Η πρόταση της εισαγγελέως Αδαμαντίας Οικονόμου στην πολύκροτη δίκη για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής μπορεί να ανήκει πλέον στην ιστορία της ποινικής Δικαιοσύνης, αλλά οι αντιδράσεις και ο σχολιασμός σε νομικό και πολιτικό επίπεδο συνεχίζονται… Επί οκτώ ώρες αγόρευε την περασμένη Τετάρτη η εισαγγελική λειτουργός διαβάζοντας την πολυσέλιδη πρότασή της, που τυπικά και ουσιαστικά οδηγεί σε πλήρη αθώωση όλη την ηγετική ομάδα της Χρυσής Αυγής, αφού έβγαλε από το κάδρο των ποινικών ευθυνών και τους 18 πρώην βουλευτές του κόμματος, οι οποίοι δικάζονται για διεύθυνση, συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Για την εισαγγελική λειτουργό, ο μόνος ένοχος, κατά το κατηγορητήριο, είναι ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος του Παύλου Φύσσα, Γιώργος Ρουπακιάς, ο οποίος συμπτωματικά βρέθηκε στη σκηνή του εγκλήματος, ενώ η ηγεσία της Χρυσής Αυγής είχε… μαύρα μεσάνυχτα τόσο για την ανθρωποκτονία του 34χρονου μουσικού, όσο και για όλες τις άλλες αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται στο κατηγορητήριο και αποτυπώνουν, όπως εύστοχα παρατηρούν οι νομικοί, το ίδιο «modus operandi» σχετικά με τη δράση της οργάνωσης.
Η αγόρευση της εισαγγελέως
Το μόνο βέβαιο, σύμφωνα με την εισαγγελέα, είναι ότι ο Γ. Ρουπακιάς δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα. Κατά την εισαγγελική εκδοχή, «δεν υπήρχε σχεδιασμός. Μόνο εικασίες μαρτύρων, που δεν επιβεβαιώνονται από πραγματικά περιστατικά. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι υπήρχε εντολή από τον γενικό γραμματέα της Χρυσής Αυγής Νίκο Μιχαλολιάκο ή από τον πρώην βουλευτή Ιωάννη Λαγό στον Γ. Ρουπακιά για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ποιο το όφελος του κόμματος; Θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα».
Η εισαγγελέας έθεσε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των προστατευόμενων μαρτύρων που έκαναν λόγο για στρατιωτική εκπαίδευση και τράβηξε μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή, κόβοντας το νήμα ανάμεσα στις εγκληματικές ενέργειες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο (απόπειρα ανθρωποκτονίας αιγύπτιων αλιεργατών, απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, δολοφονία Σαχζάτ Λουκμάν, επίθεση σε μαθητή στο Π. Φάληρο, απόπειρα ανθρωποκτονίας στο κοινωνικό στέκι «Αντίπνοια» στα Πετράλωνα) και στην όποια ποινική ευθύνη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.
«Δεν έδωσε εντολή ο Ν. Μιχαλολιάκος ή άλλος βουλευτής. Δεν προέκυψε καμία σχέση της Χρυσής Αυγής με τα περιστατικά. Η ηγεσία δεν σχεδίασε, ούτε ενέκρινε εκ των προτέρων τις πράξεις των κατηγορουμένων. Δεν υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός, ούτε εντολή του γενικού γραμματέα του κόμματος ή βουλευτή για την τέλεση παράνομης πράξης» σύμφωνα με την κυρία Οικονόμου.
Τα ερωτήματα από την πρόταση
Οι πρώτες κουβέντες που άρθρωσε η μητέρα του Παύλου Φύσσα, στο άκουσμα της εισαγγελικής πρότασης, δείχνουν τον αντίκτυπο του περιεχομένου της. «Δεν είδαν τίποτα όλο αυτό το διάστημα; Αθωώνουν τους εγκληματίες. Πόσο να αντέξουμε;» είπε η Μάγδα Φύσσα. Και λίγο αργότερα, σε μια διακοπή της διαδικασίας, απευθυνόμενη στην έδρα του δικαστηρίου, ζήτησε από την εισαγγελέα να της απαντήσει σε κάτι: «Ο Παύλος κλείνει 75 μήνες νεκρός. Τελικά τον ξαναμαχαιρώνετε σήμερα; Αιμορραγεί πάντως η πληγή του…».
Και δεν ήταν η μόνη που έψαχνε απαντήσεις. Σύμφωνα με νομικούς από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, πολλά είναι τα ερωτήματα που προέκυψαν μετά το τέλος της εισαγγελικής πρότασης:
l Γιατί προσπέρασε τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα βίντεο, τα έγγραφα της δικογραφίας, ακόμα και τις δηλώσεις των ίδιων των κατηγορουμένων;
l Γιατί επί της ουσίας έκανε δεκτούς όλους τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υιοθετήσει τόσο τη δήλωση του Ηλία Κασιδιάρη ότι «η δολοφονία Φύσσα ήταν δολοφονία κατά της Χρυσής Αυγής», όσο και τον ισχυρισμό του Νίκου Μιχαλολιάκου ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία Φύσσα αφορούσε την ανάληψη της εκλογικής – πολιτικής φθοράς του κόμματος της Χρυσής Αυγής;
l Πώς μπορεί να χαρακτηρίζεται συμπτωματική η παρουσία του Γ. Ρουπακιά στον τόπο της δολοφονίας του Π. Φύσσα, ενώ την ίδια ώρα στο σημείο βρίσκονται και τόσοι άλλοι κατηγορούμενοι, μέλη της ίδιας Τοπικής Οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, που είχαν λάβει ομαδικό μήνυμα από τον πυρηνάρχη;
l Κανένας από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν εισέφερε κάποιο πραγματικό περιστατικό για όσες αξιόποινες πράξεις περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και έχουν ως κοινό παρονομαστή τη Χρυσή Αυγή;
Κατά την πλευρά της υπεράσπισης, πάντως, δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι δόθηκε εντολή από συγκεκριμένο ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής για συγκεκριμένο χτύπημα σε συγκεκριμένο θύμα, όπως απαιτεί ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση της εγκληματικής οργάνωσης. Για την πλευρά των κατηγορουμένων, η εισαγγελική πρόταση ήταν εμπεριστατωμένη, αφού για κάθε κομμάτι της αγόρευσης γινόταν επίκληση και του σχετικού αποδεικτικού μέσου.
Τίποτε δεν έχει κριθεί, αρχίζει μια σκληρή μάχη
Ανεξάρτητα πάντως από το αδιαμφισβήτητο ειδικό βάρος που έχει οποιαδήποτε εισαγγελική πρόταση στο δικονομικό πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, ο κύβος δεν έχει ακόμα ριφθεί. Με την επανέναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στις 8 Ιανουαρίου 2020 αρχίζει μία «σκληρή μάχη» επιχειρημάτων, πρώτα από τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, οι οποίοι εκπροσωπούν τα θύματα και τις οικογένειές τους, και εν συνεχεία με τους δικηγόρους της υπεράσπισης οι οποίοι εκπροσωπούν τους κατηγορουμένους.
Τον τελευταίο λόγο, όμως, τον έχουν οι τρεις τακτικοί δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, οι οποίοι με την ετυμηγορία τους θα σφραγίσουν τη δίκη αυτή, η οποία πέρα από ποινική έχει και πολιτική διάσταση.
Η κρίση των δικαστικών λειτουργών, ιδιαίτερα μετά την πρόταση της εισαγγελέως, αναμένεται, για διαφορετικούς λόγους, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από όλες τις πλευρές. Αξίζει δε να σημειωθεί πως οι δικαστές σε καμία περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν όσα είπε η εισαγγελεύς. Εκείνοι, με βάση τη δική τους δικανική κρίση, μπορούν να εκδώσουν ίδια ή εντελώς διαφορετική απόφαση. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που σε ποινικές υποθέσεις με μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον οι εισαγγελικές προτάσεις και οι δικαστικές αποφάσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.
Με βάση λοιπόν τον μεγάλο αριθμό δικηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης – αριθμούν περί τους 100 – εκτιμάται ότι για την ολοκλήρωση των αγορεύσεών τους θα απαιτηθεί τουλάχιστον ένα τετράμηνο. Οσον αφορά δε την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, κατά τις ίδιες εκτιμήσεις πρέπει να αναμένεται την άνοιξη ή στις αρχές του καλοκαιριού του 2020.