Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η νεοδημοκρατική κυβέρνηση, δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, ενδέχεται να φέρει περισσότερες ξένες επενδύσεις. Η οικονομία θα οδηγηθεί σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, συνεχίζοντας βέβαια μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Από την άλλη μεριά, η συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους θα εντείνει τις ανισότητες και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων και των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Θα υπάρξει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Οσο για τα ΜΜΕ, η πλειονότητα των οποίων έχει έναν φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό, θα συνεχίσουν να προβάλλουν μια μονοδιάστατη εικόνα της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση αμβλύνει τον πλουραλισμό του πολιτικού συστήματος και άρα τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
Σε ό,τι αφορά τον κομματικό χώρο, το ΚΙΝΑΛ δεν θα μπορέσει να καταστεί ο τρίτος πόλος του συστήματος. Τα στελέχη και μέλη του θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς τη ΝΔ και προς τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Με άλλα λόγια, ο διπολισμός θα ενταθεί. Οσο για την απλή αναλογική, αυτή θα κάνει τη συμμετοχή των πολιτών πιο δημοκρατική, αλλά τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων πιο δύσκολη. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανατρέψει το εκλογικό σύστημα μέσω διπλών εκλογών δεν είναι σίγουρο πως θα πετύχει.
Οσο για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, θα εξακολουθήσει να είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με την ΕΕ να εξακολουθεί να έχει μια όλο και πιο αρνητική στάση στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων και μεταναστών θα παραμείνει στη χώρα. Η λύση είναι η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Πράγμα που μελλοντικά θα θέσει σε άλλη βάση το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι η επιθετικότητα της Τουρκίας που εντάθηκε μετά το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης. Ενα θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επέμβαση της ΕΕ ή των ΗΠΑ μάλλον δεν θα είναι αποτελεσματική. Οι δύο δυνάμεις θα περιορίζονται σε λόγια και όχι σε πράξεις. Η μόνη εφικτή και ευκταία λύση είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό όμως είναι δύσκολο, αφού και οι δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν μια απόφαση που σίγουρα θα θίξει ένα μέρος των απαιτήσεών τους.
Ευρώπη
Ξεκινώ με τη συντριπτική νίκη του Μπόρις Τζόνσον. Η απόκτηση αυτοδυναμίας θα οδηγήσει στο τέλος Ιανουαρίου στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως στη χώρα θα ενταθεί περισσότερο η πόλωση μεταξύ αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν και αυτών που θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ. Στον οικονομικό χώρο, τώρα, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς την Ευρώπη, ενώ η Σκωτία που θέλει να παραμείνει στον ευρωπαϊκό χώρο θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα. Το πιθανό είναι, παρ’ όλη τη διαφωνία του πρωθυπουργού, να αποσπαστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μεσοπρόθεσμα οι παραπάνω εξελίξεις θα υποσκάψουν την παγκόσμια επιρροή της Βρετανίας.
Από την άλλη μεριά, η ΕΕ θα χάσει την τρίτη πιο ισχυρή δύναμή της, αλλά θα απαλλαχθεί από μια χώρα που ήθελε να συμμετοχή à la carte – ενώ συγχρόνως υπέσκαπτε συστηματικά προσπάθειες για μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η Μεγάλη Βρετανία θα γίνει λιγότερο «μεγάλη». Μεσοπρόθεσμα θα καταστεί ένας παίκτης δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας στην οικονομική παγκόσμια αρένα. Ενώ στην Ευρώπη η ενοποιητική προσπάθεια θα ενταθεί. Η ΕΕ, παρ’ όλες τις δομικές αδυναμίες της, όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά θα γίνει ένας σημαντικός παγκόσμιος παίκτης, αν όχι στον γεωπολιτικό, σίγουρα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο. Βέβαια δεν θα αποκτήσει ποτέ τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας. Αλλά οι αξίες της, ο μοναδικός συνδυασμός αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις περισσότερες χώρες-μέλη, θα επηρεάσουν θετικά τις εξελίξεις στον κόσμο που έρχεται.
Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά προβλήματα της ΕΕ, ο Μακρόν είναι και θα συνεχίσει να είναι ο πιο σημαντικός πολιτικός – τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του. Η ιδέα του να καταστεί δυνατή μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή. Αλλά βέβαια θα αντιμετωπίσει την αντίδραση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πιο γενικά, το όραμά του για έναν γενικό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν θα είναι δυνατό στα χρόνια που έρχονται.
Οσο για τον ανταγωνισμό Γαλλίας – Γερμανίας, η τελευταία, ως κυρίαρχη οικονομία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Ευρώπη πιο αλληλέγγυα και πιο ενωμένη. Κάτι τέτοιο όμως έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Η πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται για ριζοσπαστικές αλλαγές για προφανείς λόγους, αφού, για τη στιγμή, η οικονομική κυριαρχία της χώρας τους τούς ευνοεί σημαντικά (π.χ. η Γερμανία συσσωρεύει πλεονάσματα εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών). Η Γερμανία, ως οικονομικά ισχυρότερη, θα συνεχίσει να επιβάλλει τη δημοσιονομική σταθερότητα/λιτότητα και το γερμανοκρατικό status quo. Πράγμα που θα οδηγήσει στη συνέχιση της συστηματικής μεταφοράς πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες. Μια μεταφορά που θα εντείνει, μεταξύ άλλων, το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου.
Οι εξελίξεις θα μπορούσε να ήταν διαφορετικές αν το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) αποχωρούσε από τον «μεγάλο συνασπισμό» που συνεχώς μειώνει τη δημοτικότητά του. Πρόσφατα η αρχηγία του κόμματος πέρασε στους Norbert Walter-Borjans και Saskia Esken. Ο αριστερός προσανατολισμός του διδύμου, υπό την πίεση της Νεολαίας του κόμματος, είχε οδηγήσει αρχικά στην πρόθεση εξόδου από τον συνασπισμό. Στη συνέχεια όμως παρατηρούμε μια στροφή της νέας ηγεσίας που θα διασώσει το status quo με αντάλλαγμα περισσότερα φιλεργατικά μέτρα. Αν όμως η δημοτικότητα του SPD εξακολουθήσει την καθοδική πορεία του, η έξοδος από τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι σχεδόν σίγουρη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων καθώς και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke). Κάτι τέτοιο θα άλλαζε το πολιτικό status quo. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση που θα μεταμόρφωνε προς το καλύτερο τη Γερμανία και την ΕΕ. Αλλά οι πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη είναι μικρές.
Η παγκοσμιοποίηση
Αντίθετα με αυτό που ελπίζουν οι λαϊκιστές, η αποπαγκοσμιοποίηση και η επιστροφή στην αυτονομία του κράτους-έθνους δεν είναι πια δυνατές. Το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών θα εξακολουθήσει με ταχείς ρυθμούς, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Θα μειώσει ακόμα περισσότερο την απόλυτη φτώχεια. Πιο γενικά, θα καλυτερεύσει το επίπεδο διαβίωσης σε πολλές χώρες του πλανήτη. Από την άλλη μεριά, η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη δομή της παγκόσμιας οικονομίας θα εντείνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες. Οι χαμένοι από αυτή την κατάσταση θα συνεχίσουν να στρέφονται προς τα λαϊκιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού. Η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων και η εντεινόμενη κατεύθυνση των πόρων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα εντείνουν τη φοροδιαφυγή και θα επιβραδύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Οσο για τις προβλέψεις για μια επερχόμενη βαθιά κρίση, μπορεί να μη συμβεί την επόμενη χρονιά. Σίγουρα όμως το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα δεν θα μπορεί να αποφύγει μελλοντικές καταστροφικές διαταράξεις. Γιατί όσο η παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχεται από ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζουν μερικοί διανοούμενοι της Αριστεράς (π.χ. Streeck, Wallerstein, Harvey), πως σύντομα θα δούμε την κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο καπιταλισμός δεν θα επιβιώσει για πάντα, αλλά σίγουρα θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα.
Τελειώνω με δύο λόγια για την κλιματική αλλαγή. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού θα οδηγήσουν σε μερικά θετικά αποτελέσματα. Αλλά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία των Παρισίων οι πιθανότητες μιας ριζικής επιβράδυνσης της οικολογικής καταστροφής δεν είναι μεγάλες. Μόνο μια συμφωνία μεταξύ Κίνας και Αμερικής, οι οικονομίες των οποίων ευθύνονται περισσότερο για τη σημερινή οικολογική κρίση, θα μπορούσε να φέρει καθοριστικές αλλαγές. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κυρίως αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος για μια ακόμα τετραετία, πράγμα καθόλου απίθανο.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.