του Γιάννη Στουρνάρα
Την περίοδο 2000-2007 η Ελλάδα γνώρισε ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ (αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ), σχετικά σταθερό πληθωρισμό και σταδιακά μειούμενο ποσοστό ανεργίας.
Η οικονομική μεγέθυνση στηρίχθηκε από την ταχεία πιστωτική επέκταση και το χαμηλό κόστος δανεισμού μετά την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) το 2001.
Οι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν
Τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ως προϋποθέσεις για την ένταξη μιας χώρας στην ΟΝΕ, βασίζονταν αποκλειστικά στην ονομαστική σύγκλιση και, ως εκ τούτου, δεν παρείχαν κίνητρα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, που ήταν απαραίτητες για την ενίσχυση της πραγματικής σύγκλισης, την αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης και την εξασφάλιση μακροχρονίως της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
Αντίθετα, τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα, συνάντησαν ισχυρές αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα, από την πλευρά τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Αν και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής άνθησης, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το θεσμικό χάσμα έναντι της ζώνης του ευρώ δεν περιορίστηκε. Ετσι, η Ελλάδα συνέχισε να υστερεί σημαντικά έναντι των εταίρων της στη ζώνη του ευρώ σε διάφορους δείκτες διακυβέρνησης και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Η κρίση, τα προγράμματα και το βαρύ τίμημα
Η απότομη επιδείνωση του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος το 2008 και το 2009 και η συνακόλουθη υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και εκτόξευση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου είχαν ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν το Ελληνικό Δημόσιο και οι ελληνικές τράπεζες από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος. Η σημαντική εκροή καταθέσεων και οι ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας άσκησαν έντονες πιέσεις στον τραπεζικό τομέα. Το 2010 τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής από την ΕΕ και το ΔΝΤ με σκοπό τη διόρθωση των ανισορροπιών, το 2012 το δεύτερο και το 2015 το τρίτο, το οποίο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2018.
Η κρίση είχε σημαντικό κόστος σε όρους προϊόντος, εισοδημάτων και πλούτου. Από το 2008 έως το 2016 η Ελλάδα έχασε πάνω από το 1/4 του ΑΕΠ της σε σταθερές τιμές, ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά περίπου 16 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 67,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2018, από 93,3% το 2008. Παράλληλα, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων εκτινάχθηκε στο 50% περίπου, υπήρξε μεγάλο κύμα μετανάστευσης μορφωμένων Ελλήνων (brain drain) και σημαντική αποεπένδυση, με ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Ως αποτέλεσμα των αρνητικών ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε και διαμορφώθηκε σε μη βιώσιμα επίπεδα, παρά τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν δυσκολίες στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους τους. Αυτός ήταν ο κύριος – αλλά όχι ο μοναδικός – λόγος για τον οποίο τα ΜΕΔ αυξήθηκαν κατακόρυφα, με συνέπεια να επιδεινωθεί η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών, δυσχεραίνοντας τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Για να ξεπεραστεί η ελληνική κρίση χρειάστηκαν οκτώ χρόνια, τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους και τρεις γύροι ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Σε ουδεμία άλλη χώρα-μέλος της ευρωζώνης σε καθεστώς προγράμματος οικονομικής προσαρμογής δεν συνέβη αυτό.
Οι επτά αρνητικοί παράγοντες
Η διάρκεια και η ένταση της ελληνικής κρίσης μπορούν να αποδοθούν σε επτά παράγοντες:
Πρώτον, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν πρωτοφανής σε μέγεθος και ταχύτητα. Αυτό συνδεόταν κυρίως με το γεγονός ότι οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες (δημοσιονομική και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) ήταν πολύ σοβαρότερες στην Ελλάδα από ό,τι στα άλλα κράτη-μέλη που αντιμετώπισαν δυσχέρειες. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής δόθηκε, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερη έμφαση στις αυξήσεις της φορολογίας παρά στις περικοπές δαπανών, στις μεταρρυθμίσεις με αναπτυξιακό περιεχόμενο και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Δεύτερον, οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν υψηλότεροι από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, επιδεινώνοντας την ύφεση. Ως εκ τούτου, η οικονομία σύντομα παγιδεύτηκε σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και ύφεσης.
Τρίτον, η χρονική σειρά με την οποία υλοποιήθηκαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είχε ως αποτέλεσμα οι πραγματικές αποδοχές να μειωθούν περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί και να επιδεινωθεί η ύφεση. Με άλλα λόγια, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια επικεντρώθηκε περισσότερο στην αγορά εργασίας παρά στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, οι ονομαστικές αποδοχές μειώθηκαν ταχύτερα και εντονότερα από ό,τι οι τιμές. Τα νοικοκυριά υπέστησαν κατακόρυφη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, η οποία με τη σειρά της περιόρισε την ιδιωτική κατανάλωση και βάθυνε την ύφεση.
Τέταρτον, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), απόρροια κυρίως της ύφεσης, αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσεπίλυτο. Το πρόβλημα επέτειναν περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια. Εκ των υστέρων, αν είχε υπάρξει δυναμικότερη αντίδραση τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αν δηλαδή οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές είχαν εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και είχε θεσπιστεί μια συστημική λύση με τη μορφή μιας εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank) που θα αναλάμβανε την κεντρική διαχείριση των ΜΕΔ, όπως είχε γίνει σε άλλα κράτη-μέλη, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα θα ήταν πιο περιορισμένο.
Πέμπτον, η υλοποίηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων καθυστέρησε σε σχέση με το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα λόγω της απροθυμίας υιοθέτησης (ownership) των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, του έντονου λαϊκισμού, των πολιτικών αντιπαραθέσεων και του διχαστικού πολιτικού κλίματος, καθώς και λόγω της αντίστασης που προέβαλαν στις μεταρρυθμίσεις ποικίλα κεκτημένα συμφέροντα. Οι συνέπειες υπήρξαν σοβαρές: σημαντικές καθυστερήσεις, ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής το 2015, όταν όλα έδειχναν ότι μπορούσε η ελληνική οικονομία να βγει από την κρίση το 2015, επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, κυρίως για να ανακοπεί η εκροή τραπεζικών καταθέσεων, νέος γύρος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και μία ακόμα διετία οικονομικής στασιμότητας, ακυρώνοντας την πρόοδο που είχε επιτευχθεί το 2013 και το 2014.
Εκτον, στην καθυστέρηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και οι πολιτικές συνθήκες και αντιπαραθέσεις σε επίπεδο ζώνης του ευρώ. Η απόφαση που έλαβε το Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012 για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους εφαρμόστηκε με μεγάλη καθυστέρηση, τον Ιούνιο του 2018, παρά το ότι είχαν εκπληρωθεί όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις (προαπαιτούμενα) την άνοιξη του 2014. Αυτό υπονόμευσε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και παρέτεινε την κρίση. Εάν μάλιστα αυτή η μορφή ελάφρυνσης του χρέους είχε εφαρμοστεί στην αρχή του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, παράλληλα με την υλοποίηση φιλόδοξων αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ, θα είχε θετικότερη επίδραση στην οικονομία, περιορίζοντας σημαντικά τις απώλειες σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Εβδομον, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, η ζώνη του ευρώ δεν διέθετε εργαλεία για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της κρίσης. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) απέτυχε να περιορίσει τη συσσώρευση δημόσιου χρέους κατά την προ της κρίσης περίοδο. Δεν υπήρχε επαρκής παρακολούθηση και έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ιδιωτικού χρέους. Ο φαύλος κύκλος αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζικού τομέα και δημόσιων οικονομικών επέτεινε τη χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση. Τα εργαλεία διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων που διέθετε η ζώνη του ευρώ ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα λόγω υπερβολικής ανησυχίας για τυχόν φαινόμενα ηθικού κινδύνου και λόγω της έλλειψης κατάλληλου θεσμικού πλαισίου. Η αρχική αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ δεν προέβλεπε επιμερισμό των κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ, ιδίως μετά τα μέσα του 2012, έδωσαν στις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ τον χρόνο που χρειάζονταν για να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση της ΟΝΕ.
Μετά την κορύφωση της κρίσης το καλοκαίρι του 2015 και τη θέσπιση σε ισχύ του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι το τέλος του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 και κατόπιν ήταν συνεπής με τη δημοσιονομική ισορροπία και τη διαρθρωτική προσαρμογή.
Σε καλό δρόμο, αλλά παραμένουν προκλήσεις
Παρά τις αστοχίες, τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, ακόμα και τις σοβαρές οπισθοδρομήσεις των προγραμμάτων προσαρμογής, την απώλεια πάνω από 25% του ΑΕΠ και την αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, έχει επιτευχθεί πολύ σημαντική πρόοδος από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα κύρια αίτια της κρίσης, δηλαδή τα πολύ μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), έχουν εξαλειφθεί, η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας έχει αποκατασταθεί (λιγότερο όμως σε όρους τιμών και σχεδόν καθόλου σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας), το τραπεζικό σύστημα έχει σήμερα ικανοποιητικά κεφάλαια (αντιμετωπίζει όμως ακόμη έναν μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων), η φορολογική διοίκηση έχει βελτιωθεί, ενώ έχουν ψηφιστεί σημαντικές διατάξεις που βελτιώνουν σημαντικά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τις δημοσιονομικές του επιπτώσεις.
Με άλλα λόγια, τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξάλειψη των σημαντικότερων οικονομικών ανισορροπιών. Παράλληλα, η οικονομία ανακάμπτει σήμερα με ρυθμό άνω του 2% και έχει αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι, παρά τη σχεδόν στάσιμη ευρωπαϊκή οικονομία, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα κινηθεί με ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2% το 2019 και γύρω στο 2,5% το 2020. Η επίδραση της ανάκτησης του χαμένου εδάφους μετά τη μακρά και βαθιά ύφεση και κυρίως η ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος και των επενδύσεων προβλέπεται να αντισταθμίσουν την αρνητική επίδραση που προέρχεται από την επιβράδυνση των παγκόσμιων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Οι αγορές κεφαλαίων και ομολόγων αντιδρούν θετικά στις εξελίξεις αυτές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον μηδενισμό σχεδόν σήμερα της διαφοράς της απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών δεκαετών κρατικών ομολόγων.
Απομένουν όμως ακόμη σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, αλλά και άλλες, όπως ο πολύ υψηλός λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, το μεγάλο ποσοστό των ΜΕΔ, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το μεγάλο επενδυτικό κενό (περίπου 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση), ο χαμηλός βαθμός ψηφιοποίησης της οικονομίας, η χαμηλή κατάταξη στους παγκόσμιους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και του επιχειρείν, ενώ το κύμα μετανάστευσης μορφωμένων Ελλήνων (brain drain) και οι δημογραφικές εξελίξεις λειτουργούν ανασταλτικά στη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.
Αξιοπιστία, επενδυτικά έργα, ιδιωτικοποιήσεις
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις εναπομένουσες προκλήσεις και τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει χωρίς δισταγμούς στην υλοποίηση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεών της το ταχύτερο δυνατόν. Εξάλλου, η συνέχιση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων αποτελεί υποχρέωση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, καθώς και προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Η ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής μέσω της εφαρμογής των συμφωνημένων, στις Εκθέσεις των θεσμών, μεταρρυθμίσεων, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και η επανεκκίνηση μεγάλων επενδυτικών έργων θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η ταχύτερη μείωση των ΜΕΔ θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών και θα επιταχύνει τις επενδύσεις και την άνοδο του ΑΕΠ.
Οι παραπάνω κινήσεις θα συμβάλουν ώστε τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου να αποκτήσουν εκ νέου αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα ανοίξει τον δρόμο για τη συμμετοχή τους στο πρόσφατα επανενεργοποιημένο Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων της ΕΚΤ. Αυτό, με τη σειρά του, θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού σε όλους τους τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους. Υπό αυτό το ευνοϊκό σενάριο, είναι δυνατόν να επιτευχθούν υψηλότεροι από ό,τι προβλέπεται σήμερα ρυθμοί ανάπτυξης, της τάξεως του 3%, μέσω κυρίως της αύξησης των επενδύσεων. Η ύπαρξη αρνητικού παραγωγικού κενού στην οικονομία ενισχύει αυτή την προοπτική.
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να ενισχυθεί η πραγματική σύγκλιση δεν αρκούν μόνο οι εθνικές προσπάθειες, αλλά πρέπει να ληφθούν μέτρα σε επίπεδο ζώνης του ευρώ που θα οδηγήσουν σε μια «βαθύτερη» (δηλαδή πιο ομοσπονδιακή) ΟΝΕ. Η μόνη ρεαλιστική λύση για το μέλλον είναι η ταυτόχρονη προώθηση μέτρων επιμερισμού και μείωσης των κινδύνων, ο συντονισμός των πολιτικών και η συμμετρική προσαρμογή των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Εάν προχωρήσουν τέτοιες πολιτικές, οι οικονομίες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ και ιδιαίτερα οι πλέον ευάλωτες θα ωφεληθούν σημαντικά.
Η μεγάλη ευκαιρία για πραγματική σύγκλιση
Είμαι αισιόδοξος ότι η Ελλάδα, παρά τις σοβαρές αστοχίες και οπισθοδρομήσεις, αφού επιβίωσε από μια οξεία και μακρά οικονομική κρίση για άλλη μία φορά στην ιστορία της, και μάλιστα σε πείσμα των σχεδόν ομόφωνα τότε απαισιόδοξων προβλέψεων, έχει τώρα μια μεγάλη ευκαιρία να γεφυρώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους και τους ανταγωνιστές της όσον αφορά τους θεσμούς, τις επενδύσεις, ιδιαίτερα τις επενδύσεις στη γνώση, και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και να επιτύχει έτσι ταχεία πραγματική σύγκλιση. Αρκεί να διδαχθεί από τα λάθη που την οδήγησαν στη χειρότερη οικονομική κρίση της ιστορίας της, να ακολουθήσει μια ισορροπημένη και υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική σε συνεργασία με τους εταίρους της (οι οποίοι παρεμπιπτόντως διακρατούν το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της, που εξυπηρετείται μάλιστα με ιδιαιτέρως χαμηλά επιτόκια), να πραγματοποιήσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις που θα προσελκύσουν επενδύσεις και θα αυξήσουν τον δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, αντισταθμίζοντας, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας, τις δημογραφικές επιπτώσεις και εφαρμόζοντας ολοκληρωμένες λύσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει το μείζον πρόβλημα των ΜΕΔ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αισιοδοξία μου αυτή δεν εδράζεται μόνο σε τεχνοκρατικά επιχειρήματα, όπως είναι η εξάλειψη των «δίδυμων» ελλειμμάτων και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσα από τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, αλλά και σε επιχειρήματα που ερείδονται στην ιστορία και στην πολιτική οικονομία. Οπως αναφέρει ο ιστορικός Roderick Beaton, «η Ελλάδα, όπως και αν την εννοήσει ή την παρανοήσει κανείς, υπήρξε ανέκαθεν μέρος της σύγχρονης ταυτότητας της Ευρώπης» και «πέτυχε, εξ υπαρχής, όχι σε συνθήκες απομόνωσης αλλά σε συνεργασία με άλλους Ευρωπαίους σε κάθε βήμα της δύσκολης πορείας από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα». Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, που οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, ύστερα από μια επίπονη μακροχρόνια οικονομική κρίση, την ευνοούν. Δεν πρέπει να χαθεί λοιπόν αυτή η ευκαιρία.
* Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.