Στη μικρή μας κωμόπολη τέτοιες άγιες μέρες, κοντά έξι δεκαετίες πριν, οι άνθρωποι καλοντύνονταν – τρόπος του λέγειν, φορούσαν ό,τι είχαν, πολυκαιρισμένα κοστούμια οι άνδρες και πολυφορεμένα παλτό οι γυναίκες – και πήγαιναν στην εκκλησία.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ειδικά έσπευδαν από τα χαράματα, τουρτουρίζοντας από το κρύο, γιατί σχεδόν πάντα, αν δεν χιόνιζε, θα φύσαγε ο βοριάς ο τρικαλίτης που πάγωνε χέρια, πόδια και ρόδιζε τα μάγουλα.
Τα παιδόπουλα, βασανισμένα από τη νηστεία που επέβαλλαν επί δεκαπενθήμερο οι θρησκευόμενοι γονείς, σέρνονταν στην κυριολεξία, αλλά προσδοκούσαν ότι μετά τη μεταλαβιά και το αντίδωρο θα απολάμβαναν τη λατρεμένη καρυδόπιτα του Λευτέρη, η οποία ετιμάτο πενήντα λεπτά της δραχμής.
Φτωχοί οι περισσότεροι, ωστόσο είχαν τον τρόπο τους, κάτι από εδώ, κάτι από εκεί, λίγο τα ζωντανά και τα αγαθά της οικιακής οικονομίας, πάντα δημιουργούνταν κάποιος χώρος για λίγες στιγμές εορταστικής ευωχίας.
Ωστόσο, σε εκείνο το φτωχικό περιβάλλον υπήρχαν και πρόσωπα που δεν είχαν τίποτε, παρά διεκδικούσαν το έλεος του Θεού και των ταπεινών ανθρώπων.
Οσοι εκκλησιάζονταν έβλεπαν να τους περιμένει στην εξώπορτα της Αγίας Παρασκευής μια φιγούρα χαρακτηριστική.
Ο Βασιλάκης σιωπηλός, ασκεπής, με το κεφάλι πάντα γερμένο, έτεινε την τραγιάσκα του εκλιπαρώντας, με τον τρόπο του, λίγες ψωροδεκάρες.
Ευγενής και άκακος, ράγιζε τις καρδιές και φόρτωνε με ερωτήματα τα μυαλά των μικρότερων για τους λόγους και τις συνθήκες που τον έφεραν σε αυτή την τόσο δυστυχή θέση.
Θα ήταν τότε κοντά στα εξήντα, δεν ενοχλούσε κανέναν, δεν μιλούσε ποτέ, δεν απαντούσε στο παιδομάνι που μέσα στα χωρατά του χτυπούσε το μικρό παράθυρο του χαμόσπιτου όπου έμενε. Συμπεριφέρονταν σχεδόν σαν να μην υπήρχε, απόκληρος, βασανισμένος, αλλά όχι αόρατος.
Ενα χειμωνιάτικο πρωινό τον βρήκαν ξυλιασμένο. Ο θάνατός του μετέφερε αισθήματα ενοχής και θλίψη μεγίστη στους περισσότερους της κοινότητάς μας.
Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, αλλά δυστυχώς οι Βασιλάκηδες πληθαίνουν σε τούτη την εποχή της προσδοκώμενης ανάκαμψης και των διεκδικούμενων επενδύσεων.
Οι δρόμοι της Αθήνας είναι γεμάτοι από ασθενείς και ανήμπορους, από άστεγους παραιτημένους, από πρόσωπα τσακισμένα και γονατισμένα που δεν έχουν και δεν μπορούν και απλώς περιμένουν τον θάνατο στις παγωμένες στοές της πολύβουης πρωτεύουσας.
Τούτες τις άγιες μέρες η συντεταγμένη πολιτεία, ο δήμαρχος έστω, που εξαντλήθηκε στον κιτσάτο εν τέλει χριστουγεννιάτικο στολισμό της πόλης, θα μπορούσε να αφιερώσει λίγο από τον χρόνο του στους άτυχους αυτής της ζωής, να κινητοποιήσει τους εύπορους των ιδρυμάτων, τους πλούσιους φίλους του και όλους εμάς που κάτι έχουμε να συνδράμουμε έστω στην προσωρινή άμβλυνση του ανείπωτου πόνου των δυστυχισμένων.