Αν και στις πόλεις μιας μεσογειακής χώρας όπως η Ελλάδα είναι λίγες οι φορές που το χιόνι βρίσκεται στο καθημερινό λεξιλόγιο των κατοίκων της, σε βορειότερες πόλεις όπως η Γκρενόμπλ στη Γαλλία τα χιονισμένα επιβλητικά βουνά είναι αγαπημένη συζήτηση των κατοίκων. Οι χιονισμένες πλαγιές δεν απασχολούν όμως μόνο τους κατοίκους, αλλά και τους ερευνητές της περιοχής. Περιτριγυρισμένη από τρεις μεγάλους ορεινούς όγκους, οι οποίοι στα πρώτα χιόνια γίνονται κατάλευκοι, η «Πρωτεύουσα των Αλπεων» είναι ιδανική ως έδρα της ερευνητικής δραστηριότητας πολλών παγολόγων.
Σε αυτή την πόλη ζει ο Ζερόμ Σαπελά (Jerome Chappellaz), διευθυντής πλέον του Γαλλικού Ινστιτούτου των Πόλων, μιας δομής η οποία χρηματοδοτεί και αναλαμβάνει τη διαχείριση των εξερευνητικών αποστολών στους δύο πόλους της Γης. Με συμμετοχή σε δεκατέσσερις ερευνητικές αποστολές στην Ανταρκτική και στην Αρκτική, ο διακεκριμένος παγολόγος δεν ξεχνά ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα τα οποία τον οδήγησαν να ασχοληθεί με την επιστήμη. «Οταν ήμουν πέντε ετών, είδα τον Ιούλιο του 1969 στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση τον Νιλ Αρμστρονγκ να πατάει το πόδι του στη Σελήνη. Αυτό ήταν το πρώτο ερέθισμα το οποίο μου έδωσε την επιθυμία να κατανοήσω το περιβάλλον και να επιδοθώ στην επιστημονική έρευνα. Αργότερα, όταν ήμουν περίπου εννέα ετών, επιθυμούσα να γίνω ηφαιστειολόγος. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών στο Πανεπιστήμιο, ανακάλυψα την επιστήμη των πάγων και της ατμόσφαιρας. Ετσι αποφάσισα να κάνω το διδακτορικό μου σχετικά με τα αέρια του θερμοκηπίου και σχετικά με το πώς αυτά μεταβλήθηκαν στον χρόνο» μας είπε ο γάλλος ερευνητής. Καθώς ο πάγος αποτελεί ένα «αρχείο» των μεταβολών τις οποίες μελετούσε ο καθηγητής, σύντομα βρέθηκε σε ερευνητικές αποστολές στους πόλους της Γης για να μαζέψει τις πληροφορίες τις οποίες αναζητούσε.
Η αποστολή που τον σημάδεψε
Ανάμεσα σε αυτές, κάποιες τον σημάδεψαν όχι μόνο χάριν των επιστημονικών παρατηρήσεων που έκανε αλλά και χάριν της μοναδικής εμπειρίας να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους οι οποίοι εξερεύνησαν μία μέχρι τότε απάτητη περιοχή. «Η αποστολή η οποία με σημάδεψε περισσότερο ήταν να είμαι μέλος της πρώτης επιστημονικής εξόρμησης η οποία έγινε το 2011 και το 2012 σε απάτητα εδάφη ανάμεσα στον Σταθμό Κονκόρντια και στον ρωσικό Σταθμό Βοστόκ» εξομολογείται ο ερευνητής, συμπληρώνοντας ότι «ήταν μία απίθανη αίσθηση να νιώθει κανείς ότι είναι μέλος μιας αποστολής λίγων ανθρώπων οι οποίοι πατούν σε αυτά τα εδάφη για πρώτη φορά. Ενα άλλο ιδιαίτερο συναίσθημα είναι το να νιώθει κανείς ότι είναι τόσο μακριά από τους ανθρώπους και να επαφίεται μόνο στα μέσα τα οποία διαθέτει για να ζήσει ή να επιβιώσει».
Με πλούσια ερευνητική δραστηριότητα όπως η δική του, ο ερευνητής Ζερόμ Σαπελά είναι ο πλέον κατάλληλος να πείσει το πολιτικό προσωπικό της χώρας για την αναγκαιότητα της έρευνας στους Πόλους, όχι μόνο για την ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου, αλλά και λόγω της μεγάλης σημασίας της εξερεύνησης για την έρευνα της κλιματικής αλλαγής. «Μία άλλη πολύ ιδιαίτερη αποστολή έγινε στα μέσα Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους, όταν μετέφερα την υπουργό Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας της Γαλλίας στην Ανταρκτική» σημειώνει ο ερευνητής αναφερόμενος στην υπουργό Φρεντερίκ Βιντάλ. «Ηταν το πρώτο μέλος γαλλικής κυβέρνησης το οποίο πήγε στην Ανταρκτική. Είχα αγωνία, αλλά με συνάρπασε το γεγονός ότι θα έδειχνα αυτό το περιβάλλον, το οποίο με ελκύει τόσο πολύ, σε ένα από τα κύρια πολιτικά πρόσωπα της Γαλλίας. Οταν είδα το συναίσθημά της στην επαφή της με αυτοκρατορικούς πιγκουίνους, κατάλαβα ότι η αποστολή είχε πετύχει!» περιγράφει ο εξερευνητής.
Στη Γη της Βικτώριας
Κι αν η ζωή και το έργο αυτού του ερευνητή ακούγονται σαν βγαλμένα από καλογραμμένο σενάριο ενός ντοκιμαντέρ, ο ίδιος δεν παραλείπει να μας δώσει μία γλαφυρή εικόνα του πώς η αναγκαιότητα γεννάει κάποιες σκέψεις, οι οποίες με επίμονη δουλειά μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά και να προσφέρουν στην επιστήμη πολύτιμα εργαλεία. «Ηταν Δεκέμβρης του 2006», θυμάται ο ερευνητής, «ήμουν μέλος μίας γαλλο-ιταλικής αποστολής σε μία περιοχή η οποία αποκαλείται Γη της Βικτώριας και η οποία βρίσκεται 270 χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Ανταρκτικής. Πραγματοποιούσαμε μία γεώτρηση σε μεγάλο βάθος. Πίσω στη βάση, δίπλα στη σόμπα στη σκηνή όπου έμενα, ακούγοντας τον αέρα να φυσομανάει, δυσκολευόμουν να κοιμηθώ. Αρχισα να σκέφτομαι την εργασία μας και πόσο χρονοβόρο ήταν να ανακτούμε καθημερινά πυρήνες πάγου σε βάθος 25 μέτρων από την επιφάνεια. Ξεκίνησα να φαντάζομαι ένα εργαλείο το οποίο θα έκανε τη γεώτρηση αυτόνομα, μεταφέροντας σε μεγάλο βάθος τα απαραίτητα όργανα για τη μέτρηση διαφόρων χημικών παραμέτρων του πάγου. Στα χρόνια που ακολούθησαν είχα την τύχη, μαζί με μία ομάδα τεχνικών με την οποία συνεργάστηκα, να δώσω σάρκα και οστά σε αυτό το όνειρο. Με τη βοήθεια μιας μεγάλης χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας αναπτύξαμε αυτό το εργαλείο. Τώρα είναι υπό δοκιμή. Μάλιστα, δοκιμάσαμε τη χρήση του και στους ωκεανούς. Εχουμε ήδη καταθέσει την πατέντα για αυτή την ιδέα και έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει το εργαλείο για να μελετήσουμε τα διαλυμένα αέρια στους ωκεανούς, μία εφαρμογή κάπως ξένη για έναν παγολόγο όπως εγώ! Αλλά με αυτόν τον τρόπο δουλεύει η επιστήμη και γι’ αυτό η επιστημονική έρευνα μας συναρπάζει πάντα τόσο πολύ».