Η προαναγγελία του κλεισίματος των γραφείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα αποτελεί τον επίλογο μιας δεκαετούς, ταραχώδους σχέσης.
Από την έδρα του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον η κυβέρνηση έστειλε χθες το συμβολικό μήνυμα ότι το κλείσιμο των γραφείων του Ταμείου στην Αθήνα «σηματοδοτεί και το τέλος της κρίσης στην Ελλάδα».
Όλοι οι πρωθυπουργοί της τελευταίας 10ετίας επιθυμούσαν διακαώς την απομάκρυνση του ΔΝΤ. Ωστόσο η ολοκλήρωση του κεφαλαίου αυτού έμελλε τελικά να πιστωθεί, τουλάχιστον χρονικά και επικοινωνιακά, στη σημερινή κυβέρνηση.
Αν και στις αρχές του 2010 οι περισσότεροι την ξόρκιζαν, η συμμετοχή του διεθνούς Οργανισμού στη διάσωση της Ελλάδας αποδείχθηκε αναπόφευκτη.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν τότε με έντονη δυσπιστία την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. H Eυρώπη δεν διέθετε την απαιτούμενη τεχνογνωσία, ούτε τους μηχανισμούς που θα της επέτρεπαν να διαχειριστεί μόνη της μια κρίση τέτοιου μεγέθους.
Η Γερμανία δεν επρόκειτο να δεχθεί επ’ ουδενί σχέδιο διάσωσης της χώρας μας χωρίς την εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τη στάση αυτή τήρησε ευλαβικά έως την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Καλώς ή κακώς η φήμη του Ταμείου απέκτησε τοξικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα, γεγονός που επισκίασε ακόμη και τις θετικές πτυχές της ατζέντας του, όπως η ανάγκη μείωσης των φόρων μέσω μιας πιο γενναίας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, και η προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Η χώρα μας προσβλέπει πλέον σε ένα νέο κεφάλαιο στη σχέση της με τον διεθνή Οργανισμό, σε μια σχέση «θετικής συνεργασίας», όπως είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του με τη γενική διευθύντρια του Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούμε την υποστήριξή της στη μάχη για τη μείωση των δυσβάσταχτων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου η οικονομία μας να αναπνεύσει και να αποκτήσει την απαιτούμενη αναπτυξιακή ορμή που χρειάζεται στην κρίσιμη αυτή καμπή.