Το 2019 απεδείχθη έτος πολιτικής αλλαγής, όπως την περυσινή Πρωτοχρονιά οι περισσότεροι προέβλεπαν και υπέθεταν, βλέποντας τη φορά των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα.
Ολα τα στοχεία και οι ενδείξεις βεβαίωναν από τότε ότι η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα είχε φθαρεί και εν πολλοίς είχε καταδικαστεί στη συνείδηση των πολιτών ως ανεπίκαιρη και αστόχαστη, μη δυνάμενη να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον λαό, ούτε βεβαίως, εξ αυτών των λόγων, να επισπεύσει τη διαδικασία εξόδου από
τη μακρά οικονομική κρίση.
Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εκείνες τις προγνώσεις που όλοι έβλεπαν και μόνο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πεισματικά αρνιόταν. Τις αντιμετώπιζε ως δήθεν προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης και των υποτιθέμενων ορκισμένων εχθρών της.
Το πρώτο σοκ ήλθε με τις ευρωεκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων δεν άφησε κανένα περιθώρια παρερμηνειών.
Αμέσως μετά ο κ. Τσίπρας υποτάχθηκε στο μοιραίο, αναγκάσθηκε να καταφύγει σε πρόωρες εκλογές που έως τότε ξόρκιζε, ελπίζοντας να περιορίσει κατά το δυνατόν τη ζημιά για τον ίδιο και το κόμμα του.
Εδωσε μάχη σκληρή είναι η αλήθεια, χρησιμοποίησε όλα τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή του, αλλά οι εκλογείς τον είχαν προ πολλού ξεγράψει.
Ετσι φθάσαμε στη μεγάλη νίκη του Μητσοτάκη, ο οποίος είδε τα ποσοστά του να εκτινάσσονται κοντά στο 40%, που του επέτρεψαν να εξασφαλίσει αυτοδυναμία στη Βουλή και να χτίσει την κυβέρνηση της απολύτου επιλογής του.
Οι μετεκλογικές κινήσεις του ήταν γρήγορες και κατά γενική ομολογία καλά προετοιμασμένες.
Δεν έχασε χρόνο, έδρασε με ταχύτητα, πέρασε σε χρόνο ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα τα πρώτα νομοθετήματα και άρχισε σχεδόν αυτόματα την εφαρμογή του σχεδίου που είχε εγκαίρως επεξεργαστεί και στηριζόταν στη δημιουργία συνθηκών επανεκκίνησης της οικονομίας, μέσω της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων.
Εκτοτε οι προσδοκίες ενισχύθηκαν, η ατμόσφαιρα, το κλίμα στην οικονομία και στην κοινωνία βελτιώθηκαν, η επελθούσα πολιτική αλλαγή απεδείχθη θετική, με τη δέουσα δυναμική.
Κοντά έξι μήνες μετά την εκλογική της νίκη, η νέα κυβέρνηση έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο. Η δημοσιονομική σταθερότητα ενισχύθηκε, η πολιτική σταθερότητα επικράτησε και το επενδυτικό κλίμα επιβεβαιώθηκε, εντός και εκτός της χώρας, όπως μαρτυρούν τα κέρδη μετοχών και ομολόγων και υποστηρίζει το δεδηλωμένο ενδιαφέρον ισχυρών διεθνών σχημάτων για εξαγορές και συμμετοχές σε ελληνικούς ομίλους και επενδύσεις.
Οπως όλα δείχνουν, η νέα κυβέρνηση κέρδισε αυτό που η προηγούμενη είτε αρνιόταν, είτε απλώς δεν πίστευε.
Την κινητοποίηση δηλαδή ιδιωτικών δυνάμεων, εγχώριων και διεθνών, για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έχουν πλέον διαμορφωθεί, το ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί και μένει την επόμενη χρονιά να μετουσιωθεί σε συγκεκριμένες πράξεις και κινήσεις που θα δικαιώσουν την επιλογή των ψηφοφόρων για πολιτική αλλαγή.
Αν ελεγχθεί η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν κλονισθεί το εσωτερικό μέτωπο από ανεπιθύμητες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, το 2020 μπορεί όντως να αποδειχθεί ελπιδοφόρο και ανεγεννητικό για τη χώρα και τους πολίτες της.