Κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού 2020 στη βουλή ο κ. πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ευθαρσώς τη στάση της Ελλάδας, έναντι της Τουρκίας.
Τόνισε πως η πατρίδα μας ακολουθεί μια φιλειρηνική πολιτική και ευελπιστεί πως οι σχέσεις μας με τη συγκεκριμένη γείτονα χώρα θα είναι φιλικές, όπως αρμόζει μεταξύ δύο συμμαχικών χωρών. Όμως, αν η Τουρκία θίξει ή παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, τότε θα πρέπει να είναι σίγουρη ότι θα απαντήσουμε αμέσως, όπως πρέπει.
Αυτό αγαπητέ αναγνώστη σημαίνει πόλεμο. Η Ελλάδα έχει πλούσια ιστορία τέτοιου είδους καταστάσεις και πολέμους. Για τους Έλληνες η ιστορική παρακαταθήκη είναι το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα, που δεν ξεπερνιέται και δεν ξεχνιέται με τίποτε.
Αλλά εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε ακόμη πως κι η στάση των αρχηγών των υπόλοιπων κομμάτων της βουλής ήταν ίδια μ’ αυτήν του κ. πρωθυπουργού. Όλοι απέδειξαν περίτρανα την πατριωτική τους θέση. Κανένας δεν λιγοψύχησε.
Όμως κάποια πράγματά οφείλουμε να τα δούμε με νηφαλιότητα, γιατί πρόκειται για αντικειμενικές καταστάσεις, που δεν αλλάζουν με τα λόγια. Η πραγματικότητα είναι πως εμείς είμαστε μόνο 11 εκατομμύρια ψυχές, ενώ οι γείτονες είναι 83.
Αυτό σημαίνει πως έχουν υπό τα όπλα πολύ περισσότερο στρατό από εμάς. Έπειτα, το ΑΕΠ της Τουρκίας είναι γύρω στα 800 δισ. ενώ το δικό μας γύρω στα 180. Αυτό σημαίνει πως οι αγορές εξοπλισμών των γειτόνων μας είναι μεγαλύτερες. Αυτά όλα «summa summarum» σημαίνουν πως η Τουρκία είναι υπέρτερη από εμάς.
Σε μια πολεμική διένεξη, όπως και σ’ ένα ματς ποδοσφαίρου η μια ομάδα χάνει κι η άλλη κερδίζει. Έτσι , αν ο προπονητής διαπιστώσει μπροστά από το παιχνίδι πως οι αντίπαλοι είναι ισχυρότεροι, τότε φροντίζει να ενισχύσει την ομάδα του και να εφαρμόσει περισσότερο ένα αμυντικό κι όχι επιθετικό παιχνίδι.
Ως εκ τούτου εμείς κάνουμε τις ακόλουθες σκέψεις :
Τι θα μπορούσε να γίνει ;
Επειδή ιστορικά οι εμπειρίες μας με τους Τούρκους είναι πολλές και κακές , θεωρώ πως ότι κι αν πούμε, είναι λίγο, επειδή, κακά τα ψέματα, με θαρραλέες παρόλες δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα. Χρειαζόμαστε ενίσχυση δύναμης και αυτό γίνεται, πέρα από την αγορά πρόσθετων εξοπλισμών, μόνο με συμμαχίες.
Σ’ αυτό το σημείο η κυβέρνηση υστερεί. Όμως, ένεκα της κόντρας που προέκυψε μεταξύ της υπερδύναμης και της Τουρκίας, έχουμε δεθεί πιο ισχυρά με τις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι πως οι Αμερικανοί μετακίνησαν πολλές στρατιωτικές βάσεις τους από την Τουρκία στην πατρίδα μας. Αυτό το γεγονός είναι ενισχυτικό για μας.
Αλλά, η κόντρα Τούρκων – Αμερικανών συνεχίζεται, αφενός μεν, επειδή το αμερικανικό Κογκρέσο αποφάσισε να προκαλέσει αντίποινα για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, αφετέρου δε, γιατί το ίδιο σώμα αναγνώρισε τη σφαγή του 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων, που επιτέλεσαν οι Τούρκοι το 1915, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως γενοκτονία.
Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση, ο Ερντογάν απείλησε πως θα εκδιώξει τις τελευταίες δυο αμερικανικές βάσεις από τη χώρα του.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Αμερική με τη Σοβιετική Ένωση ήταν σύμμαχα κράτη, που πολέμησαν τον Χίτλερ. Όμως η σχέση αυτή ήταν λυκοφιλία, γιατί το 1948 ο Στάλιν τα «έσπασε» με τους Αμερικανούς και άρχισε τον «Ψυχρό Πόλεμο», για την κυριαρχία του κόσμου.
Ως απάντηση σ’ αυτήν την κατάσταση οι δυτικοί δημιούργησαν το 1949 τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Στην πορεία του χρόνου, από τη δεκαετία του 1950 οι Αμερικανοί έστησαν στα συμμαχικά κράτη της δυτικής Ευρώπης βάσεις ατομικών όπλων. Έτσι από τα μέσα περίπου εκείνης της δεκαετίας, μέχρι το 1991, που κατέρρευσε / διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ, στάθμευε στην Άραξο της Πελοποννήσου ένα σμήνος αμερικανικών μαχητικών αεροπλάνων με ατομικές βόμβες. Σήμερα σταθμεύουν σε βάσεις της Γερμανίας, Ολλανδίας, Βελγίου και Ιταλίας.
Τώρα λοιπόν ο Ερντογάν δήλωσε δημόσια, κάτι βέβαια, που ξέραμε, ότι στην αεροπορική βάση του Ίνσισρλικ σταθμεύουν ακόμη αμερικανικά πυρηνικά όπλα, τα οποία θα πρέπει να αποσυρθούν μαζί με τη βάση του Ραντάρ, που οι Αμερικανοί διατηρούν στο Κιουρετσίκ της Καπαδοκίας έναν ισχυρό σταθμό, για να εποπτεύουν την αραβική χερσόνησο.
Λοιπόν, η Ελλάδα οφείλει, για να ενισχυθεί πολύ ισχυρά, να προσφέρει στους Αμερικανούς δυο ακόμη βάσεις, προκειμένου να πάψουν να εκβιάζονται από τους «Μεμέτιδες».
Σίγουρα, θα υπάρξει αντίδραση από μεγάλο μέρος των Ελλήνων. Αλλά, επειδή η παγκόσμιος κατάσταση δεν εγκυμονεί κινδύνους, η κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί ένα και μόνο επιχείρημα: «αν δεν βρέξει κανείς τα πόδια του, δεν τρώει ψάρια».