλλου η κοινωνική αλληλεγγύη επιβάλλει και όχι με φοβίες και ανασφάλειες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έρχεται η «εκπαίδευση της ενσυναίσθησης» να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο σήμερα…για το αύριο. Το αύριο της διαφορετικότητας, της αποδοχής και της συνύπαρξης όλων, με ή χωρίς αναπηρία.

Ο κ. Δημήτριος Π. Νικόλσκυ είναι Πρόεδρος  της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Aτόμων με Αναπηρίες  του Συμβουλίου της Ευρώπης