Για πρώτη φορά από το 1957, τρεις μεγάλες δυνάμεις – οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία – έχουν συμφέρον να αποδυναμώσουν την Ευρώπη. Μπορεί να πιέζουν την ΕΕ με διαφορετικούς τρόπους η καθεμία, αλλά μοιράζονται την έχθρα τους προς το ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο βασίζεται στην αρχή της κοινής κυριαρχίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη σε κρίσιμους τομείς, όπως την οικονομία αγοράς και το εμπόριο. Η φιλελεύθερη αυτή ιδέα έρχεται σε αντίθεση με την αμερικανική, την κινεζική και τη ρωσική άποψη για την κυριαρχία, η οποία τοποθετεί το συμφέρον του κράτους πάνω από τους παγκόσμιους κανόνες και τις νόρμες. Η κοινή κυριαρχία είναι δυνατή μόνο ανάμεσα σε φιλελεύθερα κράτη.
Αλλά σήμερα η εχθρότητα προς την ΕΕ οφείλεται και στο αδιαμφισβήτητο οικονομικό βάρος της Ευρώπης στον κόσμο. Χωρίς την ΕΕ, οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ θα είχαν ήδη καταφέρει να αναγκάσουν τη Γερμανία και τη Γαλλία να υποκύψουν στις αμερικανικές εμπορικές απαιτήσεις. Η ΕΕ, σαν «κοινό μέτωπο», λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής ισχύος για τα κράτη-μέλη σε όλα τα πεδία της κοινής κυριαρχίας.
Η άποψη της Κίνας για την Ευρώπη δεν διαφέρει και πολύ από του Τραμπ. Ενώ οι Κινέζοι έχουν εκμεταλλευτεί την κοινή ευρωπαϊκή αγορά βάζοντας πόδι σε χώρες-κλειδιά της ΕΕ, το τελευταίο που επιθυμούν είναι οι Ευρωπαίοι να αποκτήσουν κοινή κυριαρχία στον έλεγχο των ξένων επενδύσεων, όπως μέσω του νέου μηχανισμού εξέτασης που εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο. Η Κίνα καλλιεργεί οικονομικές εξαρτήσεις στα Βαλκάνια γνωρίζοντας καλά πως αν αυτές οι χώρες γίνουν μέλη της ΕΕ, θα υπόκεινται σε μεγαλύτερες απαιτήσεις διαφάνειας.
Η Κίνα θα προτιμούσε το μοντέλο που διέπει την Πρωτοβουλία «Δρόμος του Mεταξιού», μια τεράστια προσπάθεια για την οικοδόμηση υποδομών για εμπόριο και μεταφορές που συνδέουν την Κίνα με την Αφρική και την Ευρώπη. Το πώς η Κίνα και οι συμμετέχουσες χώρες χρηματοδοτούν τα έργα αυτά παραμένει διαβόητα αδιαφανές. Περισσότερα από τα μισά κινεζικά δάνεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες δεν ανακοινώνονται καν δημόσια.
Και η Ρωσία απεχθάνεται την ευρωπαϊκή ενότητα. Αν και μερικά ευρωπαϊκά κράτη αντιτίθενται στις κυρώσεις προς τη Ρωσία, όλα τις έχουν σεβαστεί. Οσον αφορά τη Ρωσία πάντως, δεν υπάρχει ομοφωνία στην Ευρώπη. Παρά τους ευρωπαϊκούς στόχους για ενεργειακή ανεξαρτησία, η Γερμανία συνεργάζεται με τη Ρωσία για την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2. Για ένα διάστημα, η Γερμανία στεκόταν εμπόδιο και σε μια πιο στιβαρή ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Κίνα λόγω της εξάρτησης της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας από την κινεζική αγορά. Αλλά η θέση της Γερμανίας έχει αλλάξει από το 2017, καθώς οι ηγέτες της άρχισαν να κατανοούν τους κινδύνους από τις κινεζικές εξαγορές κρίσιμων βιομηχανικών τομέων.
Ο συνηθισμένος ισχυρισμός ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να παίξει παγκόσμιο ρόλο είναι συνεπώς λανθασμένος. Σε σύγκριση με μια πιο απομονωμένη ανεπτυγμένη χώρα όπως η Ιαπωνία, η Ευρώπη είναι αρκετά ισχυρή. Ενώ η Ιαπωνία βρέθηκε στο έλεος των αμερικανικών δασμών στις εισαγωγές χάλυβα, η ΕΕ ανταπέδωσε στα ίσια. Και ενώ η Ιαπωνία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί μια διμερή εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ («κατ’ αρχήν»), η Ευρώπη μπλοκάρισε τις προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να αναμορφώσει τις εμπορικές διευθετήσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Πράγματι, η ΕΕ πολύ απέχει από το να επιτύχει στρατηγική και οικονομική αυτονομία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να το κάνει. Η Ευρώπη διαθέτει πολλούς πόρους για να υπερασπιστεί την πολυμέρεια και τις διεθνείς νόρμες. Δεδομένης της δημιουργικότητάς της και της τεράστιας αγοράς της, θα μπορούσε να παίξει κρίσιμο ρόλο στο να θέσει τα πρότυπα της ψηφιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης – τα οποία βρίσκονται στην καρδιά της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής μάχης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη ήταν εκείνη που έθεσε κανόνες στην ψηφιακή οικονομία, μέσω του κανονισμού για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (General Data Protection Regulation).
Αλλά η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει ακόμη τη νομισματική, βιομηχανική και στρατιωτική ικανότητά της. Η ΕΕ πρέπει να επεκτείνει τον διεθνή ρόλο του ευρώ προκειμένου να λειτουργεί ως νόμισμα για το διασυνοριακό εμπόριο. Η διεθνοποίηση του ευρώ απαιτεί μια βαθιά αγορά κεφαλαίου, όπως εκείνη των ΗΠΑ, και ήδη υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης υπέρ αυτής της κατεύθυνσης.
Η καθιέρωση του ευρώ ως ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου – δηλαδή, να γίνουν τα ευρωπαϊκά ομόλογα εφάμιλλα των αμερικανικών – είναι πιο αμφιλεγόμενη. Η Γερμανία είναι σφοδρά αντίθετη προς όποια πρόταση εμπεριέχει μοίρασμα του ρίσκου στην ευρωζώνη. Αλλά αν οι ξένοι επενδυτές δεν είναι βέβαιοι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα υπερασπιστεί την αξία του ευρώ σε κάθε χώρα της ευρωζώνης, δεν θα δουν ποτέ το κοινό νόμισμα σαν ανταγωνιστή του δολαρίου.
Η Ευρώπη πρέπει επίσης να δημιουργήσει τους δικούς της βιομηχανικούς «πρωταθλητές». Αυτό απαιτεί την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς που παραμένει υπερβολικά κατακερματισμένη όσον αφορά τις υπηρεσίες. Μπορεί να απαιτεί και την επανεξέταση των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού. Αφότου οι αντιμονοπωλιακές αρχές της ΕΕ αποφάσισαν να μπλοκάρουν διάφορες μεγάλες συγχωνεύσεις εφέτος – όπως εκείνη ανάμεσα στην Alstom και τη Siemens – γίνεται όλο και μεγαλύτερη συζήτηση στην Ευρώπη για το πώς μπορούν να βελτιωθούν οι πολιτικές για τον ανταγωνισμό.
Τέλος, η Ευρώπη χρειάζεται απεγνωσμένα να οικοδομήσει τη στρατιωτική της ικανότητα, προκειμένου να προσδώσει αξιοπιστία στη χρήση της εμπορικής και της μαλακής ισχύος της. Για παράδειγμα, μια νέα ευρωπαϊκή δύναμη προστασίας που θα αναπτυσσόταν στα Στενά του Ορμούζ θα έδειχνε τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ιράν ότι η Ευρώπη μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της χωρίς να χρειάζεται να πάρει θέση ανάμεσα στους συμμάχους της. Η ικανότητα προβολής της ισχύος αποτελεί μια θεμελιώδη πηγή παγκόσμιας επιρροής.
Η Ευρώπη δεν χρειάζεται μια «μεγάλη στρατηγική», το οποίο είναι ένας πομπώδης όρος που δεν λαμβάνει υπόψη τους τοπικούς και παγκόσμιους περιορισμούς. Αντίθετα, χρειάζεται την αποφασιστικότητα και την πολιτική βούληση για να αναπτυχθούν νέα εμπορικά, διπλωματικά και στρατιωτικά στρατηγικά πλεονεκτήματα. Σε έναν κόσμο όπου τα σπαθιά κροταλίζουν, η αποτελεσματική μετριοφροσύνη είναι προτιμότερη από την κενή φιλοδοξία.
Ο κ. Ζακί Λαϊντί είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Sciences Po.