Με έναν τρόπο, ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μεγάλωσε με την ποίηση εντός του πριν ακόμη εκβάλει στο ποιητικό σύμπαν του Νίκου Καββαδία και παραδώσει στην ιστορία τον πιο ευπώλητο και εμβληματικό του δίσκο, τον «Σταυρό του Νότου».
«Η σχέση μου με την ποίηση ξεκινάει από τα μαθητικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου τα βράδια, εναλλάξ με ιστορίες από την Κατοχή, μου απήγγελλε ποιήματα και βέβαια και Καββαδία. Κάπως έτσι ερμηνεύεται και η μετέπειτα επιλογή μου να μελοποιώ ποίηση σε μεγάλο κομμάτι του έργου μου κι από τα πρώτα μου βήματα στη σύνθεση», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο κ. Μικρούτσικος και αφηγείται το πώς έφτασε να μελοποιεί τον ποιητή της θάλασσας:
«Ξεκίνησα να γράφω μουσική για μια μεγάλη σειρά με τίτλο «Πορεία 090» που θα σκηνοθετούσε για την ΕΡΤ ο Τάσος Ψαρράς με παραγωγό τον Παπαλιό. Εκτός από μουσικά μοτίβα, σκέφτηκα να παραδώσω και μερικά τραγούδια. «Τι θα λέγατε να μελοποιήσω κάποια ποιήματα του Καββαδία;» τους ρώτησα. Τελικά έγραψα εφτά και μάλιστα όλα νύχτα και μονοκοπανιά· σημειωτέον, δεν γράφω ποτέ μια κι έξω. Ηταν όμως σαν να με περίμεναν καιρό».
Ο Αλέκος Πατσιφάς της Lyra, ένας φωτισμένος άνθρωπος που εκτός από συνεκδότης του Ικάρου είχε ανεβάσει στο σπίτι του Μπέκετ το 1942, ρώτησε με καημό τον Θάνο: «Μα τόσο ταλέντο, και θα κάνεις Καββαδία; Δεν θα πουλήσεις ούτε δυο χιλιάδες δίσκους», σε μια εποχή που οι δίσκοι έφταναν νούμερα όπως 200 χιλιάδες.
Τελικά ο Πατσιφάς δέχθηκε («θα στον κάνω δώρο» του είπε), ο συνθέτης μελοποίησε εκτός των αρχικών εφτά για το σίριαλ και άλλα τέσσερα και με τραγουδιστές τούς Γιάννη Κούτρα, Αιμιλία Σαρρή και Βασίλη Παπακωνσταντίνου ο «Σταυρός του Νότου» ήταν γεγονός.
Και ύστερα ήλθε η κριτική από τον Τύπο. Και μάλιστα από σοβαρούς κριτικούς, που είχαν επιδοκιμάσει το μέχρι τότε έργο του Μικρούτσικου όπως τα «Πολιτικά τραγούδια», την «Καντάτα για τη Μακρόνησο», τα «Τροπάρια για φονιάδες» και τη «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ». «Καλύτερα να ξεχάσουμε γρήγορα αυτόν τον δίσκο», γράφτηκε κάπου. «Γιατί ο Μικρούτσικος δεν έβγαλε και λεξικό αγνώστων λέξεων για να καταλαβαίνουμε τους στίχους του Καββαδία;», αναφέρθηκε κάπου αλλού.
Οι κριτικές ήταν καταιγιστικές. Αλλά ο τελικός κριτής, ο κόσμος, είχε ήδη το 1980 αγοράσει πάνω από 50 χιλιάδες αντίτυπα. Και τότε μπήκαν τα πρώτα ερωτήματα: Γιατί αργά αλλά κλιμακούμενα έφτασε ο «Σταυρός του Νότου», σήμερα, να έχει συνολικά πουλήσει – όπως σημειώνει ο συνθέτης – περίπου 2 εκατομμύρια αντίτυπα; Εδώ λάβετε υπόψιν σας πως στο παραπάνω νούμερο υπολογίζονται δύο ακόμη μεταγενέστερες εκδόσεις: οι «Γραμμές των οριζόντων» (1991) και η ζωντανή ηχογράφηση του «Σταυρού του Νότου» στο Μέγαρο Μουσικής (2005) που δεν αποτελούν απλώς διαφορετικές ενορχηστρώσεις αλλά νέες επεξεργασίες και νέα έργα.
Ποιο είναι το κλειδί που αποκωδικοποιεί τη δημοτικότητα του κύκλου των τραγουδιών; Και πώς ερμηνεύεται και σήμερα εικοσάρηδες που δεν είχαν γεννηθεί όταν βγήκε ο δίσκος να ξέρουν απέξω σε συναυλίες τα τραγούδια του; Ο Θάνος Μικρούτσικος δίνει τη δική του εξήγηση: «Είναι το μοναδικό μου έργο που εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Ο αρχικός πυρήνας παραμένει αλλά εξελίσσεται ρυθμικά, αρμονικά (προστίθενται ελεγχόμενοι αυτοσχεδιασμοί) και μελωδικά. Ετσι κάθε γενιά το θεωρεί δικό της». Και κάτι βαθύτερο: «Αποκαλύφθηκε με τη μελοποίηση η καββαδική φιλοσοφία», συμπληρώνει ο Μικρούτσικος. Και όντως. Αυτά που λέει ο τότε μαρκόνι (ασυρματιστής πλοίων) με τα βιβλία του («Μαραμπού», «Πούσι», «Βάρδια», «Τραβέρσο», «Λι» και «Τ’ άλογό μου») είναι ουσιαστικά το πρόσχημα για να μιλήσει για τη ζωή.
«Θα το πω, απλά: τι είπε ο Καββαδίας; «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται». Τι λέει στους νέους; «Πιάστε το αδύνατο!» Ας θυμηθούμε τον στίχο «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Επιλέγει, δε, τον καρχαρία, αφού είναι ό, τι πιο ανθεκτικό στο ζωικό βασίλειο. Αδυνατείς να τα βάλεις μαζί του. Κι όμως…», καταλήγει ο συνθέτης.
13 Αυγούστου 2013, «ΤΑ ΝΕΑ»