Τα επόμενα τρία χρόνια η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Η εξέλιξη αυτή εφόσον επιβεβαιωθεί θα σημάνει αύξηση της απασχόλησης, αύξηση του κατώτατου μισθού που είναι συνδεδεμένος με το ΑΕΠ και κατ’ επέκταση ενίσχυση της κατανάλωσης. Αμεσα ωφελημένες θα είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που θα δουν τους τζίρους τους να βελτιώνονται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στη δεκαετία της κρίσης εμφάνιζε πωλήσεις άμεσα επηρεασμένες από το πρόσημο του ΑΕΠ, δείγμα ότι εκτός ελάχιστων εξωστρεφών εταιρειών και κλάδων με ανελαστική ζήτηση η εσωτερική κατανάλωση διαμόρφωνε τις επιδόσεις τους.
Φρέσκο χρήμα στην οικονομία
Βεβαίως, η Ελλάδα χρειάζεται όχι απλώς ρυθμούς ανάπτυξης καλύτερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης αλλά ρυθμούς άνω του του 3% για να αποκατασταθεί ως έναν βαθμό η απώλεια πλούτου που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ενίσχυση των άμεσων ξένων επενδύσεων που θα ρίξουν φρέσκο χρήμα στην οικονομία και όχι ανακυκλούμενο αλλά και από την «ίαση» του «άρρωστου» τραπεζικού συστήματος.
Η δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων θα επιτρέψει στις τράπεζες να ανοίξουν πάλι τις κάνουλες χρηματοδότησης σε εταιρείες με καλό προϊόν και προοπτικές που λόγω της αδυναμίας ακριβώς των τραπεζών να τις χρηματοδοτήσουν είχαν αναστείλει επενδυτικά σχέδια και λειτουργούσαν στο «ρελαντί» περιμένοντας και αυτές το πολυπόθητο «γύρισμα» της οικονομίας.
Κίνητρο οι μειώσεις φόρων
Η νέα κυβέρνηση πάντως, πιστή στις προεκλογικές της εξαγγελίες, δεν μειώνει μόνο τα φορολογικά βάρη στους πολίτες αλλά κάνει και γενναίες μειώσεις στη φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων, προσβλέποντας σε ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από την επανεπένδυσή τους στην απασχόληση και στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Για τη χρήση του 2019 η φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων θα μειωθεί στο 24% εξοικονομώντας περίπου 500 εκατ. ευρώ για τα ταμεία τους και στερώντας ταυτόχρονα τα έσοδα αυτά από τα κρατικά ταμεία. Για τη χρήση του 2020 ο φορολογικός συντελεστής των κερδών θα μειωθεί περαιτέρω στο 20% και θα επηρεάσει τον προϋπολογισμό του 2021.
Σε συνδυασμό με τη μείωση του φόρου επί των διανεμόμενων μερισμάτων – από 10% σε 5% – αθροιστικά η φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων από 35,2% το 2019 (κέρδη χρήσης 2018) θα υποχωρήσει στο 27,8% το 2020 (κέρδη χρήσης 2019) και στο 24% το 2021 (κέρδη χρήσης 2020). Δηλαδή θα κυμαίνεται κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι ένα «δώρο» της κυβέρνησης προς τους επιχειρηματίες, Ελληνες και ξένους, που θα επιδιώξουν να επενδύσουν στη χώρα μας, ώστε να συμβάλουν και αυτοί στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας.
Aλλαγές με αναδρομική ισχύ
Από την άλλη πλευρά, τα φορολογικά κίνητρα δεν είναι πανάκεια για να τοποθετήσει κάποιος τα χρήματά του στην Ελλάδα. Πιο πολύ προβληματίζουν οι συχνές αλλαγές του φορολογικού καθεστώτος και μάλιστα τις περισσότερες φορές με αναδρομική ισχύ, όπως και η καθυστέρηση της έκδοσης αποφάσεων για τα δικαστήρια. Αυτοί είναι σύμφωνα με τους ειδικούς οι βασικοί αποτρεπτικοί παράγοντες για να επενδύσει κάποιος στη χώρα μας και όχι το ύψος των φόρων. Επίσης, αυτό που επισημαίνουν τα τελευταία χρόνια οι επιχειρηματίες είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Κάτι που δεν έχει σχέση με το μεγάλο ποσοστό της ανεργίας. Καταγράφεται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης.
Τα «βαρίδια» αυτά όμως δεν είναι ικανά να αντιστρέψουν προς το παρόν το θετικό μομέντουμ για την Ελλάδα. Η δημοσιονομική προσαρμογή, το σταθερό πολίτευμα, το ισχυρό νόμισμα, η διάθεση της κυβέρνησης να στρώσει χαλί στην επιχειρηματικότητα, οι ελκυστικές ακόμη αποτιμήσεις για ελληνικά assets αλλά και οι (δυστυχώς) χαμηλές απολαβές ακόμη και για προσοντούχα άτομα σε επιστημονικό προσωπικό ως απόρροια της κρίσης είναι τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας που προσελκύει ήδη επενδυτικά κεφάλαια.
Εξαγωγές και ανταγωνιστικότητα
Επιπλέον, η απόφαση της Κομισιόν να επαναφέρει την Ελλάδα στον κατάλογο των χωρών με τους εμπορεύσιμους κινδύνους για τις εξαγωγικές πιστώσεις από την 1η Ιανουαρίου 2020 θέτει τις βάσεις για έναν καινούργιο κύκλο ανόδου αφού απελευθερώνει ρευστότητα και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Στις επικείμενες επενδύσεις ο ρόλος ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών θα είναι διακριτός. Οι έλληνες επιχειρηματίες θα επωμιστούν τον αναπτυξιακό ρόλο. Από αυτούς δηλαδή θα προέλθουν οι άμεσες παραγωγικές επενδύσεις. Παράδειγμα, η Mytilineos με τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και αλουμίνας στη Βοιωτία, η Τέρνα Ενεργειακή με τις ΑΠΕ, οι κατασκευαστικές εταιρείες με τις εναπομείνασες οδοποιίες και τα έργα του μετρό. Επίσης, δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση κεφαλαίων από τις οικογένειες Γερμανού, Βασιλάκη και Κάτσου στη Lamda Development εν όψει του project του Ελληνικού, όπως και η απόκτηση ποσοστού στα Αttica Πολυκαταστήματα από Λασκαρίδη, Ιδρυμα Ωνάση κ.ά. εν όψει της ανάδειξης της Αθήνας ως τουριστικού προορισμού σε όλη τη διάρκεια του έτους. Πρωταγωνιστικός παραμένει ο ρόλος των Ελλήνων και στους παραδοσιακούς κλάδους της ναυτιλίας και του τουρισμού.
Οι επενδύσεις των ξένων
Αντιθέτως, οι ξένοι επενδύουν προς το παρόν στα «κόκκινα» δάνεια και σε υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία που βγάζει προς πώληση το ΤΑΙΠΕΔ, στα οποία οι Ελληνες δεν μπορούν να τους ανταγωνιστούν λόγω κόστους, όπως το 30% του Αεροδρομίου, τα λιμάνια, η ΔΕΠΑ Υποδομών κ.ά.
Το CVC, που επένδυσε πάνω 500 εκατ. ευρώ στον κλάδο της υγείας, αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Η Ελλάδα εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική της μητρικής για παγκόσμια εξάπλωση σε ιατρικές μονάδες, όπως συνέβη με τη Pharmaten στα φάρμακα, ή τώρα με τη Wind στον τηλεπικοινωνιακό κλάδο.
Σε αυτό που υστερεί η Ελλάδα είναι στο μέγεθος των εταιρειών. Οπως χαρακτηριστικά λένε οι οικονομολόγοι, «μακάρι να είχαμε τρεις εταιρείες όπως η Coca-Cola, ή επτά εταιρείες σαν τον Τιτάνα». Τότε πραγματικά ο ιδιωτικός τομέας θα πρωταγωνιστούσε στην αναπτυξιακή προοπτική. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με τα στοιχεία της Icap οι εταιρείες που μέσα στην κρίση αυξάνουν τα μεγέθη τους είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Οι 500 μεγαλύτερες εταιρείες εμφάνισαν το 2018 αύξηση κερδών προ φόρων κατά 48% σε σχέση με το 2017.