Ο δεκαετής κύκλος της κρίσης της ελληνικής οικονομίας εδραζόταν τόσο στον τύπο της ανάπτυξης της εικοσαετίας που προηγήθηκε, όσο και στην ίδια τη μνημονιακή οικονομική πολιτική.
Η πρώτη θεώρησε ότι η ανάπτυξη των κατασκευών, των μεγάλων έργων και της ακόρεστης τουριστικής επέκτασης, σε συνδυασμό με τη μαζική ιδιωτικοποίηση των εταιρειών κοινής ωφελείας και την απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών θεσμών – τραπεζών και χρηματιστηρίου -, θα ευθυγράμμιζε την ελληνική οικονομία με τα κελεύσματα της εποχής, την απελευθέρωση της οικονομίας και την παγκοσμιοποίηση. Η ένταξη στο ευρώ αποτέλεσε το κομβικό σημείο επικύρωσης αυτής της στρατηγικής. Μόνο που η πολιτική αυτή οδήγησε την ελληνική οικονομία σε περισσότερη εσωστρέφεια – αντί για εξωστρέφεια. Την κατέστησε δέσμια της κατανάλωσης και της χρηματοδότησής της από ένα διπλό σύστημα δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού, εν πολλοίς διεθνούς. Η ελληνική οικονομία απεμπολούσε παραδοσιακά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε παραγωγικούς τομείς και μετατράπηκε, αργά αλλά σταθερά, σε μια «χρηματοπιστωτική φούσκα» αυτή καθαυτήν. Η κρίση του 2008 τη βρήκε ευάλωτη. Η κρίση εκδηλώθηκε στα περίφημα διπλά ελλείμματα – σε δημόσια οικονομικά και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, για τα οποία, επί μακρόν, είχε υπάρξει χαρακτηριστική αδιαφορία.
Η δεύτερη, η μνημονιακή πολιτική, επέλεξε τη βίαιη προσαρμογή απέναντι και στα δύο ελλείμματα. Η κεντρική ιδέα ήταν απλή. Προσαρμογή των πραγματικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μισθών και αξιών επιχειρήσεων σε μια de facto υποτίμηση της τάξης περίπου του 30%. Η πολιτική αυτή συνδυάστηκε με έναν νέο κύκλο δημόσιου δανεισμού που προστάτεψε τις ευρωπαϊκές τράπεζες, απορρόφησε την κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών και διαμόρφωσε στο τέλος της περιόδου την αναγκαία αναδιάρθρωση του ίδιου του δανεισμού αυτού. Η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε μετά την απώλεια του 28% του ΑΕΠ, με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Εμφάνισε θετικά πρόσημα ανάπτυξης, στηριγμένα πλέον σε μια δειλή εξωστρέφεια.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας την επαύριον της μνημονιακής περιόδου τη βρίσκουν εν μέσω σημαντικών διεθνών ανακατατάξεων που καθορίζονται πρωτίστως από τρία δεδομένα. Πρώτον την κλιματική αλλαγή, δεύτερον τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές και τρίτον την κρίση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης.
Η κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι τα επόμενα τριάντα χρόνια το σύνολο της οικονομίας – της παραγωγής και της κατανάλωσης – θα μετατραπεί σε οικονομία μηδενικών ρύπων. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι για την κατοικία, τις μεταφορές, την παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανία και τη γεωργία θα πρέπει να κινηθεί με γρήγορους ρυθμούς σε ριζικά διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της οικονομίας και των επενδύσεων. Διότι η κλιματική αλλαγή φέρει στο προσκήνιο δύο θέματα για τα οποία η Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεσμεύτηκε στην πορεία αυτή, μένει να προσδιορίσει τις πολιτικές της. Το πρώτο αφορά τον τρόπο μετάβασης. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενέργειας μπορεί να γίνει με μεγάλες επενδύσεις τύπου «Ηλιος» και μαζικές επενδύσεις σε ενιαία διευρωπαϊκά δίκτυα ή μπορεί να γίνει με αποκεντρωμένα τοπικά περιφερειακά συστήματα σχετικής αυτάρκειας, που θα εδράζονται πρωτίστως στην παραγωγή ενέργειας από τους ίδιους τους καταναλωτές – τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το δεύτερο είναι κοινωνικό. Η μετάβαση μπορεί να γίνει με έμφαση στην αγορά και στη διαθεσιμότητα εισοδήματος, συνεπώς με έμφαση στις πιο ευκατάστατες ομάδες, αποκλείοντας όμως τις φτωχότερες – δημιουργώντας δηλαδή νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Ή μπορεί να γίνει με τρόπους που να είναι καθολική και συμμετοχική. Κάθε στρατηγική επιλογή, ή μάλλον ο συνδυασμός τους, θα επιβάλλει διαφορετικό τρόπο οργάνωσης των αγορών, των επενδύσεων και των δημόσιων πολιτικών.
Οι τεχνολογικές αλλαγές είναι επίσης καθοριστικές, καθώς η λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση θα δημιουργήσει, κυρίως μέσω του αυτοματισμού και της τεχνητής νοημοσύνης, συγκλονιστικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας. Οπως κάθε μεγάλη τεχνολογική αλλαγή, αυτό δημιουργεί σοβαρές εντάσεις σε υπαρκτές δομές, αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα και σημαντικές ευκαιρίες. Μια ματιά στη διεθνή εμπειρία από τη διάχυση, για παράδειγμα, της τεχνολογίας του κινητού τηλεφώνου είναι αποκαλυπτική. Μπορεί να δημιούργησε μεν τις γνωστές εταιρείες-κολοσσούς, αλλά ταυτόχρονα η μελέτη των αναπτυσσόμενων οικονομιών δείχνει τον θετικό αντίκτυπο στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για τις ανισότητες, η διάχυση της τεχνολογίας αυτής στις φτωχότερες οικονομίες δημιούργησε έκρηξη στη γυναικεία μικροεπιχειρηματικότητα και βοήθησε τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα σε πολλές από τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς διευκόλυνε την προσβασιμότητά τους στις αγορές. Εναπόκειται στις δημόσιες πολιτικές να ενισχύσουν τις θετικές πλευρές των επερχόμενων αλλαγών και κυρίως την αξιοποίηση της ίδιας της συμμετοχής σε αυτή.
Η τρίτη πρόκληση προκύπτει από την ένταση των εμπορικών πολέμων, την επικράτηση τάσεων απομονωτισμού, το Brexit, την αναβίωση των περιφερειακών εμπορικών συμφωνιών και την άνοδο των εθνικιστικών ρευμάτων. Η ΕΕ μέχρι στιγμής επιδιώκει να ισορροπήσει έναντι αυτών των προκλήσεων και σε κάθε περίπτωση η ελληνική οικονομία επηρεάζεται καθοριστικά από τις επιλογές της. Οι προκλήσεις είναι υπαρκτές. Μεγάλο μέρος των ενεργειών της Ελλάδας σχεδιάστηκαν με γνώμονα την κλιμάκωση της παγκοσμιοποίησης, και αυτό αφορά τη μετατροπή της σε κόμβο – ενεργειακό, μεταφορών, εμπορίου και άλλων. Οι αναδιατάξεις σε εμπόριο, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, επιβάλλουν πιθανότατα νέες παρεμβάσεις ή προσαρμογές. Το ίδιο ισχύει για μέρος της ίδιας της βιομηχανίας και της γεωργίας, που επηρεάζονται καθοριστικά από τους εμπορικούς πολέμους και που αποτελούν και την αιχμή για την εν δυνάμει ισχυροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, η ελληνική αναπτυξιακή στρατηγική καλείται να γυρίσει σελίδα. Η ιδέα της παθητικής προσαρμογής και της εμπιστοσύνης στους αυτοματισμούς της αγοράς που κυριάρχησε την εικοσαετία πριν από την κρίση θα ήταν σήμερα μια καταστροφική επιλογή. Οι προκλήσεις επιβάλλουν σαφήνεια, στόχους και μέσα που θα προδιαγράφουν τη δέσμευση ανθρώπινου δυναμικού, πόρων και δημόσιας πολιτικής προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα καλείται η στρατηγική αυτή να ενσωματώσει τις ίδιες τις αξίες μιας δίκαιης και συμμετοχικής ανάπτυξης.
Ο κ. Γιώγος Σταθάκης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, πρώην υπουργός.