Ο θάνατος του Χρήστου Λαμπράκη (24 Φεβρουαρίου 1934 – 21 Δεκεμβρίου 2009) συνέπεσε με την έναρξη της ραγδαίας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που σημάδεψε τη χώρα. Δέκα χρόνια μετά, το μέγεθος της απώλειας στον εκδοτικό χώρο αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο αναδεικνύει το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε ο εμβληματικός εκδότης του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και των «ΝΕΩΝ», ο οποίος σφράγισε με την παρουσία του επί μισό αιώνα τις εξελίξεις. Μια εξόχως ενδεικτική και δυναμική ψηφίδα της προσωπικότητας του Χρήστου Λαμπράκη αποτελεί η δραστηριότητά του την περίοδο της δικτατορίας, φάση η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των δημόσιων ελευθεριών και συνακόλουθα για την ελευθερία του Τύπου.
Ο «ατομικός φάκελος» που διατηρούσε η Ασφάλεια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (!) αποτελεί ένα ξεχωριστό τεκμήριο για την εκδοτική και πολιτική προσωπικότητά του. Τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτόν – μέρος τους δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» τον Ιανουάριο του 2017 – αποτυπώνουν τη διαρκή αφύπνιση και τη δράση του στις δυσμενείς συνθήκες του στραγγαλισμού της δημοκρατίας, προκειμένου να μη σιγήσουν τα έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και παρά τη λογοκρισία της χούντας να αποτελέσουν ένα προπύργιο των προσπαθειών για την αποκατάσταση της ελευθεροτυπίας.
Σε ένα από τα πολλά «σημειώματα» που περιλαμβάνει ο «ατομικός φάκελος» του «Χρήστου Λαμπράκη του Δημητρίου, εκδότη εφημερίδων «ΒΗΜΑ» – «ΝΕΑ»», ο οποίος υπέστη «αποσυμφόρηση» στις 30 Μαΐου 1975, κάτι που σημαίνει ότι μετά την πτώση της χούντας η Ασφάλεια αφαίρεσε από αυτόν τα «επίμαχα» έγγραφα που προφανώς την εξέθεταν ακόμα περισσότερο, περιγράφεται συνοπτικά η μεταχείριση που του επεφύλαξε το καθεστώς των συνταγματαρχών. Σε έγγραφο που συντάχθηκε «αρμοδίως» το 1973 αναφέρονται τα εξής:
«Θέμα: ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ Χρήστος του Δημητρίου και της Ελισσάβετ, γεν. το έτος 1934 εις Αθήνας, κάτοικος Αναγνωστοπούλου 5.
– Είναι Διευθυντής του Δημοσιογραφικού Οργανισμού ΛΑΜΠΡΑΚΗ, γνωστού ως «συγκροτήματος», εις τον οποίον ανήκουν αι εφημερίδες «ΒΗΜΑ», «ΝΕΑ» και «ΟΜΑΔΑ» και τα περιοδικά «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και «ΕΠΟΧΗ». Εις το συγκρότημα απασχολούνται 143 δημοσιογράφοι.
– Εκ του παρ’ ημίν αρχείου προκύπτουσι τα ακόλουθα:
α. Μέχρι την 21-4-1967 δεν είχεν απασχολήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπον τα Αρχάς Ασφαλείας.
β. Από της 21-4-1967 μέχρι της 1-6-1967 εκρύπτετο προς αποφυγήν συλλήψεώς του. Κατά το χρονικόν τούτο διάστημα και συγκεκριμένως περί το τέλος Μαΐου παρεχώρησε συνέντευξιν εις Αγγλον δημοσιογράφον ήτις μετεδόθη την 15-10-1967 εκ του B.B.C. Εις ην ετόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι ο Βασιλεύς είχεν ορκισθή πίστιν εις το Σύνταγμα, όπερ παρεβιάσθη και είναι υποχρέωσίς του να το αποκαταστήση.
γ. Την 1-6-1967 συνελήφθη και εκρατήθη εν αρχή εις την Σχολήν Χωροφυλακής και μετά την 17-7-1967 εις την Υπηρεσίαν Αμέσου Επεμβάσεων Αμαρουσίου.
δ. Την 25-10-1967 εξετοπίσθη εις Φολέγανδρον ένθα παρέμεινεν μέχρι 22-11-1967, οπότε μετεφέρθη εις Σύρον, ήτις ωρίσθη ως μόνιμος τόπος εκτοπίσεώς του. Την 23-12-1967 διεκόπη η ποινή της εκτοπίσεώς του.
ε. Την 25-1-1968 απηγορεύθη η εις το Εξωτερικόν αποδημία του. Τον Φεβρουάριο του 1968 ετιμήθη υπό της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εκδοτών Εφημερίδων διά της Χρυσής Γραφίδος της Ελευθερίας.
στ. Την 7-4-1970 επετράπη η αναχώρησίς του εις το Εξωτερικόν δι’ εν μόνον ταξίδιον. Την 18-12-1970 επετράπη εκ νέου η αναχώρησίς του εις το Εξωτερικόν και την 28-12-1970 ήρθη η εις βάρος του απαγόρευσις αποδημίας.
Κατά την διάρκειαν της επταετίας αι εφημερίδες του συνέχισαν εκδιδόμεναι, κατά δε πληροφορίας του παρ’ ημίν Γραφείου Ασφαλείας ο Χ. ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ επρωτοστάτησε διά την κατά το έτος 1970 αύξησιν της τιμής πωλήσεως των εφημερίδων.
Κατά πληροφορίες της Υπηρεσίας μας, τον Νοέμβριον 1970 ευρισκόμενος εις Λονδίνον έλαβε μέρος εις πραγματοποιηθείσαν εις το Ξενοδοχείον ΚΑΜΠΕΡΛΑΝΤ σύσκεψιν, υπό την προεδρίαν του Ταγματάρχου ε.α. ΑΡΝΑΟΥΤΗ Μιχαήλ, διά τον συντονισμόν των δυναμικών ενεργειών προς ανατροπήν του κρατούντος εν Ελλάδι καθεστώτος.
Κατά μήνα Ιούνιον του έτους 1972 έλαβε μέρος εις τα εργασίας της ετησίας Συνελεύσεως του Ινστιτούτου Τύπου εις Μόναχον – Γερμανίας και ωμίλησε διά τας δυσχερείας τας οποίας αντιμετώπιζεν ο Τύπος την εποχήν εκείνην εν Ελλάδι.
Καθ’ όλην την διάρκειαν της 7ετίας επεσημάνθησαν επαφαί του μετά διαφόρων πολιτικών, την δε 23-3-1972 συνηντήθη και μετά του ενταύθα Βουλγάρου Πρεσβευτού κ. ΠΟΠΩΦ (…)».
Στον φάκελο περιέχονται δημοσιεύματα που έφεραν την υπογραφή του και στρέφονταν κατά του περιορισμού των ελευθεριών του Τύπου και του έργου των δημοσιογράφων, καθώς και οι ξένες ανταποκρίσεις για ομιλίες του στο εξωτερικό – όποτε το καθεστώς τού επέτρεπε να ταξιδέψει – για τα θέματα αυτά, όπως και έγγραφα σχετικά με τις διώξεις εναντίον του για αδικήματα Τύπου. Το Τμήμα Τύπου της Ασφάλειας ενημέρωνε σχετικώς κάθε τόσο τον φάκελό του. Οπως για την ομιλία του στο 21ο Συνέδριο επί του διεθνούς Τύπου, όπου ο Λαμπράκης συμμετείχε τον Ιούνιο του 1972 και «ωμίλησε επί 15′ γαλλιστί και ηυχαρίστησε το Ινστιτούτο «διά την ηθική και επαγγελματικήν συμπαράστασιν κατά την διάρκειαν περιόδου ιδιαιτέρως δυσχερούς διά την ελευθεροτυπίαν εις την Ελλάδα, εφόσον εξακολουθεί να ισχύη ο στρατιωτικός νόμος»». Τόνιζε εξάλλου ότι «αι δυσχέρειαι τας οποίας αντιμετωπίζει ο Τύπος είναι μεγάλαι, αλλά εφ’ όσον η Ραδιοφωνία, η Τηλεόρασις και το κρατικόν δίκτυον πληροφοριοδοτήσεως υπηρετούν την παρούσαν εξουσίαν, αι ευθύναι που βαρύνουν τον ανεξάρτητον Τύπον εις την Ελλάδα καθίστανται σημαντικώτεραι». Στο συνέδριο συμμετείχε και η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής», η οποία είχε καταθέσει σχέδιο διαμαρτυρίας για τη δίωξη του περιοδικού «ΑΝΤΙ», το οποίο και εγκρίθηκε ως ψήφισμα της γενικής συνέλευσης, όπου διατυπωνόταν η διαμαρτυρία «εναντίον της αποπείρας να δεσμευθή η ελευθέρα έκφρασις με ωμάς αστυνομικάς μεθόδους». Από το 1971 η χούντα είχε επιβάλει διά νόμου τον δικό της «κώδικα δεοντολογίας» στους δημοσιογράφους, θέτοντάς τους σε έναν περιοδικό έλεγχο φρονημάτων. Από τους πρώτους είχε αντιδράσει ο Χρήστος Λαμπράκης, ο οποίος είχε αρνηθεί «να υποβληθή εις την ταπεινωτικήν διαδικασίαν ελέγχου νομιμοφροσύνης».
Ο Τύπος ως «αφυπνιστής συνειδήσεων»
Αρθρογραφώντας στο «Βήμα» σχετικά με το προσχέδιο του νόμου «περί δημοσιογραφικού επαγγέλματος», σημείωνε ότι «η άρνησις αποδοχής τέτοιου ελέγχου δεν αποτελεί για εμάς μονάχα πολιτική θέση ή επιταγή ηθική», αλλά «εκφράζει το ελάχιστο δείγμα σεβασμού προς ένα λειτούργημα που μόνο υπό τον όρο της ελευθερίας μπορεί να υπηρετήσει τα αληθινά εθνικά συμφέροντα». Επισημαίνεται ότι ήδη από το 1968 η Διεθνής Ομοσπονδία Εκδοτών Εφημερίδων (FIEJ) του είχε απονείμει τη Χρυσή Γραφίδα Ελευθερίας. Στο συνέδριο του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου ο Λαμπράκης θα καταγγείλει ανοιχτά τον νόμο της χούντας καθώς καθιστούσε «επικίνδυνη κάθε διάθεση ανεξαρτησίας και κριτικής».
«Το δικό μας πρόβλημα πρέπει να είναι και δικό σας, ακριβώς όπως το πρόβλημα ενός άγνωστου συναδέλφου μιας χώρας απομακρυσμένης μας αγγίζει άμεσα» θα επισημάνει θέτοντας τους στόχους: «Οσο για τον αγώνα μας, τον συνεχίζουμε με την πεποίθηση πως μια εφημερίδα υπαρκτή και δραστηριοποιημένη μπορεί να έχει απήχηση ευεργετική ακόμα και όταν γίνεται στόχος μέτρων πιεστικών ή όταν οι δυνατότητες διαδόσεώς της περιορίζονται τεχνητά», περιγράφοντας το δικό του πλαίσιο εκδοτικής λειτουργίας ακόμα και σε καθεστώς καταπάτησης των ελευθεριών.
«Μια εφημερίδα που υπάρχει και πληροφορεί για όλα τους αναγνώστες της, για μια αδικία ή για τον τραυματισμό των συνταγματικών ελευθεριών, γίνεται αφυπνιστής συνειδήσεων και σαν τέτοιος μπορεί ο Τύπος, ακόμη και με περιορισμούς, να υπηρετήση την αποστολή του» θα πει.
Η Βλάχου θα πάρει τον λόγο για να εξάρει τις προσπάθειες του Λαμπράκη παρά τους κινδύνους για την αποκατάσταση της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα, ενώ θα μιλήσει για το δράμα των δημοσιογράφων που δεν συμβιβάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς, υφιστάμενοι τα πάνδεινα από τα όργανα Ασφαλείας.
Οι συνταγματάρχες παρακολουθούσαν με προσοχή κάθε εκδοτική κίνησή του. Στο πλαίσιο αυτό ο αρχιπραξικοπηματίας Παπαδόπουλος ενημερώνεται την 10η Μαρτίου 1972 για τους «επαγγελματικούς προσανατολισμούς συγκροτήματος του Χρ. ΛΑΜΠΡΑΚΗ» και συγκεκριμένα για την «απολύτως εξηκριβωμένη» (!) πληροφορία της Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας σύμφωνα με την οποία «ο εκδότης του συγκροτήματος «ΒΗΜΑ» και «ΝΕΑ» Χρήστος ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ έχει αποφασίσει να εκδώση εις Γερμανίαν τα δυο προαναφερθέντα δημοσιογραφικά του όργανα». Και μάλιστα ότι είχε προτείνει στον πανεπιστημιακό Δημήτρη Τσάτσο να αναλάβει «την εκπροσώπησιν της κοινής ταύτης εν Γερμανία εκδόσεως, πλην ούτος δεν έχει εισέτι αποφασίσει αν τελικώς θα αποδεχθή ή ου την γενομένην πρότασιν».
Υπό στενή παρακολούθηση
Μετά τη «φιλοξενία» που του επεφύλαξε το καθεστώς συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντάς τον, ο Χρήστος Λαμπράκης βρισκόταν διαρκώς στο «μικροσκόπιο» των αρχών Ασφαλείας, οι οποίες κατέγραφαν όλες τις κινήσεις του, ακόμη και τις εκδρομές του ανά την Ελλάδα, κυρίως δε τις επαφές που είχε και με ποιους, αλλά και τις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του, όπως στη δεξίωση που παρατέθηκε προς τιμήν του άγγλου λόρδου Γκάρντινερ Τζέραλντ, πρώην υπουργού Δικαιοσύνης της Μεγάλης Βρετανίας, που επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Μάιο του 1972 και βρισκόταν υπό τη στενή παρακολούθηση της Ασφαλείας, όπως προκύπτει από το σχετικό «Δελτίον παρακολουθήσεως».
Αλλωστε, εξαρχής, για τους συνταγματάρχες «ως εκδότης των εφημερίδων και διαδραματίσας σημαντικόν ρόλον εκ των παρασκηνίων εις την διαμόρφωσιν κατά το παρελθόν πολιτικών καταστάσεων, παρουσιάζεται έχων προσωπικότητα και κύρος εις ηυξημένον βαθμόν», όπως ανέφερε άκρως απόρρητο υπηρεσιακό έγγραφο της 20ής Ιουλίου 1967 προς το Τμήμα Δημοσίας Ασφαλείας του Αρχηγείου Βασιλικής Χωροφυλακής, με πληροφορίες για τα «κρατηθέντα πολιτικά πρόσωπα», μεταξύ των οποίων ήταν και ο Χρήστος Λαμπράκης.
Ενδεικτικό του ασφυκτικού ελέγχου είναι και το «άκρως απόρρητο» έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1968 σχετικά με τον «έλεγχο στοιχείων πηγής Κ1» που αφορούσε την αποστολή προς τον εκδότη ενός σημειώματος «παρ’ αγνώστου υπό το ψευδώνυμον ΜΕΪΝΤΑΝΗΣ Πάνος, οδός Ερεσού 72 Αθήναι, επιληψίμου περιεχομένου», το οποίο «παρεδόθη δεόντως», προφανώς στις αρμόδιες αρχές.
Το σημείωμα αυτό είχε ημερομηνία 18.12.68 και ανέφερε τα εξής: «Αγαπητέ Χρήστο, από το κρησφύγετόν του… ένας ειλικρινής φίλος και τίμιος αγωνιστικής του Λαού και της Δημοκρατίας σας εύχεται: Καλά Χριστούγεννα – Χρόνια πολλά, και Ο Καινούργιος Χρόνος ευτυχισμένος και Δημοκρατικός. Φιλικώτατα, Γ.Δ.Π.». Ο αποστολέας υπέγραφε: «Π. Μεϊντάνης, ψευδώνυμον, δ/νσιν ψεύτικη» (το ψευδώνυμο Πάνος Μεϊντάνης είχε στη δικτατορία ο επικεφαλής του ΠΑΚ εσωτερικού, Γιώργος Δ. Παπαδημητρίου, μετέπειτα υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών του Ανδρέα Παπανδρέου).