Η κατάργηση των εμποδίων στην κίνηση κεφαλαίων, δραστηριοτήτων, ανθρώπων και επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει ένα άτυπο Champions League μεταξύ των πόλεων σε παγκόσμιο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα κριτήρια για την κατάταξη των πόλεων-εθνικών πρωταθλητών σε αυτό το άτυπο πρωτάθλημα δεν είναι πλέον μόνο οικονομικά, είναι κυρίως αυτά της ποιότητας και βιωσιμότητας που καθορίζουν την ελκυστικότητα μιας πόλης.
Οι επιδόσεις στην υγεία, στις υποδομές, στους θεσμούς, στον ελεύθερο χρόνο, στην εκπαίδευση και στην καινοτομία είναι αυτές που καθιστούν μια πόλη ελκυστική στις επενδύσεις.
Οι διεθνείς αναλυτές δημοσιεύουν λίστες κατάταξης των πόλεων παγκοσμίως με πολυπαραμετρικά δεδομένα, που ξεκινούν από την οικονομική κλίμακα και περιλαμβάνουν την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό και το ταλέντο στην προσέλκυση νέων ανθρώπων (inverse brain drain).
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι η κλιματική αλλαγή αλλάζει ριζικά την επενδυτική οπτική.
Οι πρωταγωνίστριες πόλεις στην προσέγγιση κεφαλαίων (winning cities for investors) υπερτερούν σε κριτήρια βιωσιμότητας από αυτά του όγκου (livability + versus size), σε αντίθεση με τις πρακτικές που ακολουθούνταν προ εικοσαετίας.
Και η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πού βρίσκονται μέσα σε όλες αυτές τις εξελίξεις;
Το διαρκές μότο των τελευταίων μνημονιακών αλλά και της πρόσφατης μεταμνημονιακής περιόδου είναι η αναφορά στην ανάγκη για επενδύσεις που θα οδηγήσουν την ανάπτυξη και στην οριστική επαναφορά της χώρας στην ευρωπαϊκή και διεθνή κανονικότητα.
Η νέα κυβέρνηση όρισε προς τούτο και υπουργό Επενδύσεων προκειμένου να διευκολύνει την είσοδο επενδυτών.
Η ειδική αρθρογραφία αλλά ακόμη και η γενική ειδησεογραφία παραθέτουν αριθμούς πολλών δισ. ευρώ ως προς τις επενδυτικές ανάγκες της χώρας και είμαι βέβαιος ότι και στην παρούσα έκδοση θα υπάρχουν και σχετικές ειδικές αναλύσεις.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη αναφέρονται μαζί με τον τουρισμό, την ενέργεια, τη ναυτιλία αλλά και τον έξυπνο πρωτογενή τομέα ως δυναμικοί υποδοχείς άμεσων ξένων αλλά και εγχώριων επενδύσεων.
Η Αθήνα ως επιχειρηματικό και ναυτιλιακό hub της Ευρώπης και η Θεσσαλονίκη ως η περιφερειακή πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Βαλκανικής.
Προς το παρόν, καμία από τις δύο πόλεις αυτές ούτε παίζουν, ούτε πρωταγωνιστούν στα αντίστοιχα πρωταθλήματα των πόλεων υποδοχέων επενδυτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σε αντίθεση με ανταγωνιστές στα «μέτρα» μας, όπως η Λισαβόνα, η Μαδρίτη, «παιδιά» και αυτές της περιόδου των PIGS.
Αν εξαιρέσει κανένας τον τουρισμό και το λιμάνι του Πειραιά, καμιά άλλη οικονομική δραστηριότητα δεν έχει δείξει πρόοδο στην Αθήνα. Η δε Θεσσαλονίκη χάνει διαρκώς έδαφος απέναντι στο Βελιγράδι, στη Σόφια και στις άλλες πόλεις των Βαλκανίων που μεταρρυθμίζονται ραγδαία.
Η νέα δεκαετία που σηματοδοτείται από τα 200 χρόνια του Νέου Ελληνισμού μπορεί να βάλει την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη στον χάρτη των επενδυτικών υποδοχέων αλλάζοντας την εικόνα της χώρας και του δομημένου περιβάλλοντος. Απαιτείται όμως υπεύθυνη χωροταξική στρατηγική για την Ελλάδα της δεκαετίας. Πού και πώς πάει η χώρα, πώς οργανώνονται οι πόλεις της.
Αλήθεια, ποια είναι τα κριτήρια της επιτυχημένης πόλης;
Οι υποδομές, οι μεταφορές, οι ελεύθεροι χώροι, η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου, η ανταγωνιστική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι αξιόπιστες υπηρεσίες υγείας, η φιλικότητα στο περιβάλλον.
Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την προσφορά ποιοτικών χώρων εργασίας και κατοικίας, μπορούν να κάνουν την πόλη ευχάριστη στους κατοίκους της, ελκυστική για αυτούς που θα επιλέξουν να εργαστούν και να ζήσουν στη χώρα και τους επισκέπτες.
Οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις εγκαθίστανται πρωτευόντως σε πόλεις/χώρες που ικανοποιούν τις απαιτήσεις των εργαζομένων τους και των οικογενειών τους.
Τα φορολογικά κίνητρα, το σταθερό πολεοδομικό περιβάλλον, η επάρκεια των θεσμών δεν είναι από μόνα τους ικανά να φέρουν επενδύσεις όταν παράλληλα δεν συνοδεύονται από την προσφορά ποιότητας ζωής και διαρκούς αναβάθμισης του περιβάλλοντος.
Επένδυση σε πόλεις με πολεοδομική, κυκλοφοριακή αναρχία και διαρκή περιβαλλοντική υποβάθμιση δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Συνεπώς για την επιτυχία των επενδυτικών ελεφάντων του Ελληνικού και του Πειραιά, η πόλη πρέπει να αναβαθμίσει την εικόνα της:
· Βελτίωση των συγκοινωνιών.
· Εφαρμογή των κυκλοφοριακών κανόνων.
· Διαχείριση των απορριμμάτων.
· Αναβάθμιση των υποβαθμισμένων συνοικιών του Κέντρου για να επιστρέψει η «μεσαία τάξη».
· Σχολικές υποδομές για Ελληνες αλλά και ξένους.
· Χώροι αναψυχής και ελεύθερου χρόνου. Υποδομές πολιτισμού και lifestyle (το Μουσείο Ακρόπολης και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος πρόσθεσαν διανυκτέρευση/επισκεψιμότητα στην Αθήνα).
· Πολεοδομικοί κανόνες και τάξη στις χρήσεις γης.
· Τουριστική προσωπικότητα. Οι πόλεις πρέπει να είναι υποδοχείς βιώσιμου τουρισμού που δεν θα αλλοιώνουν τον οικιστικό τους ιστό και δεν θα υποβαθμίζουν το περιβαλλοντικό ισοζύγιο. (Μια πόλη απέραντο Airbnb παραμορφώνει την έννοια της κατοικίας και του πολεοδομικού ιστού.)
Τα ίδια ισχύουν και για τη Θεσσαλονίκη, που μπορεί να γίνει ο ανταγωνιστικός οικονομικός και τουριστικός προορισμός της Βαλκανικής.
Η χώρα παρουσιάζει σοβαρά πλεονεκτήματα. Το πολιτιστικό χαρτοφυλάκιο, η θάλασσα, το ήπιο κλίμα, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχει καεί από την περίοδο όπου η ποσότητα υπερτερούσε της ποιότητας, μπορεί, με τις κατάλληλες πολιτικές και τον παράλληλο ρυθμιστικό, σχεδιαστικό αλλά και επενδυτικό ρόλο του Δημοσίου (κυρίως στις υποδομές), να βάλει τα δύο μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα με αξιώσεις στα πρωταθλήματα της Ευρώπης.
Το πετύχαμε στο μπάσκετ, γιατί όχι και στη ζωή;
*Ο κ. Τάσος Χωμενίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός, διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ ΑΕ.