O Μπόρις Τζόνσον θριάμβευσε σε μια Βρετανία που ίσως πάψει να είναι Μεγάλη (αν αποσχιστεί η Σκωτία) με το σύνθημα «να κάνουμε πράξη το Brexit». Αυτό ακριβώς είναι όμως που ανησυχεί τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας: πώς θα προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον που θα διαμορφώσει η αποχώρηση από την ΕΕ και, σε ακόμα πιο επείγουσα βάση, πώς θα ξεπεράσει ομαλότερα τη δίχως αμφιβολία δύσκολη μεταβατική περίοδο των πρώτων μηνών που έπονται, ανεξάρτητα από την όποια συμφωνία υπογραφεί ή δεν υπογραφεί. Διότι την επομένη κιόλας της εκλογής του προανήγγειλε ένα πολύ σφιχτό χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των διαδικασιών.
Το επιχειρηματικό λόμπι αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στο Brexit. Εις μάτην αντιτάχθηκε, όπως αποδείχθηκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα προσπαθήσει να επηρεάσει όσο μπορεί τις νέες συμφωνίες που θα υπογράψει η βρετανική κυβέρνηση με τους ανά την υφήλιο εμπορικούς της εταίρους. Και μάλιστα όχι μόνο τις εμπορικές ή οικονομικού περιεχομένου συμφωνίες, αλλά και τις πολιτικές, όπως είναι για παράδειγμα αυτές που θα θέσουν το νέο θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει τη μετανάστευση. Διότι και αυτός ο τομέας είναι ζωτικής σημασίας για τον επιχειρηματικό κόσμο, στο μέτρο που επηρεάζει πολύ τις δυνατότητες εξεύρεσης εργατικού δυναμικού.
Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να βιάζεται να βγάλει τη χώρα από την ΕΕ, αλλά ο βρετανικός επιχειρηματικός κόσμος γνωρίζει ότι η όλη διαδικασία δεν θα είναι σύντομη. Θετική εκτιμά την προοπτική να τελειώσουν όλα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια ο γενικός διευθυντής της Συνομοσπονδίας Βρετανικών Βιομηχανιών Τζος Χάρντι. «Τουλάχιστον έχουμε μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία και μία πενταετία δίχως εκλογές μπροστά μας… Εχουμε έτσι μια κάποια βεβαιότητα για το μέλλον» δήλωσε στο BBC ο Χάρντι. Ο επικεφαλής του βιομηχανικού λόμπι της χώρας δεν κρύβει μάλιστα ότι εκείνο που τον τρομάζει είναι η προοπτική να φύγει η Βρετανία από την ΕΕ δίχως την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας στα τέλη του επόμενου έτους.
«Οι βρετανικές επιχειρήσεις θα επιθυμούσαν τη μέγιστη δυνατή σύνδεση με την Ευρώπη, ει δυνατόν να συνεχιστούν οι σχέσεις ΕΕ – Βρετανίας σαν να εξακολουθούμε να μετέχουμε τόσο στην ενιαία αγορά όσο και στην τελωνειακή ένωση» είπε ο Χάρντι. Την άποψη ότι το Brexit θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία να επεκταθούν οι βρετανικές επιχειρήσεις σε άλλες αγορές, όπως η αμερικανική, η καναδική και η αυστραλέζικη, εξέφρασε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων Μάικ Τσέρι. Αλλά οι σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ παραμένει στην κορυφή της ατζέντας της νέας κυβέρνησης.
Υποδομές και μετανάστευση
Οι σύμβουλοι του Μπόρις Τζόνσον επιμένουν ότι για να κρατηθεί η βρετανική οικονομία «πάνω από το νερό» το κρίσιμο μεταβατικό διάστημα θα πρέπει η κυβέρνηση να ρίξει μπόλικο ζεστό χρήμα στις υποδομές. Οι «Times» του Λονδίνου πρότειναν μάλιστα τη χρηματοδότηση με 80 δισ. στερλίνες προγραμμάτων για την εκτέλεση δημοσίων έργων στην κρίσιμη γεωγραφική περιοχή της «Μέσης Αγγλίας» (κατά τον συγγραφέα Τζόναθαν Κόου), προκειμένου να «πακτώσουν» οι Συντηρητικοί τη σχέση τους με τους νέους ψηφοφόρους τους εκεί. Η διευθύνουσα σύμβουλος του λόμπι London First Τζασμίν Γουάιτμπρεντ επιμένει ότι δεν πρέπει να παραμεληθεί η Νότια Αγγλία. Ολοι συμφωνούν πάντως ότι απαιτούνται έργα οδικά και σιδηροδρομικά, η ανέγερση νέων οικιστικών μπλοκ και άλλες δημόσιες επενδύσεις που θα τονώσουν την οικονομία και την αγορά εργασίας.
Ειδική κυβερνητική μέριμνα περιμένουν οι βρετανοί επιχειρηματίες για να εξακολουθήσει η χώρα να προσελκύει ταλέντα. Νέους, δηλαδή, από άλλες χώρες με υψηλή εκπαίδευση και δεξιότητες στις νέες τεχνολογίες που θα στελεχώσουν καινοτόμες βρετανικές επιχειρήσεις. Για πολλούς επιχειρηματικούς κλάδους, τέλος, όπως επισημαίνει ο ρεπόρτερ Νταν Ασερ του BBC, πρώτη προτεραιότητα παραμένει η φορολογική μεταρρύθμιση. Πάγιο αίτημα του κλάδου λιανικών πωλήσεων, για παράδειγμα, είναι εδώ και χρόνια η μείωση των συντελεστών φορολόγησης. Διότι «στη Βρετανία φορολογείσαι προτού ακόμη βάλεις την πρώτη σου στερλίνα στο ταμείο», παραπονέθηκε ο Τσέρι της Ομοσπονδίας Μικρομεσαίων – εκεί κόβουν και αποδείξεις…
Η Boeing αναστέλλει την παραγωγή των 737 ΜΑΧ
Οι ελπίδες της Boeing να ανεβάσει πριν από τα Χριστούγεννα στον αέρα τα ευπώλητα πλην διαφιλονικούμενα μετά τις αεροπορικές τραγωδίες στην Ινδονησία και στην Αιθιοπία 737 ΜΑΧ αποδείχθηκαν φρούδες. Ετσι η εδρεύουσα στο Σιάτλ εταιρεία αποφάσισε να αναστείλει τη λειτουργία της γραμμής παραγωγής των αεροσκαφών αυτών τον Ιανουάριο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διακοπή παραγωγής αεροσκάφους του αμερικανικού ομίλου τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια. Η Boeing διαβεβαίωσε ότι δεν θα απολύσει ούτε έναν από τους περίπου 12.000 εργαζομένους στο Σιάτλ. Αλλά οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η απόφαση θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την αλυσίδα των προμηθευτών της εταιρείας παγκοσμίως, αλλά και για την αμερικανική οικονομία.
Αιτία για την αναστολή της παραγωγής των ΜΑΧ ήταν η απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Αεροπλοΐας των ΗΠΑ να μην επιτρέψει στα αεροσκάφη να πετάξουν πριν από την έλευση του 2020. Η αναστολή της παραγωγής δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις εταιρείες που διαθέτουν 737 ΜΑΧ, καθώς τα αεροσκάφη είναι από την περασμένη άνοιξη καθηλωμένα στο έδαφος και οι εταιρείες έχουν ήδη προσαρμόσει τα δρομολόγιά τους. Σηματοδοτεί όμως το βάθεμα της κρίσης στην Boeing, η οποία έχει ήδη στοιχίσει στην εταιρεία σε πρόστιμα και αποζημιώσεις περισσότερα από 9 δισ. δολάρια.
Παρά το ότι είχαν εδώ και μήνες παγώσει οι παραδόσεις του επίμαχου μοντέλου, η Boeing συνέχιζε να κατασκευάζει ΜΑΧ με ρυθμό 42 αεροσκάφη μηνιαίως. Συνέχισε επίσης να αγοράζει εξαρτήματα από τους προμηθευτές της για την κάλυψη μιας παραγωγής της τάξεως των 52 αεροσκαφών μηνιαίως. Η τιμή της μετοχής της Boeing υποχώρησε κατά 4% τη Δευτέρα μετά την είδηση αναστολής της παραγωγής των 737 ΜΑΧ, ενώ η μετοχή της Spirit AeroSystems Holdings, που είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής της, κατέγραψε απώλειες 2%. Οι αναλυτές θεωρούν ότι από τις εξελίξεις θα πληγούν μεγάλες προμηθεύτριες εταιρείες της Boeing, όπως είναι η General Electric Co, η Safran και η Senior Plc.