Μία ιδιαίτερα θετική οικονομική κίνηση του 2019 ήταν ότι η Ελλάδα αποπλήρωσε δάνειο ύψους 2,7 δις Ευρώ στο ΔΝΤ το οποίο κάλυπτε όλες τις δόσεις του 2020 κα τις μισές του 2021.
Οι συγκεκριμένες δανειακές υποχρεώσεις είχαν επιτόκιο 4,91%, πολύ υψηλότερο, δηλαδή, από το περίπου 1,3% με το οποίο δανειζόμαστε σε 10ετές ορίζοντα σήμερα. Εφόσον το σημερινό κόστος δανεισμού διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα, η χώρα μας μπορεί να προβεί σε περαιτέρω πρόωρες αποπληρωμές χρέους οι οποίες θα βελτιώσουν την βιωσιμότητα χρέους και θα επιταχύνουν τις πιστοληπτικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας.
Οι προαναφερθείσες θετικές οικονομικές εξελίξεις έρχονται στον απόηχο της πρόσφατης απόφασης της Standard&Poor’s να αναβαθμίσει την χώρα μας κατά μία βαθμίδα σε ΒΒ- από Β+. Εξακολουθούμε και παραμένουμε, όμως, 3 βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα η οποία θα μας δώσει το δικαίωμα συμμετοχής στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Κάτι τέτοιο θα συμπιέσει περαιτέρω το ελληνικό κόστος δανεισμού. Πόσο γρήγορα μπορεί να συμβεί λοιπόν η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα και τι οφέλη μπορούν να έχουν οι (όποιες) αναβαθμίσεις για την ελληνική οικονομία;
Από ιστορική άποψη, η Ελλάδα αξιολογήθηκε (πάλι από την Standard&Poor’s) στην βαθμίδα ΒΒ- τον Μάρτιο του 2011 προτού «κατρακυλίσει» μέχρι τον «πάτο», ήτοι την κατηγορία «selective default». Χρειάστηκαν, δηλαδή, 8,5 έτη (!) προκειμένου η Ελλάδα να επιστρέψει (βασανιστικά αργά) στην βαθμίδα ΒΒ-, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι οι όποιες αναβαθμίσεις είναι εξαιρετικά χρονοβόρες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στοχεύει την επιστροφή της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα εντός 18 μηνών. Αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτά, σύμφωνα με την ΕΚΤ, «επιμένουν», το δεύτερο τρίμηνο του 2019, στο 39,24% του συνόλου των δανείων σε αντίθεση με το 3,56% στο σύνολο της Ευρωζώνης.
Το σχέδιο «ΗΡΑΚΛΗΣ» αποτελεί μία καλή αρχή για την αντιμετώπιση των παραπάνω δανείων. Κια τούτο επειδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν ‘βαρίδι’ για την ελληνική οικονομία καθώς περιορίζουν τις δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα επιχειρηματικά (και καταναλωτικά) δάνεια, και, σε τελική ανάλυση, υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας μας.
Όπως, όμως, ο (μυθικός) Ηρακλής ολοκλήρωσε τους άθλους του με την βοήθεια του ανηψιού του Ιόλαου, έτσι και η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορεί από μόνη της να επιταχύνει τις πιστοληπτικές αναβαθμίσεις. Προκειμένου να επιτευχθούν περαιτέρω αναβαθμίσεις χρειαζόμαστε επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων καθώς, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της World Bank, η Ελλάδα μόλις και καταλαμβάνει την 76η θέση μεταξύ 214 κρατών ως προς τον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών».
Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων θα προσελκύσει περαιτέρω επενδύσεις έτσι ώστε να επιτύχουμε αναθέρμανση της οικονομίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το ΔΝΤ εκτιμά για την χώρα μας ανάπτυξη 2,22% το 2020 και πολύ πιο ασθενή ανάπτυξη 0,89% το 2023 και 0,93% το 2024 .
Όλα τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι το 2,8% που εκτιμά το οικονομικό επιτελείο για το 2020 αλλά και οι ρυθμοί ανάπτυξης 3% με 4% τους οποίους προσδοκούσε τουλάχιστον προεκλογικά ο κ. Μητσοτάκης προϋποθέτουν περαιτέρω πιστοληπτικές αναβαθμίσεις οι οποίες, για να συμβούν σε σχετικά γρήγορο χρονικό διάστημα, «απαιτούν» επίσπευση των μεταρρυθμίσεων…
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.