Αν η δεκαετία του 2010 ήταν η δεκαετία της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής, η δεκαετία του 2020 θα είναι – ή τουλάχιστον πρέπει να είναι – η δεκαετία της ανάπτυξης για τη χώρα μας. Αναπόφευκτα το κέντρο βάρους και στην πολιτική μετατοπίζεται από το υπουργείο των Οικονομικών στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και το βάρος (κυριολεκτικά) της ευθύνης πέφτει στις πλάτες της ηγεσίας του. Δυστυχώς όμως το 2019 και παρά τις προσπάθειες που έγιναν για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία έκλεισε με ένα αρνητικό ρεκόρ. Για έκτη συνεχή χρονιά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων δεν υλοποιήθηκε και από τα 6,5 δισ. ευρώ που είχαν εγγραφεί για την ανάπτυξη περίσσεψε το ένα δισ. ευρώ.
Και αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει λόγος να πανηγυρίζουμε για τα πρωτογενή πλεονάσματα όταν αυτά προέρχονται από την υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και την οικονομία και από το ψαλίδισμα κάθε χρόνο των δημοσίων επενδύσεων που θα μπορούσαν και πρέπει να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη της οικονομίας, για το διάστημα που απαιτείται ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομία.
Είναι προφανές ότι από την επικοινωνιακή πολιτική που ακολουθεί πιστά και με όλα τα μέσα η κυβέρνηση κάποιος ή κάποιοι στο Μέγαρο Μαξίμου θα πρέπει να αναγνωρίσουν την αδυναμία του «επιτελικού» κράτους να υλοποιήσει τα προγράμματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της οικονομίας που έχει ανάγκη ο τόπος και να αναζητήσουν λύση στο πρόβλημα των δημοσίων επενδύσεων και της άλλης όψης που είναι η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων.
Καθώς μπήκαμε πλέον στη νέα χρονιά τα «θα» και οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν προεκλογικά και συνεχίζουν να καλλιεργούνται από πολλά κυβερνητικά στελέχη θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε έργα. Κυριολεκτικά σε έργα και προγράμματα που μπορούν να χρηματοδοτηθούν από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους και τα οποία θα δώσουν τη νέα ταυτότητα στην οικονομία μας.
Καλή χρονιά!