Η πιο επίκαιρη εποχή για να αναφερθεί κάποιος στην προοπτική της Ανάπτυξης είναι σίγουρα η περίοδος των γιορτών και ιδίως της Πρωτοχρονιάς, μιας και οι ελπίδες γιγαντώνονται και οι προσδοκίες φαντάζουν πραγματικότητες.
Η Ανάπτυξη της χώρας μας πάντα στηριζόταν στην εκμετάλλευση της γης και στην επιδίωξη απόκτησης υπεραξίας από αυτή.
Προφανώς όχι από την καλλιέργεια της γης, αλλά από τη μετατροπή της σε Οικόπεδο, άρτιο, οικοδομήσιμο, έτοιμο για χτίσιμο.
Αυτό έχει σαν επακόλουθα:
– Ολη η επικράτεια να νοείται και να αντιμετωπίζεται σαν οικόπεδα.
– Η κατασκευή σ’ αυτά (μέσω εργολαβιών) να αποτελεί μοχλό ανάπτυξης.
– Η ανάπτυξη να εξαρτάται από το Κράτος και τις εκάστοτε εξουσίες που προικίζουν τα οικόπεδα με χρήσεις, όρους δόμησης, παρεκκλίσεις, διαδικασίες εγκρίσεων.
– Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού να είναι ιδιοκτήτες όχι μόνο της κατοικίας τους, αλλά και της παραθεριστικής και άλλων οικοπέδων.
– Η εκμετάλλευση της γης και των κτιρίων να έχει ανάγκη διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης που επειδή ήδη έχουν κορεσθεί οι ανάγκες των κατοίκων, στρέφεται σε άλλες πηγές και αυτό εξηγεί τη διαρκή προσφορά στην προσέλκυση ξένων χρηστών και τον τουρισμό (το δεύτερο μεγάλο ή και μεγαλύτερο πυλώνα ανάπτυξης).
Αντικειμενικά βέβαια, η γεωμορφολογία της χώρας μας, το φυσικό κάλλος, το κλίμα, η θάλασσα και οι δαντελωτές περίπλοκες ακτές, τα ιστορικά, παραδοσιακά συμπλέγματα των οικισμών, οι αρχαιολογικοί χώροι, η ποικιλία των εικόνων του φυσικού περιβάλλοντος, δικαιώνουν και επεξηγούν αυτήν την επιλογή. Πράγματι η χώρα μας είναι ένα προικισμένο «οικόπεδο».
Παράλληλα, αυτή η προικισμένη γη καταστρέφεται:
– από την υπερεκμετάλλευση (το μεγάλο πλήθος κατασκευών που αλλοιώνουν και υποβαθμίζουν το περιβάλλον),
– από την πυκνοδόμηση και έλλειψη κοινοχρήστων χώρων και πρασίνου που στερούν από τις πόλεις και τους οικισμούς τον χαρακτήρα και την αισθητική τους,
– από την απώλεια της ισορροπημένης σχέσης δομημένου – αδόμητου, γεμάτου – κενού,
– από την έλλειψη ή υποτίμηση της αισθητικής σε κτίρια και δημόσιους χώρους που οδηγεί στην απώλεια του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα,
– από την εγκατάλειψη ήδη δομημένων οργανωμένων συμπλεγμάτων και πυκνώσεων (όπως τα ιστορικά κέντρα) και την όλο και διογκούμενη επέκταση σε νέες αδόμητες εκτάσεις για αποκομιδή κέρδους.
Από το 1923, με σταθμούς τις δεκαετίες ’60, ’80, ’90, ’00, έχουν θεσπιστεί πολλές και πολλές φορές αντικρουόμενες ρυθμίσεις για την οργάνωση των ήδη δομημένων περιοχών (πόλεις και οικισμοί), του περιβάλλοντος χώρου (εκτός σχεδίου περιοχές), του φυσικού περιβάλλοντος (ακτές, περιοχές natura, κ.λπ.).
Ολες οι ρυθμίσεις προσανατολίζονται στην παροχή δυνατότητων οικοδόμησης και μέσω αυτής εκμετάλλευσης της γης.
Η σύγχρονη ανάπτυξη όμως δεν εξαντλείται και δεν περιορίζεται στη δυνατότητα νέων διευκολύνσεων για παραπάνω δόμηση.
Μήπως ήρθε η ώρα για να αντιμετωπισθεί η ανάπτυξη μέσω της εκμετάλλευσης της γης, με άλλους όρους; Με όρους που θα εξασφαλίζουν, το φυσικό περιβάλλον, τις περιοχές φυσικού κάλλους, τις ακτές, τους παραδοσιακούς οικισμούς, τις αρχαιότητες.
Με προτεραιότητα στην ανασυγκρότηση, ανάπλαση και εκμετάλλευση του ήδη υφισταμένου οικιστικού πλούτου.
Με έλεγχο των χρήσεων γης και αύξηση των ελευθέρων χώρων και του πρασίνου εντός του δομημένου ιστού, με αξιοποίηση και προστασία του δημόσιου χώρου και τελικά την απαγόρευση της δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές.
Με προτεραιότητα την αισθητική και την αρχιτεκτονική δημιουργία.
Μήπως να πεισθούμε ότι τα παραπάνω δεν είναι ουτοπίες, αλλά ανάγκη επιβίωσης;
Ο κ. Σπύρος Τσαγκαράτος είναι αρχιτέκτων, δρ πολεοδόμος.