Στη Θεσσαλονίκη υπό κανονικές συνθήκες θα μιλούσαμε για ένα ανέλπιστο δώρο. Κατά τις εργασίες για την κατασκευή του Σταθμού Βενιζέλου του Μετρό, βρέθηκε πριν από μερικά χρόνια ένα μοναδικό μνημειακό σύνολο: το σταυροδρόμι δύο βασικών οδών της ρωμαϊκής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης με όλες τις υποδομές τους. Με πεζοδρόμια, καταστήματα, πλατείες, συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης. Εύρημα μοναδικό, συγκρίσιμο μόνο με τη διατήρηση ανάλογων στοιχείων σε θέσεις όπως η Πομπηία.
Η αρχική απόφαση το 2013 ήταν να αποσπαστούν και να μεταφερθούν στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά. Μετά το βάρος των πρώτων αντιδράσεων το 2014 αποφασίζεται από το υπουργείο Πολιτισμού η απόσπαση και επανατοποθέτηση.
Όμως, η αρχαιολογική κοινότητα αντιδρά. Υποστηρίζει ότι η απόσπαση θα σημάνει καταστροφή και ότι η επανατοποθέτηση πέραν των τεράστιων δυσκολιών μπορεί και να μη γίνει ποτέ.
Οι μόνοι που επιμένουν πάρα πολύ είναι οι εργολάβοι του έργου υποστηρίζοντας ότι θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η κατασκευή του Μετρό. Βέβαια, στην πραγματικότητα η καθυστέρηση του Μετρό της Θεσσαλονίκης δεν οφείλεται στα αρχαία του Σταθμού Βενιζέλου. Ούτως ή άλλως ήταν κοινό μυστικό εξαρχής ότι θα ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο και λόγω των χαρακτηριστικών της περιοχής και επειδή θα συναντούσε διαρκώς αρχαιότητες, μια που μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης έχει συνεχόμενη κατοίκηση από την αρχαιότητα. Επιπλέον, υπήρξε και καθυστέρηση επειδή η πρώτη ανάδοχος εταιρεία για την κατασκευή του έργο κατέρρευσε οικονομικά και χρειάστηκε να βρεθεί νέος ανάδοχος.
Η απόφαση για διατήρηση
Όμως, τα αρχαία ευρήματα είναι μοναδικά και διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τεχνικές λύσεις για να μπορέσει να γίνει η γραμμή του Μετρό και ο Σταθμός με τα αρχαία να διατηρούνται κατά χώραν, με την προοπτική φυσικά στο μέλλον να είναι επισκέψιμα. Αρχίζουν διαμαρτυρίες, κινητοποιήσεις αλλά και προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Αποτέλεσμα το 2017 το υπουργείο Πολιτισμού αποφασίζει να μην αποσπαστούν οι αρχαιότητες. Γίνονται μάλιστα και οι σχετικές μελέτες. Στην κινητοποίηση για να μην αποσπαστούν τα αρχαία πρωτοστατούν ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, η ευρύτερη επιστημονική κοινότητα των αρχαιολόγων, αλλά και ο τότε δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης που γίνεται ουσιαστικά μπροστάρης της όλης προσπάθειας.
Όμως, εξακολουθούσαν να υπάρχουν αντιδράσεις. Γύρω από αυτό το θέμα αρχίσει να καλλιεργείται τεχνηέντως ή άποψη ότι για την καθυστέρηση στο έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης ευθύνονται οι αρχαιότητες στο σταθμό Βενιζέλου. Μετά την απόφαση του Γιάννη Μπουτάρη να μη διεκδικήσει την δημαρχία για τρίτη φορά, οι παρατάξεις που κονταροχτυπιούνται για τις πρώτες θέσεις, υιοθετούν τη θέση της απόσπασης. Ωστόσο, την ίδια ώρα στους πολίτες της Θεσσαλονίκης κυριαρχεί η θέση να μείνουν τα αρχαία, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις κατά της απόσπασης.
Το υπουργείο Πολιτισμού αλλάζει άποψη
Το υπουργείο Πολιτισμού μετά την αλλαγή κυβέρνησης αποφασίζει, παρά τις μελέτες που έχουν γίνει, να ανοίξει ξανά το θέμα. Άλλωστε, όπως φάνηκε και από τον τόνο σε άλλες υποθέσεις όπως αυτή του Ελληνικού, κυριαρχεί το κλίμα ότι η αρχαιολογική προστασία είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη.
Γύρω από αυτό ξεκινά μια ολόκληρη μεθόδευση ώστε το θέμα να επανέλθει, να τεθεί σε συζήτηση και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (η σύνθεση του οποίου αποφασίζεται από τον εκάστοτε υπουργό πολιτισμού) να αποφασίσει υπέρ της απόσπασης.
Απέναντι σε αυτό κορυφώθηκε η κινητοποίηση και των αρχαιολόγων και πολιτών της πόλης της Θεσσαλονίκης. Σημειώνουμε εδώ ότι όλοι οι ειδικοί από το εξωτερικό που κλήθηκαν να σχολιάσουν υποστήριξαν ότι πρέπει να μην αποσπαστούν τα αρχαία, αυτή τη θέση οι επιστημονικοί φορείς που ασχολούνται με την βυζαντινή αρχαιολογία στην Ελλάδα, ενώ αυτή ήταν και η έκκληση της Europa Nostra ενός από τους σημαντικότερους διεθνείς ευρωπαϊκούς οργανισμούς για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ωστόσο, πρυτάνευσε η λογική να διευκολυνθούν οι εργολάβοι. Ως αποτέλεσμα κατατέθηκε κυριολεκτικά τελευταία στιγμή και χωρίς πραγματικό χρόνο για να μελετηθεί, αίτημα της Αττικό Μετρό Α.Ε. για την αναπομπή του θέματος. Είναι εντυπωσιακό ότι οι σχετικές μελέτες δεν εξηγούν πώς θα γίνει η απόσπαση και η επανατοποθέτηση, παρά μόνο υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν τις καταστροφές που θα επέλθουν στις αρχαιότητες, εάν παραμείνουν στη θέση τους. Οι αρχαιολόγοι που διαμαρτύρονται υποστηρίζουν ότι τα επιχειρήματα δεν στέκουν και ότι απλώς διατυπώθηκαν για να εξυπηρετήσουν τη συγκεκριμένη μεθόδευση.
Το υπουργείο Πολιτισμού από τη μεριά του οχυρώνεται πίσω από τη θέση ότι δεν πρόκειται για απόσπαση – καταστροφή αλλά για απόσπαση – επανατοποθέτηση. Ωστόσο, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι πρώτα αποφασίστηκε η απόσπαση και μετά θα έλθει η μελέτη που θα εξηγεί πώς θα γίνει η απόσπαση και επανατοποθέτηση.
Σημειώνουμε εδώ ότι η αρχαιολογική νομοθεσία ρητά προϋποθέτει την διατήρηση των αρχαιοτήτων κατά χώραν και επιτρέπει σε πολύ οριακές περιπτώσεις την απόσπαση και την επανατοποθέτηση.
Επιπλέον, οι περισσότεροι ειδικοί που έχουν τοποθετηθεί επιμένουν ότι η απόσπαση των αρχαίων είναι πολύ πιθανό να επιφέρει την καταστροφή σημαντικού μέρους τους, ενώ δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να γίνει η επανατοποθέτηση και για τεχνικούς λόγους και για λόγους κόστους.
Τελικά τι σημαίνει προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς;
Όμως, το μεγάλο ερώτημα είναι τελικά ποια αντίληψη έχουμε για την αρχαιολογική κληρονομιά. Δεν γίνεται από τη μια να λέμε ότι ο πολιτισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας και να διεκδικούμε την επιστροφή του Παρθενώνα και από την άλλη με περισσή σπουδή να ετοιμαζόμαστε να διακινδυνεύσουμε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, που θα έδινε μια εντυπωσιακή εικόνα της διαχρονίας μιας πόλης που κατεξοχήν υπερηφανεύεται για το παρελθόν και την ιστορία της!
Υπό κανονικές συνθήκες, υπό τις συνθήκες μια χώρας που βλέπει την ανάπτυξη όχι με όρους «πότε θα πάρουν εμπρός οι μπουλντόζες», αλλά με όρους του πώς θα συνδυάσουμε τεχνολογία, ανάπτυξη και πολιτισμό, θα έπρεπε χρόνια τώρα να είχαν διατεθεί όλοι οι αναγκαίοι υλικοί και ερευνητικοί πόροι ώστε να είχαν αντιμετωπιστεί τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν τη διατήρηση των αρχαιοτήτων και μαζί τη χάραξη ενός τόσο αναγκαίου για τη συμπρωτεύουσα συγκοινωνιακού έργου. Θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει εάν όχι ολοκληρωθεί τα σχετικά έργα και σήμερα να συζητάμε για το με ποιο τρόπο θα αναδειχτεί ακόμη περισσότερο ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος και με ποιον τρόπο θα μπορέσει να αξιοποιηθεί για την προσέλκυση επισκεπτών σε μια πόλη που θέλει να είναι το ίδιο υπερήφανη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Αντ’ αυτού είχαμε για χρόνια τοπικούς παράγοντες να αντιμετωπίζουν έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο ως «εμπλοκή» και ως μπελά, τους ίδιους που πανηγυρίζουν σήμερα για την απόφαση απόσπασης. Λίγα πράγματα συγκεφαλαιώνουν ίσως καλύτερα τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την ανάπτυξη στη χώρα μας.