Κάθε αλλαγή έτους υποβάλλει το αίτημα να σταθμίσουμε παρελθόν και μέλλον κριτικά, χωρίς παρωπίδες αυτοδικαίωσης και φίλτρα μονότροπης επιθυμίας. Mε την απαιτούμενη επίγνωση ότι το παντελώς απροσδόκητο καραδοκεί, χωρίς δυνατότητα προκαταβολικής χαλιναγώγησης. Γιατί κάπως έτσι κινείται η Ιστορία…
Ωστόσο μπορούμε να εντοπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις που κληροδοτεί η περασμένη δεκαετία και τις οποίες οφείλει να αντιμετωπίσει η νέα. Διακρίνοντάς τες σε τρεις κατηγορίες.
Η πρώτη αφορά τα οικουμενικά επίδικα των καιρών. Η ακραιφνής παγκοσμιοποίηση, εκείνη που καταργούσε χαρούμενα φραγμούς και σύνορα, έχει δώσει τη θέση της σε εθνικισμούς νέας κοπής. Δηλαδή εθνικισμούς που παραδόξως δεν αντιπαρατίθενται, αλλά μοιράζονται ρατσισμό, μισαλλοδοξία και συστηματική καταστολή απέναντι στα κατ’ εξοχήν θύματα της «κλασικής» παγκοσμιοποίησης: πρόσφυγες, μετανάστες, σκουρόχρωμους, αποκλεισμένους. Μια τέτοια σχέση εθνικισμών δεν συνιστά παράδοξο αν αναλογιστούμε ότι οι τελευταίοι εδράζονται σε κοινό βάθρο: την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού παντού, δηλαδή την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, τη διαρκή λιτότητα, την υποβάθμιση της εργασίας και την έκρηξη των ανισοτήτων.
Με συνάδουσα την προϊούσα γεωπολιτική αποσταθεροποίηση, όπως ξεκίνησε το 1989 και όπως εξελίσσεται γοργά, με πολέμους θερμούς, εμπορικούς ή ιδεολογικούς και μέτωπα ρευστά. Εδώ εντάσσεται και ο αμείλικτος ανταγωνισμός για τον έλεγχο των νέων τεχνολογιών και των ενδεχομένως σαρωτικών επιπτώσεών τους στο κοινωνικό, στο πολιτικό και στο στρατιωτικό επίπεδο – ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη, 5G και κβαντικοί υπολογιστές, γενετική και βιοτεχνολογία. Ενώ ταυτόχρονα συντρέχει η απειλή μιας νέας οικονομικής κρίσης που ίσως διαδεχθεί και βαθύνει εκείνη που κληροδοτεί η προηγούμενη δεκαετία. Παράλληλη οικουμενική πρόκληση συνιστά βεβαίως και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οπου εδώ δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα γιατί ήδη τη ζούμε και στην ωραία πατρίδα μας. Η νέα δεκαετία σίγουρα δεν ανατέλλει υπό τους ευνοϊκότερους των οιωνών.
Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε, συνοψίζοντας, ότι η διαρκώς εκτεινόμενη χρήση της λέξης «κανονικότητα» μάλλον θέλει να ξορκίσει το ότι οι συγκρούσεις του παρόντος διεξάγονται σήμερα χωρίς σταθεροποιητικά σημεία αναφοράς – κρατικά, πολιτικά, ιδεολογικά – υπό όρους που επιδεινώνουν ραγδαία την απανταχού αταξία. Διεξάγονται, δηλαδή, υπό ό,τι οι φυσικοί ονομάζουν «νόμο αύξησης της εντροπίας» – κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής και, αν προσθέσουμε τα της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και φυσικής.
Οι προκλήσεις της δεύτερης κατηγορίας εξειδικεύουν τα παραπάνω στα της Ευρώπης. Κεντρική εδώ πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι ενόσω η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελεί ισχυρό παράγοντα στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις των καιρών, άρα συναυτουργό της προϊούσας αταξίας, αυτή είναι ταυτόχρονα υποψήφιο θύμα των ίδιων των αντιπαραθέσεων αυτών. Τόσο γιατί οι εθνικισμοί νέας κοπής την κατατρύχουν εσωτερικά, συνιστώντας ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις, όσο και γιατί η «Αμερική πρώτα» επιδιώκει να τη διαλύσει. Προκειμένου να της στερήσει κάθε δυνατότητα να αναδειχθεί σε ανταγωνιστή ομόλογης ισχύος.
Οπου εδώ η μικρή Ελλάδα έχει λόγο. Με άξονα μια γνησίως ενεργό και γνησίως πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και αφού αναλύσει κατά τη δέουσα λεπτομέρεια τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στο να συγκροτηθούν ισχυρές συμμαχίες, ίσως όχι αμιγώς ενδοευρωπαϊκές, που θα σταθεροποιούν το γεωπολιτικό περιβάλλον τους, αποτρέποντας τις διαλυτικές τάσεις που αναφέραμε. Μόνο που σταθεροποίηση δεν μπορεί να συντελεστεί ερήμην των λαών. Απαιτείται, κατά συνέπεια, δημοκρατική εμβάθυνση της Ευρώπης, έμπρακτη αναβίωση της παλιάς ιδέας για σύγκλιση μισθών και συντάξεων υπό ένα δίκαιο φορολογικό καθεστώς, «αμοιβαιοποίηση» του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους, ανάληψη των ιστορικών ευθυνών της Ευρώπης για όσα συντελούνται στον τέως και νυν «τρίτο κόσμο». Γιατί μόνο η ειρήνη, μαζί με την ανάδειξη και υπεράσπιση της αλληλεγγύης των λαών, των δημοκρατικών και πολιτισμικών παραδόσεών τους, είναι σε θέση να αποτρέψει τη διάλυση και να μειώσει την εντροπία σταθεροποιώντας τον δημοκρατικό πόλο. Δηλαδή να εμφυσήσει την αναγκαία νέα ελπίδα.
Η τελευταία κατηγορία προκλήσεων αφορά την ίδια τη χώρα. Την οποία η προηγούμενη δεκαετία έπληξε βαθύτατα γιατί, εκτός πολλών άλλων, η παραγωγική της βάση, στηριγμένη κατ’ εξοχήν στην οικοδομή, στον τουρισμό και στον ασύστολο δανεισμό, αδυνατούσε να τη θωρακίσει απέναντι σε μια κρίση με την εμβέλεια που διαπιστώσαμε. Κύριο αιτούμενο γίνεται έτσι η παραγωγική της ανασυγκρότηση. Ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, μαζί με τις κατάλληλες κατά περίπτωση μορφές κοινωνικής οικονομίας, και ανά περιφέρεια σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες καθεμιάς. Με επενδύσεις και οικονομικές λειτουργίες που θα σέβονται την εργασία, το ιστορικό και πολιτισμικό βάθος της χώρας, το φυσικό κάλλος της, το περιβάλλον, τις τοπικές συνθήκες και τις ευαισθησίες των ανθρώπων.
Αυτά οφείλουν να συσχετιστούν με τους αναγκαίους μετασχηματισμούς του κράτους. Οπου εδώ η βάση εκκίνησης είναι ιδιαζόντως σαθρή. Κυρίως γιατί οι όροι που συναρτούν το νεοελληνικό κράτος με την αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος που κυβερνά τη χώρα επί πολλές δεκαετίες, αν όχι κοντά δύο αιώνες, θέτουν ισχυρότατα φρένα. Η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, η κομματοκρατία παντού, η συστηματική φοροδιαφυγή, η μεγάλη και η μεσαία διαπλοκή, με τα συμπαρομαρτούντα πελατειακά δίκτυα, συνθέτουν μια παράλληλη μαύρη οικονομία τεραστίων διαστάσεων. Ενόσω καλλιεργείται παντοιοτρόπως και οιονεί συνειδητά η στάση του «όλοι ίδιοι είναι» και του «γιατί να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα». Που προάγουν γενικευμένη ασφυξία και αποστροφή προς την πολιτική γενικώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε, όσο μπόρεσε, να αποτρέψει την αναπαραγωγή αυτής της συνθήκης. Ενώ οι πρώτοι μήνες της κυβέρνησης ΝΔ πιστοποιούν ότι η χώρα επιστρέφει πλησίστια στα ειωθότα. Με επιβαρυντικό μάλιστα παράγοντα την προσπάθεια Σαμαρά να αναδειχθεί στον ηγέτη της ελληνόφωνης εκδοχής του εθνικισμού νέας κοπής. Με όσα νέα δεινά αυτό συνεπάγεται. Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ διευρύνεται προσπαθώντας να βρίσκεται ενεργά παντού όπου συγκροτείται η εμπειρία των ανθρώπων και διαμορφώνονται οι συνειδήσεις – στη δουλειά, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην ψυχαγωγία. Προκειμένου να συμβάλει στην αποτροπή των νέων δεινών και να αντιστρέψει τη ροπή προς την επιστροφή των παλαιών. Οπότε ευτυχής η νέα δεκαετία. Με την πολλή δουλειά που η ενσάρκωση της ευχής σήμερα απαιτεί.
Ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς είναι πρώην υπουργός.