Είδε το φως της ζωής σε ένα νεοκλασικό σπίτι της Πάτρας – Αράτου 33 και Κορίνθου στις 13 Απριλίου του 1947. Η οικογένειά του προερχόταν από παλιό αστικό «τζάκι», που ήρθε στην Πάτρα από τους Δελφούς στις αρχές του 19ου αιώνα. Αφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο στο δωμάτιο 309 του νοσοκομείου Metropolitan, νικημένος από τον καρκίνο. Τα 72 χρόνια που μεσολάβησαν ο Θάνος Μικρούτσικος -οποίος κηδεύτηκε χθες σε κλίμα βαθιάς οδύνης- έγραψε με τις συνθέσεις του τη δική του σελίδα στο ελληνικό τραγούδι. Οπως σημείωνε σε αυτοβιογραφικό σημείωμα που μας εμπιστεύτηκε στην τελευταία συνάντησή μας, ξεκίνησε να κάνει μουσική πριν καν πάει στο δημοτικό σχολείο.
«Στην αρχή εγκαταστάθηκε εντός μου η κλασσική μουσική. Ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ. Παίζοντάς τους στο πιάνο 10-12 ετών ταξίδευα στους δρόμους της πόλης μου της Πάτρας, στις στοές της, στα νεοκλασικά της, αλλά έφευγα και πέραν αυτής. Σε πόλεις και εποχές παλιές που δεν ήξερα. Αυτοσχεδίαζα στο πιάνο με τις ώρες. Λίγο πιο μετά λίγο πριν, εκεί στο ’60 νέες αγάπες. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, το τραγούδι δηλαδή. Δεύτερο αγκωνάρι εντός μου. Χρωστάω και σε αυτούς ταξίδια αλλά και πόνους αφόρητους. Ο αυστηρός δάσκαλος του Ωδείου εξασκείτο με τον χάρακα στα δάχτυλά μου για να πάψω να τους παίζω στο πιάνο. Δεν σταμάτησα να τους παίζω. Αλλαξα δάσκαλο.
Τέλος στο Πανεπιστήμιο ανακάλυψα νέους μουσικούς κόσμους. Η μεταπολιτική Avant quarde μουσική, νέοι ήχοι, νέες θεωρίες, έγινε η καθημερινότητά μου. Καινούργια ταξίδια, νέα όνειρα, άγνωστοι τόποι. Από την αρχή όμως που συνέβαιναν όλα αυτά μπήκαν στη ζωή μου και οι ποιητές. Ηθικός αυτουργός ο πατέρας μου που κρατώντας με στην αγκαλιά του, από τα 5 μου χρόνια μού διάβαζε ποιήματα σχεδόν κάθε βράδυ. Από τότε θυμάμαι απέξω όλα τα ποιήματα του Καρυωτάκη. Αλλά και Καβάφη και Ρίτσο και όλους σχεδόν τους ελάσσονες ποιητές που δεν είναι όσο ελάσσονες τους είπαν». Η ποίηση έγινε η δεύτερη διάσταση της καθημερινότητάς του. «Κάποιες φορές – θυμάμαι – έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει με στίχους. Αλλά μην σας παρασύρω σε κάποια εξιδανίκευση του εαυτού μου. Φυσιολογικό παιδί ήμουνα. Με τα παιχνίδια μου μικρός, με τον αθλητισμό και τους έρωτές μου έφηβος, με τις διαδηλώσεις στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και στο Πανεπιστήμιο. Διάβαζα με πάθος Ιστορία και συναντήθηκα με τη διαχρονική και οριστική αγάπη μου τον Κάρολο Μαρξ».
Είχε αρχίσει να γράφει μουσική από το 1965. Σταδιακά τα σχεδιάσματα πλήθαιναν. Η μελοποίηση στίχων ήταν από τότε μονόδρομος. Αλλά ταυτοχρόνως βασανιστικές ερωτήσεις δεν έβρισκαν τις απαντήσεις τους.
«Ανατρέχοντας στα ημερολόγια που κρατούσα εκείνη την εποχή, ένας εφιάλτης με κυνηγούσε καθημερινά. Ως γνήσιο τέκνο της πρωτοπορίας, έπρεπε ο ήχος μου να είναι νέος, να μη θυμίζει τίποτα από το παρελθόν, συνεπώς δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η επικοινωνία με τον κόσμο. Σαν νέος αριστερός ήθελα την επικοινωνία με τον κόσμο. Πώς θα μπορούσα να συνδυάσω αυτά τα δύο; Και ακριβώς τότε μπαίνει στη ζωή μου ο Γιάννης Ρίτσος.
Είχα αρχίσει να δουλεύω πάνω σε ποιήματά του κυρίως με τον τρόπο της νέας μουσικής. Αρχισα να τον επισκέπτομαι στο σπίτι του – είχε μόλις γυρίσει από την εξορία. Του έδειχνα τις παρτιτούρες μου, του εξηγούσα τον τρόπο γραφής και αυτός αισθανόμουνα ότι πολύ το ευχαριστιόταν, γιατί αν και θεωρούσε πολύ σημαντική τη δουλειά του Μίκη πάνω στα ποιήματά του, ήθελε κατά βάθος και μια άλλη αντιμετώπιση της πολυδιάστατης ποίησής του. Θυμάμαι, ένα απόγευμα μου είχε δείξει με θαυμασμό μια μεγάλη σελίδα μουσικής που του είχε στείλει ο Γιάννης Χρήστου – σχεδίασμα σε ένα ποίημά του –, ο μέγιστος αυτός έλληνας συνθέτης της νέας μουσικής που έφυγε δυστυχώς πρόωρα, στα 44 χρόνια του».
Οι συναντήσεις του με τον Γιάννη Ρίτσο πλήθαιναν, έγιναν σχεδόν καθημερινές. Και οι συμβουλές του, αμέτρητες στον νέο συνθέτη. «Γράφε για ό,τι σε καίει. Σε καίει ο έρωτας; Γράφε για τον έρωτα. Η μοναξιά σου; Γράφε. Ο αγώνας ενάντια στη βία του φασισμού; Γράφε, αλλά πρόσεχε: το θέμα δεν ορίζει την αξία του έργου. Αυτό που έχει σημασία είναι το αδιάσπαστο περιεχομένου και φόρμας. Κάθε νέο περιεχόμενο απαιτεί μια νέα φόρμα, γιατί η φόρμα είναι κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη. Θα σεβαστείς ό,τι γράφτηκε στο παρελθόν. Θα το περιέχεις, θα το αφομοιώσεις, αλλά δεν θα το μιμηθείς».
Η πρώτη εμφάνιση
Επίσημα εμφανίστηκε το 1975 με τον δίσκο «Πολιτικά τραγούδια», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ και Βολφ Μπίρμαν. Με τον τρόπο του ενώνει δύο μουσικούς κόσμους. «Ο ένας μουσικός κόσμος επέλεξα να είναι αυτός της σύγχρονης μουσικής, με έγχορδα, δύο πιάνα και παρτιτούρα εκφερόμενη από μουσικούς. Ολοι τους, νέοι τότες φοιτητές δραματικών σχολών που καθοδηγήθηκαν εξαιρετικά από τον σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη και τη χορογράφο Σοφία Σπυράτου, που δούλεψαν δημιουργικά πάνω στις παρτιτούρες μου. Ο άλλος κόσμος ήταν φυσικά το τραγούδι με τη μοναδική ως ιέρεια της αρχαίας τραγωδίας Μαρία Δημητριάδη (λέαινα του πολιτικού τραγουδιού την αποκάλεσε ο Δημήτρης Κουτσούμπας). Εγώ θα πω τη μεγαλύτερη δραματική τραγουδίστρια – λυρικοεπική ταυτοχρόνως που εκφράζει τη δραματική συγκυρία. Την ίδια περίοδο συνθέτω τη “Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη” – σε μετάφραση Ρίτσου».
Συνέχισε με τον δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» (ποίηση Γιάννη Ρίτσου, με τη Μαρία Δημητριάδη). «Είναι ένα έργο που δεν ανήκει στους δημιουργούς του. Ανήκει σε όσους αγωνίστηκαν και πάλεψαν μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ αλλά και δίπλα στο κόμμα σε χρόνους ζοφερούς… Σε όσους πάλεψαν για μια δίκαιη κοινωνία…». Η συνέχεια γράφεται με τους δίσκους «Φουέντε Οβεχούνα» (Λόπε ντε Βέγκα, με ερμηνευτές τη Μαρία Δημητριάδη και τον Γιώργο Μεράντζα), «Τροπάρια για φονιάδες» (σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, επίσης με Δημητριάδη και Μεράντζα), «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ» (1978, με τον Γιάννη Κούτρα) – χαρακτηριστικούς του ριζοσπαστικού κλίματος των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων.
«Ο Σταυρός του Νότου»
Με τον δίσκο «Ο Σταυρός του Νότου», σε ποίηση Νίκου Καββαδία (με τους Γιάννη Κούτρα, Αιμιλία Σαρρή και Βασίλη Παπακωνσταντίνου), ανοίχτηκε σε ευρύτερη τραγουδιστική θεματική. Σε αυτή την περίοδο συνεχίζει να μελοποιεί Αλκη Αλκαίο («Εμπάργκο», απ’ όπου μένει η σφραγίδα της «Πιρόγας» με τον Μανώλη Μητσιά, αλλά και «Η αγάπη είναι ζάλη» με τη Χάρη Αλεξίου), Κώστα Τριπολίτη («Ολα από χέρι καμένα» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου το 1988 και «Συγγνώμη για την άμυνα» με τον Γιώργο Νταλάρα το 1992, απ’ όπου και το «Ανεμολόγιο»), Φρανσουά Βιγιόν, Κωνσταντίνο Καβάφη (όπου ξεχωρίζει για τις ερμηνείες του ο Κώστας Θωμαΐδης) κ.ά. Από το 1991 προέρχεται και ο δεύτερος ολοκληρωμένος Καββαδίας με τις «Γραμμές των οριζόντων», όπου ερμηνεύουν οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.
Ολοκληρωμένα άλμπουμ συνεχίζει από το 1999, όπως τα «Θάλασσα στη σκάλα» (στίχοι Οδυσσέα Ιωάννου, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου), «Αμλετ της Σελήνης» (2002, στίχοι Μάνου Ελευθερίου, Οδυσσέα Ιωάννου, Γιώργου Κακουλίδη, Κώστα Λαχά, Τζένης Μαστοράκη, Κώστα Τριπολίτη, με ερμηνευτή τον Χρήστο Θηβαίο), «Υπέροχα μονάχοι» (2006, στίχοι Αλκη Αλκαίου, ερμηνεύουν οι Μανώλης Μητσιάς, Χρήστος Θηβαίος), «Πάμε ξανά απ’ την αρχή» (2008, στίχοι Οδυσσέα Ιωάννου, τραγουδάει η Ρίτα Αντωνοπούλου), «Ο,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» (στίχοι Οδυσσέα Ιωάννου, τραγουδάει ο Γιάννης Κότσιρας). Το 1999 παρουσίασε, επίσης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την όπερα «Η επιστροφή της Ελένης», σε λιμπρέτο του Χρήστου Λαμπράκη και σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Πρωτότυπη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (μαζί με συνθέσεις των Θύμιου Παπαδόπουλου και Μανόλη Ανδρουλιδάκη) αναμένουμε μέσα στο 2020 στο νέο άλμπουμ του Δημήτρη Κανέλλου (Minos EMI), με ανέκδοτα ποιήματα του Αλκη Αλκαίου.