Ο Δημήτρης Καταλειφός αυτοσυστήνεται ως «ένας άνθρωπος που έρχεται από τον 20ό αιώνα». Γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μαθημένος στο θέατρο της ομάδας, προσηλωμένος στην τέχνη του, βλέπει γύρω του με τρόμο(;) το τοπίο να αλλάζει. Επιμένει όμως και συνεχίζει.
Εφέτος, στο Εμπορικόν, επέλεξε τον «Θάνατο του εμποράκου», το κορυφαίο έργο του Αρθουρ Μίλερ, με το οποίο τον συνδέουν πολλά. Από το ότι είχε πρωτοπαίξει τον ρόλο σε νεαρή ηλικία ως το γεγονός ότι και ο δικός του πατέρας ήταν πλασιέ. «Τότε τους λέγαμε δοσατζήδες. Χρειάζεται πειθώ για να αγοράσει ο άλλος. Και ο ηθοποιός πρέπει να πείσει, να δελεάσει για να τον εμπιστευθεί το κοινό. Αυτή η ανάγκη να αρέσεις για να πουλήσεις είναι μια τρομακτικά κοπιαστική υπόθεση».
Ο «Εμποράκος» πουλάει για να υπάρξει;
«Με έναν τραγικό τρόπο αυτό το έργο, που γράφτηκε πριν από εβδομήντα χρόνια, είναι επίκαιρο σήμερα. Οταν ρώτησαν τον Μίλερ γιατί δεν γράφει τι πουλάει ο Εμποράκος, εκείνος απάντησε «πουλάει τον εαυτό του». Καταδίκασε λοιπόν τον εαυτό του να γίνει ο ίδιος ένα εμπόρευμα. Ο άγριος ανταγωνισμός, η ελεύθερη αγορά καταδικάζουν τον άνθρωπο στο να υποβαθμίσει τις πραγματικές του ανάγκες, τον παγιδεύουν στο όνειρο της γρήγορης επιτυχίας και του χρήματος και αυτοκαταστρέφεται. Και αυτή είναι μια κατάσταση που ισχύει στις μέρες μας».
Οικογενειακό δράμα ή κοινωνική τραγωδία;
«Το έργο, και αυτή είναι η δυσκολία του, συνδυάζει ψυχολογικό, ρεαλιστικό, ποιητικό θέατρο και τραγωδία ταυτόχρονα. Ενώ είναι ένα οικογενειακό δράμα, με τα φλας μπακ που κάνει («Μέσα στο κεφάλι του» ήταν ο πρωτότυπος τίτλος) καταλήγει μια οικουμενική τραγωδία. Θέλει να αφήσει ένα ίχνος πίσω του ο Εμποράκος – νοιάζεται για την υστεροφημία του, κι αυτό μοιάζει με τον ηθοποιό, όπως και με όλους τους ανθρώπους».
Μέσα στο έργο υπάρχει και η άλλη άποψη, του μεγάλου γιου…
«Ευτυχώς. Γιατί βλέπει πού οδηγεί η ιδεολογία του πατέρα του, να θες να ζεις μέσα από τα μάτια των άλλων, και γυρίζει την πλάτη του. Αυτή είναι η ελπίδα που βάζει μέσα στο έργο του ο Μίλερ. Ο μεγάλος γιος κοιτάει τι θέλει ο ίδιος».
Ζούμε μέσα από τα μάτια των άλλων; Κι εσείς οι ηθοποιοί ακόμα περισσότερο;
«Εμείς οι ηθοποιοί έχουμε τρία στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν. Μια γενναιότητα ότι βγαίνεις και εκτίθεσαι, έναν φόβο και μια ανασφάλεια γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και, τέλος, έναν ναρκισσισμό. Από εκεί και πέρα, έχει μεγάλη σημασία πώς τα διαχειρίζεσαι. Ο καθένας με τον τρόπο του».
Ποιος είναι ο δικός σας;
«Πριν από λίγες μέρες με σταμάτησε ένας άγνωστος στον δρόμο και μου είπε «σας εκτιμώ γιατί αφού παίξετε καλά τον ρόλο σας, μετά γίνεστε ένας ανώνυμος». Μου έκανε τεράστια εντύπωση. Αυτή είναι η δική μου διαχείριση. Πορεύομαι με τις αξίες του 20ού αιώνα».
Διαψεύστηκαν πολλά από εκείνα που πιστέψατε;
«Ναι, αισθάνομαι ότι διαψεύστηκαν. Η τέχνη του θεάτρου εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι υπέροχη. Ενα σπουδαίο λειτούργημα που ο κόσμος θα το έχει πάντα ανάγκη. Αυτό που νιώθω είναι ότι ενώ είναι ένας χώρος για το μαζί – κάτι που εγώ το έζησα -, τώρα είμαστε στην εποχή που ο καθένας είναι τόσο μόνος, στην εποχή ενός τεράστιου «εγώ». Κι αυτό είναι που με έχει διαψεύσει. Αλλά το θέατρο είναι μια πραγματική συλλογική τέχνη. Κι αν δεν το καταλάβουμε αυτό, η κρίση μπορεί να γίνει ακόμα βαθύτερη».
Και τι προτείνετε;
«Εγώ θα πρότεινα σε αυτούς τους πολλούς και ταλαντούχους ηθοποιούς που έχουμε μεταξύ σαράντα και πενήντα ετών να ξανακάνουν το πείραμα μιας ομάδας ρεπερτορίου. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν μια λύση στην τρέλα που ζούμε σήμερα».
Εσείς πώς διαφοροποιείστε;
«Προέρχομαι από τον 20ό αιώνα, είμαι 65 χρόνων, κι έχω περάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου στο θέατρο – με άλλον τρόπο, άλλες αξίες. Είχα την τύχη να βρίσκομαι σε εκκλησάκια τέχνης, τα επιχορηγούμενα τότε θέατρα, τη Σκηνή, το Εμπρός, τον Αντύπα. Τώρα ζω την εποχή όπου τα θέατρα έχουν γίνει καταστήματα, έχουν περάσει στους παραγωγούς. Αυτό που τουλάχιστον έχω διατηρήσει από τον περασμένο αιώνα είναι η προσωπική μου ιδεολογία, ηθική και αισθητική οι οποίες είναι αναλλοίωτες».
Με ποιον τρόπο αντιστέκεστε;
«Εδώ και οκτώ χρόνια που δουλεύω σε ένα θέατρο παραγωγών προσπαθώ με νύχια και με δόντια να το κρατήσω έτσι όπως το πιστεύω. Καλό ρεπερτόριο, «κανονικά» ανεβάσματα που υπηρετούν το έργο και τον συγγραφέα, με στόχο μια καλή παράσταση συνόλου, καλές ερμηνείες. Ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι το εκτιμούν και έρχονται να μας δουν. Γιατί αν πάψει κι αυτό, θα αναρωτηθώ αν ήρθε η στιγμή να πάω κι εγώ στο σπίτι μου».
Το σκέφτεστε;
«Μέσα μου υπάρχει μια ισχυρή αντίφαση. Γιατί το πιο ζωντανό κομμάτι της ζωής μου είναι αυτές οι τρεις ώρες που θα βγω στη σκηνή να παίξω ένα πολύ καλό έργο. Μου δίνει δύναμη. Βέβαια ώρες-ώρες χάνεις την όρεξή σου και αναρωτιέσαι».
Σας προβληματίζει ο πολλαπλασιασμός των παραστάσεων;
«Δημιουργεί μια τρομερή σύγχυση. Εννοείται πως ο καθένας έχει το δικαίωμα έκφρασης, απλώς πιστεύω ότι αυτός ο πληθωρισμός οδηγεί σε κάτι που με θλίβει: Τίποτα πια δεν «γράφει», ελάχιστα δίνουν ένα στίγμα. Ο άνθρωπος δέχεται έναν καταιγισμό ειδήσεων, πληροφοριών, εικόνων, το ένα διαδέχεται το άλλο με τρομακτική ταχύτητα. Δεν έχει τον χρόνο ούτε να αφομοιώσει ούτε να εστιάσει. Μοιραία όλο αυτό περνά και στο θέατρο».
Αναφέρεστε και στα social media;
«Για μένα αυτή η έκρηξη στα social media παρατηρείται γιατί όλοι είναι σαν να θέλουν να πουν «Προσέξτε με, υπάρχω». Περιμένουν όλη μέρα να δουν πόσα like πήραν. Στο θέατρο, η σεμνότητα ήταν μεγάλη αρετή. Σήμερα με το facebook ο ηθοποιός καταντάει ένα αυτοδιαφημιζόμενο προϊόν, είναι θλιβερό. Είναι ωραίο να λένε καλά λόγια για σένα οι άλλοι, όχι να αυτοπαινεύεσαι. Ζούμε μια εποχή που μας καταδικάζει να γίνουμε εμείς οι ίδιοι εμπόρευμα του εαυτού μας».
Θα αλλάζατε κάτι στην πορεία σας;
«Πιστεύω ότι αντιστάθηκα με ευγένεια στα εύκολα πράγματα. Διάλεξα πιο δύσκολα μονοπάτια. Αλλοτε δεν ανταμείφθηκε αυτό ούτε αναγνωρίστηκε, αλλά έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Ποτέ δεν βρέθηκα στο κέντρο των πραγμάτων. Είμαι ένας ηθοποιός της περιφέρειας, όπως και τα θέατρα που παίζω – Ψυρρή, Κυψέλη, Νέος Κόσμος, Καλλιθέα. Αλλά δεν μετανιώνω καθόλου».
Αισθάνεστε ελεύθερος;
«Σε στιγμές νιώθω ελεύθερος. Κυρίως όμως νιώθω πεισματάρης, πεισματάρης σε αυτό που πιστεύω και δεν θέλω να παρεκκλίνω. Δεν ξέρω αν είναι δέσμευση, ελευθερία ή και τα δύο. Αλλοτε σκλάβος του πείσματός μου και άλλοτε κυρίαρχος».