Ο διάλογος (πολιτικός και ακαδημαϊκός) που αναπτύχθηκε τις τελευταίες μέρες μετά τη συμφωνία Τουρκίας και του φιλοτουρκικού καθεστώτος της Λιβύης επιβεβαίωσε σε γενικές γραμμές πως η Αγκυρα έχει την ευθύνη για τη διατήρηση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως οι ρυθμίσεις του Δικαίου της Θάλασσας και ειδικά αυτές οι οποίες αφορούν ζητήματα ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος είναι σε γενικές γραμμές θετικές, ειδικά αυτές που αφορούν την αιγιαλίτιδα ζώνη, το καθεστώς των νήσων, την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ και τις ημίκλειστες θάλασσες.
Οσον αφορά το γεωπολιτικό παιχνίδι της Τουρκίας με τη Λιβύη και την παραβατική συμπεριφορά τους, σχετικά με τις πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας, έχουν ήδη καταγραφεί από τη δεκαετία του ’70.
Από την άλλη πλευρά όλοι συμφωνούμε ότι η Τουρκία είναι ένας στρατηγικός εταίρος για τη Δύση και πως η Ευρώπη πρέπει να ξανακερδίσει την Τουρκία, να την πείσει ότι υπάρχουν προοπτικές καλής συνεργασίας με μία μεγάλη οικογένεια κρατών που τα χαρακτηρίζει η ειρηνική συνύπαρξη, η οικονομική αλληλεξάρτηση και η σταθερή δημοκρατία.
Αυτό το σενάριο έδειχνε εφικτό όσο υπήρχαν πραγματικές προοπτικές ένταξής της στην ΕΕ και όσο η Αγκυρα δεν σκεφτόταν να παραβιάσει τη Συνθήκη της Λωζάνης, πράγμα που έπραξε με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία.
Εχουμε μπει πλέον σε μια φάση πολλών και κρίσιμων διεργασιών. Και αυτό που θα πρέπει να προσέξει η Ελλάδα είναι να μην απομονωθεί. Προς την κατεύθυνση αυτή θα κινηθεί η κυβέρνηση, ώστε η χώρα να έχει ενισχυμένο διάλογο με τους ευρωπαίους εταίρους μας, τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Μην ξεχνάμε ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες είναι μεγάλες δυνάμεις και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Εχουν συγκεκριμένα συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής και Κεντρικής Μεσογείου και έχουν και συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Επομένως, μπορεί να ανοίξει ένας κύκλος συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας και μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών που θέλουν σταθερότητα, συνεργασία και ασφάλεια ώστε από κοινού να χαραχθεί μία νέα στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Μια ευρωπαϊκή στρατηγική που θα ενσωματώνει και τη δική μας εθνική στρατηγική για μια σειρά σημαντικών αλλαγών που συνδέονται με την προσφυγική κρίση και για όλα αυτά που πρέπει να δρομολογηθούν σε σχέση με την άμυνα και την ασφάλεια στην Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε πως μόνο μέσω της ΕΕ και της διαδικασίας του Ελσίνκι το 1999 προέκυψε η μοναδική οδός επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σήμερα και «εργαστήρι» της Ευρώπης καθώς στην περιοχή μας δοκιμάζεται η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ολοένα και πιο απειλητική Τουρκία που δεν βλέπει πλέον μία ουσιαστική ευρωπαϊκή προοπτική, και η μεγάλη προσφυγική κρίση δοκιμάζουν τη συνοχή του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την κομβική συζήτηση που άνοιξε ο Μακρόν για τον μετασχηματισμό της Ενωσης, αλλά και την κρίση ταυτότητας στο ΝΑΤΟ, μπορούμε να μιλάμε για μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο σε έναν κόσμο που έχει χάσει την ισορροπία του.
Το κλειδί για να ανταποκριθεί η Ενωση στις σημερινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι να εξοπλιστεί με την απαραίτητη κυριαρχία τόσο στο οικονομικό επίπεδο με την ολοκλήρωση της ΟΝΕ όσο και στο πολιτικό επίπεδο με την ανάπτυξη μιας κοινής άμυνας που θα της εξασφαλίζει τη στρατηγική της αυτονομία και θα εγγυάται τα εξωτερικά σύνορά της.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή χρειαζόμαστε μια νέα φιλόδοξη Ενωση με μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση και ισχυρή αλληλεγγύη.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου κάποιοι συνεχίζουν να εμφανίζουν την εθνική κυριαρχία ως έννοια ασύμβατη με το ευρωπαϊκό σχέδιο, θα πρέπει να εξηγηθεί πως η ελληνική κυριαρχία διασφαλίζεται μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Πρέπει να το καταλάβουν κι αυτοί που στερούνται ευρωπαϊκού οράματος για τη χώρα και θεωρούσαν το ευρώ αιτία της ελληνικής κρίσης και υποστήριζαν το 2015 την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Μάλιστα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε πρόσφατη ομιλία του στο Παρίσι αποκάλεσε εκείνη την περίοδο της ένταξης της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ «κορύφωση» της δομικής παθογένειας του ελληνικού καπιταλισμού.
Πρέπει να του θυμίσουμε πως η χώρα δεν κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της δικής του διακυβέρνησης γιατί εκείνη η ένταξη στην ευρωζώνη δημιούργησε ένα δίχτυ ασφαλείας, η χρησιμότητα του οποίου αποδείχθηκε καθοριστική.
Ας αποφύγουμε λοιπόν τους μοιρολατρικούς τρόπους σκέψης και ας πορευτούμε με εθνική στρατηγική στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα με γνώμονα έναν εξωστρεφή πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα να προκόβει σε μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη.
Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.