Παλιά καραβάνα της δημοσιογραφίας, ραδιοφωνικός παραγωγός στο Athens Voice Radio, ντι τζέι που αναστατώνει τις βραδιές μας. Αυτός είναι ο Στέφανος Τσιτσόπουλος.  Ενας πληθωρικός, εκρηκτικός, χειμαρρώδης γραφιάς με ένα μόνιμα ξέχειλο οπλοστάσιο από λέξεις, νεολογισμούς και πάντα έντονα συναισθήματα που περιγράφουν ακόμα και τα πιο πεζά γεγονότα μέσα από καλειδοσκοπικές εικόνες εκεί που πολλοί από εμάς βλέπουμε αποσβολωμένοι μόνο ένα χρώμα. Είπαμε, είναι ένας άνθρωπος με πάθος και στην περίπτωση της πρώτης του λογοτεχνικής απόπειρας (το «flaneur» του 2010 ήταν μια συλλογή με δημοσιογραφικά κείμενα που είχε γράψει για την Athens voice) αυτό διοχετεύεται με ορμή στο αριστούργημα του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «Ο φύλακας στη σίκαλη». Το «Ροκ σταρ» (εκδόσεις Μεταίχμιο) όμως δεν είναι ένα βιβλίο για ένα άλλο βιβλίο, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Πρόκειται για μια μυθιστορία όπου κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα δεν είναι καθόλου συμπωματική, ένα βιβλίο «δρόμου» που μας ταξιδεύει στις διαδρομές του συγγραφέα του από την Ξάνθη των παιδικών χρόνων, στη Θεσσαλονίκη της ενηλικίωσης, στην Αθήνα του παρόντος και τις πόλεις του κόσμου όπου ο Τσιτσόπουλος αναζήτησε πρόσωπα και είδωλα, μουσικές και αναγνώσματα ορμώμενος από το παράδειγμα του Χόλντεν Κώλφηλντ, του ήρωα του Σάλιντζερ. Γιατί βέβαια το «Ροκ Σταρ» είναι τελικά και μια ωδή στον «Φύλακα στη Σίκαλη» και στον πρωταγωνιστή του. Αλλωστε, όπως λέει ο Στέφανος Τσιτσόπουλος «στην εφηβεία μας ήμασταν ίδια κουμάσια: ζοχάδες, δυσλειτουργικοί, άχαροι, κοκαλωμένοι σαν λαγοί μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου που οι πινακίδες κυκλοφορίας έγραφαν ‘ενηλικίωση’». Spoiler alert: Αυτό είναι ένα βιβλίο που «ακούγεται» δυνατά.

 

Τελικά πώς από εκεί που ξεκίνησες να γράψεις ένα «τιμητικό» κείμενο για τον Σάλιντζερ κατέληξες να αφηγείσαι τη δική σου ζωή;

 

 

«Δεκαετία του ’60, ο Χάντερ Σ. Τόμσον καλείται να περιγράψει έναν αγώνα μποξ στην Αφρική όπου αγωνίζεται ο Μοχάμεντ Άλι. Η ‘μετάδοση’ του ματς γραπτώς για το Rolling Stone κόστισε στο περιοδικό ένα κάρο λεφτά, αεροπορικά, διαμονή, έξοδα φωτογράφου, μίνι μπαρ, έπινε και σαν φίδι ο άτιμος, εν πάση περιπτώσει, γνωστή η ιστορία: ο Τόμσον τους παραδίδει ένα ‘ρεπορτάζ’ όπου ο Άλι πρωταγωνιστεί πολύ πολύ στο βάθος, αφού στο κέντρο της αφήγησης, πρώτο τραπέζι, ο Τόμσον γράφει για το πώς αυτός πλακώθηκε στα κροσέ και τα ντιρέκτ χαστούκια με κάποιους από τους συνθεατές του. ‘Μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον κι έτσι ένιωσα πως πρέπει να το κάνω’ είπε στον διευθυντή, όταν τον ρώτησε: ‘μα καλά, βρε Χάντερ, ο Άλι γιατί τόσο εκτός πλάνου;’. Ο ‘Φύλακας στη σίκαλη’, ο Σάλιντζερ και η Νέα Υόρκη ή τα χρόνια της απομόνωσής του στο Κόρνις ήταν μια αφορμή για να μιλήσω για την Ξάνθη του ’78! Όπου στην παμπ ‘Γκουέρνικα’ παίζονταν μουσικές πιο άγριες κι από το ‘CBGBs’ κι η Ντέμπι Χάρι μου έστελνε ερωτικές επιστολές μέσω του ‘Dreaming’ των Blondie στα ηχεία αντί με το ταχυδρομείο. Ή η Θεσσαλονίκη του 1992 όπου, κατά γενική ομολογία, οι Cramps έπαιξαν ενώπιον ενός τρελαμένου κοινού το ίδιο αφιονισμένου όπως και οι αληθινοί τρόφιμοι-ψυχολογικά διαταραγμένοι στην περίφημη συναυλία τους στο Napa Mental Hospital στο Λος Άντζελες. Κι εγώ που έτυχε να είμαι εκεί, αυτόπτης μάρτυρας, επάγγελμα ρεπόρτερ, έπρεπε χρόνια μετά τον ‘Φύλακα στη σίκαλη’ αλλά και τη γέννηση του ροκενρόλ να τα διηγηθώ με τον τρόπο μου. Πώς αυτό το βιβλίο αλλά και αυτή η μουσική χεράκι χεράκι ταξίδεψαν παντού με τρένα, με ραδιόφωνα, με πλοία, με δίσκους – αεροπλάνα και σε αυτή την πτήση βρέθηκα κι εγώ να συνταξιδεύω μαζί τους. Κι επειδή οι δίσκοι, τα βιβλία μου, οι ιστορίες τους ανεξαρτήτως του φορμάτ, παραμένουν η μόνη μου περιουσία, έπρεπε όλα αυτά καταθέσω γραπτώς. Όλα αληθινά ήθελα να είναι, να μιλάνε για μένα αλλά και γι’ αυτούς, όχι αντικατοπρισμοί ή υπαινικτικές παραλληλίες, κάποιος, κάπου, κάποτε, μα ντούρα χύμα και ζεματιστά σαν καυτές πατάτες να ρολάρουν οι μνήμες και τα γεγονότα». 

 

Γιατί παραμένει τόσο δημοφιλές ανάγνωσμα ο «Φύλακας στη Σίκαλη»;

 

«Γιατί η ‘Μπανάνα’ των Velvet ή οι μπιτλικές ‘Μοναξιές της Μπάντας του Λοχία Pepper’ παραμένουν οι νούμερο ένα δίσκοι του κόσμου; Γιατί σαράντα χρόνια μετά το ‘Κάλεσμα’ από Λονδίνο των Clash, το πανκ ροκ με καρδιά και ενσυναίσθηση παραμένει το σάουντρακ όλων των Πίτερ Παν, των Ρεμπό ή των Αμλέτων απανταχού στη γη; Επί τούτου θεωρώ και συνδέω τον ‘Φύλακα στη Σίκαλη’ με τη μουσική και την ποίηση περισσότερο, παρά με τη μυθιστορηματική λογοτεχνία: γιατί ο Σάλιντζερ κατάφερε το 1951 να μας δώσει έναν λαχανιασμένο ήρωα με αρχετυπική ροκενρόλ συμπεριφορά, ενώ ακόμα το ροκενρόλ και η συναφής του ποιητική δεν είχαν γεννηθεί με επίσημη ληξιαρχική πράξη. Αλλά μέσα στη βοή και την αντάρα αυτού του βιβλίου, ακόμα και μες στις σιωπές του, όμως, που πάντα κάποιος φαίνεται πως τρέχει, για να παραφράσω-δανειστώ και μια φίλη μου, προφανέστατα και υπάρχει κάτι που, ακόμα και σήμερα, κάποια παιδάκια πολύ τα συγκινεί». 

 

Ο «Φύλακας στη σίκαλη» θα συγκαταλεγόταν στα «ροκ» αναγνώσματα αν ο συγγραφέας του δεν είχε ακολουθήσει μια εντελώς αντισυμβατική στάση ως προς τη δημοσιότητα με αποτέλεσμα να μην έχει διαταράξει με κάποιο τρόπο τη μαγεία του;

 

«Οι ροκ σταρ φορούν μέρα και νύχτα μαύρα γυαλιά, καπρίτσιο ή αμυντική πανοπλία όχι μόνο για την προστασία από τον ήλιο που τυφλώνει αλλά και από τους κεραυνούς των φλας, που καμιά φορά καίνε περισσότερο, ειδικά τον ψυχισμό τους. Τους αρέσει να είναι ροκ σταρ αλλά και δεν τους αρέσει, ενθουσιάζονται αλλά και πλήττουν ή κάνουν πως — η πόζα και το attitude να μην ξεχνάμε είναι συστατικά στοιχείο του ροκενρόλ. Ναρκισσισμός και αγοραφοβία, κοντά, δίπλα, μέσα στον κόσμο αλλά και μακριά – απόσταση από αυτόν. Ο Σάλιντζερ δεν μπόρεσε να παίξει αυτό το παιχνίδι ή να ισορροπήσει στο ακροβατικό σκοινί αυτού του τσίρκου. Τα μάζεψε και έφυγε αφήνοντας το βιβλίο να ταξιδεύει ερήμην του, ανοιχτό σε ερμηνείες, τακτική κοντινή με αυτό που κάνει ο ομιλών μεν αλλά και μουγγός ταυτόχρονα Ντίλαν. Ήταν παρών αλλά και απών, τον Ποπάι τον έτρεφε το σπανάκι, τον Σάλιντζερ τον γιγάντωνε η απομόνωση, η αμηχανία του και η αδεξιότητα του να ζήσει-συμβιώσει με τους κανονικούς ανθρώπους. Ήταν αναπόφευκτο να γίνει ακριβοθώρητος σαν ροκ σταρ κι ο ‘δίσκος’ να πουλάει εσαεί, σαν τους Nirvana ή τους Joy Division, και με δεδομένο που το τέλος και του Κομπέιν και τους Κέρτις ήταν τρισχειρότερα, πάλι καλά να λέμε για τον Σάλιντζερ». 

 

 

Τι ρόλο έπαιξε στη συγγραφή του βιβλίου σου η μεταφράστρια του «Φύλακα στη Σίκαλη», Τζένη Μαστοράκη;

«Δεν επικαλούμαστε το όνομα της Θεού επί ματαίω! Αυτοί που θα διαβάσουν το ‘Ροκ Σταρ’ νομίζω πως θα βρουν και την απάντηση στην ερώτησή σου, αλλά και όλο το χρονικό της συγγραφής – σχέσης μου μαζί της. Συν μερικές ακόμα ιστορίες, από την πρώτη φορά που τη συνάντησα στην Ξάνθη του ’78, μέχρι και το τελευταίο κεφάλαιο που γράφτηκε στην Αθήνα του 2019, όλα κατατίθενται αυτούσια, φόρα παρτίδα και φόρος τιμής. Για αυτούς που δεν θα το διαβάσουν θα πω πως της χρωστώ… τα πάντα. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε η Τζένη, που αν δεν με ενθάρρυνε να το γράψω, σιγά μην το τελείωνα, άσε, καλά καλά ούτε που θα το άρχιζα».

 

 Γιατί θέλησες να γράψεις ένα (αυτοβιογραφικό) μυθιστόρημα όντας δημοσιογράφος; Τι είναι αυτό που οδηγεί πολλούς συναδέλφους να θέλουν να κάνουν το πέρασμα στη λογοτεχνία;

 

«Ως δημοσιογράφος ποτέ δεν κάλυψα, περιέγραψα ή αναμετέδωσα ‘ξερά’ μια είδηση ή ένα γεγονός, ποτέ δεν μετέφερα την ‘ιστορία’ ή το ‘πρόσωπο’ στεγνά, πιθανόν να οφείλεται και στη φάση του περιοδικού Τύπου τον καιρό που ξεκίνησα να γράφω: ήταν η εποχή που και στα ελληνικά περιοδικά από τα τέλη του ’80 έως και τα μέσα των 00s επιζητούσαν ένα στόρι τέλινγκ πιο πλουμιστό και βιωματικό κατά τι, σε σύγκριση με τις παλιές, τυπικές φόρμες ‘εξιστόρησης’: το να λογοτεχνίζεις πιθανόν να ήταν και το ζητούμενο, η ελληνική δημοσιογραφία έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών έκανε αυτό που ο αμερικάνικος περιοδικός τύπος από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και σήμερα επιμένει να το διακονεί: από τον Χέμινγουεϊ ως τον Νόρμαν Μέιλερ, από τον Τόμας Γουλφ και τον Καπότε ως τον Μπρετ Ίστον Έλις ή τον Ίρβιν Γουέλς, για να περάσουμε και από την Ευρωπαϊκή πλευρά του Ατλαντικού,  ήταν οι συγγραφείς που μπορούσαν να μεταφέρουν καλύτερα κλίμα. Να ‘δώσουν’ το παρασκήνιο αλλά και να φωτίσουν καλύτερα την ιστορία, μέσα από το πρόσωπο ή τις ‘εκδοχές’ τους. Το ίδιο συνέβη και με τον βρετανικό τύπο που με μεγάλωσε, από τις δισκοκριτικές του Νικ Κεντ στο NME ή τα σημειώματα της Τζούλι Μπέρτσιλ στο Face, τα ‘ρεπορτάζ’ του Dazed and Confused και του I.D. Η τάση ήρθε και στην Ελλάδα όταν ο Φώτης Γεωργελές ανέλαβε το ΚΛΙΚ της νέας εποχής ή αργότερα που έφτιαξε την Άθενς Βόις: επαγγελματικά ευτύχησα να πληρώνομαι δουλεύοντας ελεύθερος από φόρμες, πρέπει, κανόνες του συναφιού ή θέσφατα περί ‘πώς πρέπει’ και ‘γιατί έτσι’. Kudos στον Φώτη! Ύστερα ήρθαν τα σόσιαλ μίντια όπου όλοι στο ταϊμλάιν τους είναι και λίγο από όλα: μάγειρες, ταξιδευτές, ποιητές, πολιτικοί αναλυτές, χιουμορίστες, ντιτζέις, διηγηματογράφοι, σκηνοθέτες! Οπότε απλά έγραψα ένα μυθιστόρημα σαν έτοιμος από καιρό. Και μου βγήκε σχετικά αβίαστα, αφού όταν έχεις μάθει να λειτουργείς πειθαρχημένα με deadline, εδώ το καταχάρηκα ακόμα περισσότερο γιατί κανένας δεν μου υπέβαλε το αίτημα να είμαι σύντομος και να τηρώ τη νόρμα της νέας εποχής για κείμενα με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. Ξεχαρμάνιασμα…».

Γιατί επέλεξες το μεγάλο φορμά και όχι για παράδειγμα τα διηγήματα που θεωρούνται συνήθως το πρώτο σκαλί όταν μπαίνει κανείς στον χώρο της λογοτεχνίας;

 

«Γιατί όταν γράφει διηγήματα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και πας να παίξεις σε ένα γήπεδο όπου εξ ορισμού ξέρεις πως θα χάσεις, καλό είναι να μην κατέβεις καν στο ματς. Θα μου πεις πως μυθιστορήματα γράφουν και η Σώτη Τριανταφύλλου και ο Χρήστος Χωμενίδης – όλως τυχαίως αυτοί οι τρεις συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο και στο ‘Ροκ Σταρ’ προσδίδοντάς του (και) την ταμπέλα ενός συνεργατικού μυθιστορήματος, οπότε ας διαλέξω μια πιο ανώδυνη απάντηση: άγνοια κινδύνου. Αλλά και απίστευτη χαρά που είχα την ευκαιρία να μπω και να παίξω στο γήπεδό τους, στο παιχνίδι τους, έστω και σαν τσικό ή παγκίτης. Μου αρκεί που φοράω, έστω και για λίγο, τη φανέλα τους, με αυτή που τριπλάροντας μαγεύουν τα πλήθη!».

 

Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κοινό του βιβλίου;

«Σε αυτή την ερώτηση η απάντηση μπορεί να προέρθει μόνο από την επιμελήτριά μου, Ελένη Μπούρα, και τον εκδότη του Μεταίχμιου, Νώντα Παπαγεωργίου. Αυτοί οι δυο είναι που κάτι είδαν, κάπου στόχευσαν και το κυκλοφόρησαν. Εγώ, όχι μόνο για το βιβλίο, αλλά και για τις εκπομπές μου στο Athens Voice Radio 102.5, τα μπαρ που παίζω μουσική, την εφημερίδα, παντού όπου ‘διαχέομαι’ ποτέ δεν σκέφτομαι ή δεν ανησυχώ για το μέγεθος ή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ‘αλληλεπίδρασης’. Δημιουργός είμαι, άλλοι με πουλάνε ή με ντιλάρουν, και οφείλω να τους ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη. Όπως και την απίστευτη πολυτέλεια που μου προσφέρουν να υπάρχω όπως είμαι κι όχι όπως πιθανόν να επιβάλλουν νόρμες αγοράς ή πολιτιστικής λογιστικής». 

 

Τελικά τι ήταν ροκ όταν μεγάλωνες στην αποπνικτική επαρχία στα 70ς και τα 80ς και τι είναι σήμερα (και δεν αναφέρομαι απαραίτητα στη μουσική);

 

«Μια φούντωση, μια φλόγα, που ’χω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ’χεις κάνει, Ντέμπι Χάρι, Blondie μου γλυκιά! Καψούρα είναι το ροκενρόλ, αυτή είναι η λέξη. Κι όλα τα υπόλοιπα, κοινωνιολογικές ή πολιτικές αναλύσεις με το κιλό, είναι τζαζ, που λέει ο Ίγκι Ποπ, δεν είναι ροκ. Τρία ακόρντα κι έφυγα».