Από την μετωπική σύγκρουση Μητσοτάκη – Τσίπρα στο πεδίο της οικονομίας αλλά την διαμόρφωση συναινετικού πεδίου στα εθνικά θέματα, όπως επιβάλλει η κρισιμότητα της περιόδου λόγω της κλιμακούμενης τουρκικής προκλητικότητας, σημαδεύτηκε η ψήφιση του προϋπολογισμού του κράτους για το 2020, μια χρονιά κρίσιμη για την πορεία ανάταξης της ελληνικής οικονομίας μετά την δεκαετή κρίση.
Ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης της ΝΔ εγκρίθηκε με 158 «ναι» έναντι 139 «όχι», ενώ το κονδύλι για την άμυνα στηρίχθηκε και από τον ΣΥΡΙΖΑ όπως και την Ελληνική Λύση, με το ΚΙΝΑΛ να επιλέγει την καταψήφισή του αν και η Φώφη Γεννηματά είχε ζητήσει νωρίτερα να σταλεί ένα καθαρό μήνυμα αποφασιστικότητας στον Ερντογάν. Σε δήλωσή του πάντως ο γραμματέας της Κ.Ο. του ΚΙΝΑΛ Βασίλης Κεγκέρογλου διευκρίνιζε αργότερα ότι «σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη για τα εθνικά μας θέματα περίοδο, αρνηθήκαμε να συμφωνήσουμε με την μείωση κατά 141 εκατ. ευρώ του προϋπολογισμού του υπουργείου Εθνικής Άμυνας». Το κονδύλι για την άμυνα δεν ψήφισε, όπως κάνει πάντα, και το ΚΚΕ, ενώ το ΜέΡΑ25 επέλεξε το «παρών».
Η σύγκλιση στα εθνικά θέματα ήταν μια παράμετρος που προσέδωσε στην αντιπαράθεση έναν διαφορετικό χαρακτήρα και επανέφερε στο Κοινοβούλιο μια παράδοση ετών που είχε διακοπεί κατά τα μνημονιακά χρόνια και ήθελε συμπολίτευση και αξιωματική αντιπολίτευση να συντάσσονται σε ό,τι είχε να κάνει με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για την εθνική άμυνα της χώρας. Ήταν δε αισθητή η διαφορά που διέκρινε τους τόνους της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος άσκησε οξύτατη κριτική στην κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό – «απάτη», όπως τον χαρακτήρισε, ενώ όταν αναφέρθηκε στην πορεία των εθνικών θεμάτων και τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επισήμανε την κρισιμότητά τους και την ξεκάθαρη στάση ου πρέπει να επιδείξει η χώρα μας στέλνοντας το μήνυμα προς την Τουρκία αλλά και την διεθνή κοινότητα ότι «θα προστατεύσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με όλα τα μέσα αλλά στόχος μας δεν είναι να ακολουθήσουμε την Τουρκία στον αδιέξοδο δρόμο της σύγκρουσης και των τετελεσμένων».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ευθέως ότι προσυπογράφει την ανάγκη ενότητας στα εθνικά θέματα, αν και νωρίτερα οι δυο άνδρες είχαν διασταυρώσει τα ξίφη τους στα θέματα οικονομίας με σφοδρότητα. Επί της ουσίας συγκρούστηκαν δυο διαφορετικές οπτικές για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα προκειμένου να σταθεί η οικονομία στα πόδια της.
Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε «απάτη» τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης τονίζοντας ότι είναι άδικος και σε λάθος κατεύθυνση, ενώ επιχείρησε να αντιπαραβάλλει τους προϋπολογισμούς επί ΣΥΡΙΖΑ με στόχο να στηρίξει το αφήγημα ότι παρά την φοροεπιβάρυνση που υπήρξε λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων, ταυτόχρονα έγιναν προσπάθειες για ελάφρυνση των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και στήριξη του κοινωνικού κράτους προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το βασικό επιχείρημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν ότι «δεν προβλέπεται τίποτα καλό για τους πολλούς αλλά για τους λίγους και εκλεκτούς», καθώς είναι «προϋπολογισμός ταξικής μονομέρειας και νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας και απάτης», όπως τον χαρακτήρισε.
Ο πρωθυπουργός σηκώνοντας το γάντι του απάντησε ότι «δεν είστε ανιχνευτής απάτης αλλά παραγωγός απάτης» και ότι με αυτό τον προϋπολογισμό η κυβέρνηση «γράφει τίτλους τέλους για μια αποτυχημένη πολιτική», υπενθυμίζοντας στον αντίπαλό του ότι στις εκλογές του περασμένου Ιουλίου οι πολίτες «σας μαύρισαν γιατί τους μαυρίσατε την ζωή».
«Ο προϋπολογισμός ανακουφίζει την μεσαία τάξη και φροντίζει τους ασθενέστερους με ένα οργανωμένο πρόγραμμα μείωσης των φόρων», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης εξαγγέλλοντας ότι μέσα στο 2020 ξεκινά η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται η συνολική μείωση 30% του ΕΝΦΙΑ με πρόσθετη μείωση κατά 8% σε συνδυασμό με τις νέες αντικειμενικές αξίες. Η έμφαση δόθηκε από την πλευρά του στο ότι ο προϋπολογισμός αυτό δεν κρύβει το ενδιαφέρον του για την μεσαία τάξη και για τους μισθωτούς. «Ξέρω ότι μέχρις στιγμής δεν έχουν ωφεληθεί από τις πολιτικές μας στο βαθμό που θα περίμεναν. Αυτό όμως αλλάζει. Καθώς, μήνα τον μήνα, θα δημιουργείται με ασφάλεια και πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος», όπως είπε, ενώ όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά διαμήνυσε ότι «έχουμε ισχύ, αλλά και φιλική διάθεση» και προϋπόθεση για κάθε συζήτηση με την Τουρκία είναι «να εγκαταλείψει την εμπρηστική ρητορική και την προκλητική πρακτική».