Τι γυρεύουν ένας Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis) και ένας Homo sapiens σε μια σπηλιά στη Μάνη; Αυτό είναι το ερώτημα που αυτομάτως γεννήθηκε όταν η ερευνητική ομάδα της κυρίας Κατερίνας Χαρβάτη, καθηγήτριας Παλαιοανθρωπολογίας και διευθύντριας του Κέντρου Senckenberg Ανθρώπινης Εξέλιξης και Παλαιοπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της πόλης Τίμπιγκεν (Tübingen) στη Γερμανία χρονολόγησαν και αποκατέστησαν ψηφιακά δύο κρανία που είχαν εντοπιστεί τη δεκαετία του 1970 σε ένα σπήλαιο στη θέση Απήδημα στην ακτογραμμή μεταξύ Αρεοπόλεως και Λιμενίου.
Βλέπετε, έτσι είναι η παλαιοανθρωπολογία, κάθε νέα ανακάλυψη γεννά αμέσως νέα ερωτήματα. Και δεν είναι καθόλου απλό να συνάγει κανείς την εξελικτική ιστορία του ανθρώπινου είδους μέσα από απολιθώματα. Είναι όμως εξαιρετικά γοητευτικό όταν οι σύγχρονες τεχνικές αποκαλύπτουν τα μυστικά των απολιθωμάτων. Μοιάζει τότε οι πέτρινοι σκελετοί να ζωντανεύουν και να διηγούνται οι ίδιοι την περιπετειώδη ζωή τους.
Εκπληξη στη Μάνη
Τι θα μας έλεγαν άραγε αν μπορούσαν να μιλήσουν τα δύο κρανία του Απηδήματος, τα οποία, όπως συνηθίζεται, ονομάστηκαν Απήδημα1 και Απήδημα2 όταν εντοπίστηκαν στο ίδιο κομμάτι βράχου στο σπήλαιο Α (το ένα από τα πέντε της θέσης αυτής); Θα μας εξέπλητταν λέγοντάς μας να μην εξάγουμε βιαστικά συμπεράσματα, γιατί αν και τα δυο τους πέρασαν χιλιάδες χρόνια μαζί αναμένοντας την ανακάλυψή τους από την αρχαιολογική σκαπάνη, όταν ήταν εν ζωή δεν συναντήθηκαν ποτέ! Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Το Απήδημα1 βρέθηκε να είναι ηλικίας 210.000 ετών και το Απήδημα2 αποκαλύφθηκε πολύ νεότερο, μόλις 170.000 ετών.
Και δεν είναι μόνο αυτό: το Απήδημα1 είναι ένας πρώιμος Homo sapiens ενώ το Απήδημα2 είναι ένας Homo neaderthalensis. Και ενώ είναι αναμενόμενο να βρίσκεται ένας Νεάντερταλ στη Μάνη πριν από 170.000 χρόνια, αφού το είδος αυτό των ανθρωπίδων (hominins) κυριαρχούσε στην Ευρώπη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η πρώιμη παρουσία σύγχρονων ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη δεν είχε μέχρι σήμερα τεκμηριωθεί.
Αυτό που θα μας έλεγε αν μιλούσε το Απήδημα1 θα ήταν μια ιστορία ηρωικής εξόδου από την Αφρική η οποία έληξε άδοξα. Βλέπετε, όλα τα μέχρι σήμερα ευρήματα τοποθετούν την άφιξη του σύγχρονου ανθρώπου στην Ευρώπη γύρω στα 45.000 χρόνια πριν. Τι γύρευε λοιπόν ένας Homo sapiens στη Μάνη πριν από 200.000 και πλέον χρόνια; «Η παλαιοανθρωπολογία βρίθει αναπάντητων ερωτημάτων και ένα από αυτά είναι το πότε πρωτοκατοικήθηκε η Ευρώπη» μας είπε κατά τη διάρκεια αποκλειστικής συνέντευξης που παραχώρησε για τους αναγνώστες του ΒΗΜΑ-Science η καθηγήτρια Κατερίνα Χαρβάτη και συνέχισε: «Ομοίως, δεν είναι ξεκάθαρο σήμερα το πόσα, ποια και τι προέλευσης ήταν τα είδη που έζησαν στην Ευρώπη, και βεβαίως θα θέλαμε να γνωρίζουμε πότε έφτασε ο σύγχρονος άνθρωπος στην Ευρώπη και πώς η άφιξή του επηρέασε τους Νεάντερταλ».
Φυσικός διάδρομος μετανάστευσης
Μέχρι πρόσφατα οι αρχαιότερες ενδείξεις της παρουσίας του σύγχρονου ανθρώπου προέρχονταν από την Ιταλία και τοποθετούνται γύρω στα 45.000 χρόνια πριν. Με δεδομένο ότι η εξαφάνιση των Νεάντερταλ τοποθετείται γύρω στα 40.000 χρόνια πριν, τόσο τα αίτια της εξαφάνισης όσο και το ενδεχόμενο της συνύπαρξης των δύο ειδών θεωρούνται «καυτά» θέματα της παλαιοανθρωπολογίας. Ωστόσο, την κυρία Χαρβάτη βασανίζει κάτι ακόμα, και αυτό αποτελεί τον λόγο για τον οποίο εδώ και μία εικοσαετία έχει εστιάσει τις έρευνές της στον ελλαδικό χώρο. «Αν δει κανείς τον χάρτη, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελεί κομβικό σημείο για τη διασπορά του προερχόμενου από την Αφρική σύγχρονου ανθρώπου. Στην ουσία πρόκειται για ένα πέρασμα, έναν φυσικό μεταναστευτικό διάδρομο. Επίσης, η ίδια περιοχή θα μπορούσε να έχει λειτουργήσει και ως καταφύγιο κατά τις παγετώδεις περιόδους, όταν βορειότερα οι θερμοκρασίες θα δυσχέραιναν τη διαβίωση. Υπό αυτό το πρίσμα θα περίμενε κανείς να υπάρχουν πολλά απολιθώματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία στον ελλαδικό χώρο. Ομως αυτό δεν συμβαίνει! Με εξαίρεση τον άνθρωπο των Πετραλώνων, για τον οποίο η χρονολόγηση είναι αβέβαιη, αν και πιστεύουμε ότι πρόκειται για πρόγονο των Νεάντερταλ, δηλαδή για έναν Homo heidelbergensis, μέχρι πρόσφατα ελάχιστες ενδείξεις υπήρχαν για την ανθρώπινη παρουσία στον ελλαδικό χώρο».
Ελέφαντες στη Μαραθούσα
Η παραπάνω εικόνα έχει βελτιωθεί χάρη στις ερευνητικές προσπάθειες της κυρίας Χαρβάτη και των εν Ελλάδι συνεργατών της. Οπως προκύπτει από μια σειρά άρθρων τα οποία δημοσιεύθηκαν πέρυσι (σε συνεργασία με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας) και αφορούν ευρήματα της θέσης Μαραθούσα στη Μεγαλόπολη, εικάζεται η παρουσία ανθρωπίδων στην περιοχή 450.000 χρόνια πριν! Μιλώντας στο ΒΗΜΑ-Science η διευθύντρια της Εφορείας, αρχαιολόγος κυρία Ελένη Παναγοπούλου, εξήγησε τη σημασία της θέσης Μαραθούσα: «Η θέση αυτή η οποία εντοπίζεται στα παλιά λιγνιτωρυχεία της Μεγαλόπολης υπήρξε στο Μέσο Πλειστόκαινο μια θέση αυξημένης βιοποικιλότητας, καθώς εκεί υπήρχε μια λίμνη. Τα όρια της λίμνης μπορούσαν να ποικίλλουν, εξαρτώμενα από τη στάθμη των υδάτων, ωστόσο ήταν ένα σημείο στο οποίο ζούσαν ή κατέφθαναν πολλά ζώα: ψάρια, αμφίβια, πτηνά, μικρά και μεγάλα θηλαστικά και μεταξύ αυτών και ελέφαντες του είδους Palaeoloxodon antiquus. Η ανασκαφή μας εκεί έφερε στο φως περισσότερα από 1.000 τέχνεργα τα οποία χρησιμοποιούνταν για τον τεμαχισμό των ελεφάντων, όπως προκύπτει από τα ίχνη κοπής στα απολιθωμένα οστά τους». Με άλλα λόγια, μπορεί να μη βρέθηκαν απολιθώματα εκείνων που τεμάχιζαν τους ελέφαντες και τα άλλα μικρότερα ζώα, αλλά όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της παρουσίας τους στην περιοχή πριν από σχεδόν μισή χιλιετία.
«Η Μαραθούσα είναι η αρχαιότερη, χρονολογημένη με ραδιοχρονολόγηση, θέση που έχει βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα. Αποτελεί τη μοναδική θέση σφαγής ελεφάντων της κατώτερης Παλαιολιθικής εποχής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» μας είπε η κυρία Χαρβάτη και εξήγησε: «Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι ο πρώιμος άνθρωπος, πιθανότατα Homo heidelbergensis, είχε φτάσει στην Ελλάδα πριν από τουλάχιστον 450.000 χρόνια. Να σημειώσουμε όμως ότι η Μαραθούσα είναι πολύ νεότερη θέση σε σχέση με θέσεις της Ιβηρικής οι οποίες τοποθετούν τον άνθρωπο στην Ευρώπη πριν από τουλάχιστον 1 εκατομμύριο χρόνια». Μας λέει άραγε η ελληνίδα ερευνήτρια ότι θα ήθελε να συνεχίσει την αναζήτηση για ακόμα αρχαιότερες ενδείξεις της παρουσίας των πρώιμων ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο; «Θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρχουν και πρέπει να αναζητηθούν…».
Τα δύο κρανία στο Απήδημα
Τι γίνεται όμως με τον σύγχρονο άνθρωπο; Πώς εντοπίστηκε στο Απήδημα; «Τα δύο κρανία του Απηδήματος βρίσκονταν στο Ανθρωπολογικό Μουσείο της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και είχαν εντοπιστεί από την ανασκαφική δραστηριότητα του καθηγητή Θεόδωρου Πίτσιου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Καθώς μάλιστα τα δύο κρανία βρέθηκαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, είχε θεωρηθεί ότι επρόκειτο για απολιθώματα της ίδιας περιόδου» μας λέει η σημερινή διευθύνουσα του Μουσείου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστολογίας και Εμβρυολογίας κυρία Μυρσίνη Κουλούκουσα. Το λατυποπαγές πέτρωμα το οποίο φιλοξενούσε τα κρανία είχε χρονολογηθεί μεταξύ 150.000 και 400.000 ετών, ενώ προηγούμενες εκτιμήσεις του κρανίου Απήδημα2 το είχαν τοποθετήσει στα 160.000 χρόνια πριν. «Οι προηγούμενες μελέτες είχαν εστιάσει αποκλειστικά στο Απήδημα2, το οποίο είναι αρκετά διαστρεβλωμένο και έχρηζε αποκατάστασης προκειμένου να μελετηθεί σωστά. Το αρχικό συμπέρασμα ήταν ότι επρόκειτο για Νεάντερταλ ή πρόγονό του. Αντιθέτως, το Απήδημα1 δεν είχε μελετηθεί ουσιαστικά και θεωρούνταν ότι ανήκε στον ίδιο πληθυσμό με το Απήδημα2» μας είπε η κυρία Χαρβάτη, η οποία ανέλαβε να τα μελετήσει διεξοδικότερα.
Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα του Τίμπιγκεν, αφού πραγματοποίησε μια λεπτομερή συγκριτική περιγραφή των δύο κρανίων, τα υπέβαλε σε αξονική τομογραφία, αντίστοιχη με αυτήν που εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις ιατρικών εξετάσεων.
Οι εικόνες της αξονικής τομογραφίας, οι οποίες στην ουσία επιτρέπουν να ξεχωρίσει κανείς τα απολιθωμένα οστά από την επίσης πέτρινη ουσία που τα περιβάλλει, χρησιμοποιούνται ως βάση για την εικονική αποκατάσταση των απολιθωμάτων.
Πραγματοποιήθηκαν τέσσερις διαφορετικές εικονικές αποκαταστάσεις (ενώ χρησιμοποιήθηκε και ο μέσος όρος αυτών στη στατιστική ανάλυση) προκειμένου να καταλήξουν οι ερευνητές στην τελική μορφή του. Τέλος, τα αποκατεστημένα απολιθώματα μελετήθηκαν με την τεχνική της γεωμετρικής μορφομετρίας και χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο σειράς Ουρανίου.
Η μέθοδος της γεωμετρικής μορφομετρίας κατέδειξε ότι το Απήδημα1 ήταν ένας Homo sapiens, ενώ το Απήδημα2 ανήκε στους Νεάντερταλ. Από τη ραδιοχρονολόγηση προέκυψε ότι ενώ η μήτρα (η πέτρα που φιλοξενούσε τα κρανία) ήταν ηλικίας 150.000 ετών, το Απήδημα1 ήταν ηλικίας 210.000 ετών και το Απήδημα2 ήταν 170.000 ετών.
Ιστορία με συνέχεια…
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πώς βρέθηκαν μαζί τα δύο κρανία που τα χωρίζουν 40.000 χρόνια; «Θεωρούμε ότι το πέτρωμα μέσα στο οποίο εντοπίστηκαν τα δύο κρανία δεν ήταν ο αρχικός τόπος απόθεσής τους. Αρχικά είχαν εναποτεθεί σε διαφορετικά σημεία του σπηλαίου, και μάλιστα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, το ένα πριν από 210.000 και το άλλο πριν από 170.000 χρόνια. Αργότερα θα πρέπει να παρασύρθηκαν και να κατέληξαν στην ίδια σχισμή, ενώ το ίζημα σκληρύνθηκε γύρω τους πριν από 150.000 χρόνια» μας είπε η κυρία Χαρβάτη, η οποία εξήγησε και την ουσία του θέματος: «Αυτό που πραγματικά μας λένε τα παραπάνω ευρήματα είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έφτασε στην Ευρώπη 150.000 χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι πιστεύαμε!».
Αν θέλαμε λοιπόν να διηγηθούμε την ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου, δεν θα αρχίζαμε από την επιτυχή έξοδό του από την Αφρική, αλλά από προηγούμενες απόπειρες. «Φαίνεται ότι η πρώτη διασπορά του Homo sapiens έλαβε χώρα νωρίτερα και πως αυτός επεκτάθηκε πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζαμε, αφού έφτασε μέχρι την Ελλάδα. Δεν ξέρουμε όμως τι απέγινε μετά. Δεν μπορούμε να πούμε αν νικήθηκε από τους Νεάντερταλ ή δεν μπόρεσε να επιβιώσει για κάποιον λόγο που αγνοούμε. Δεν μπορούμε να πούμε αν επιβίωσε! Η στοχευμένη έρευνα πεδίου και η ανάλυση ήδη υπαρχόντων ευρημάτων με νέες μεθόδους μπορούν να μας οδηγήσουν σε σημαντικές ανακαλύψεις. Εκτιμώ ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε νέα συναρπαστικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο».
Οι τεχνικές για τη χρονολόγηση των απολιθωμάτων
Οι τεχνικές (η ραδιοχρονολόγηση σειράς ουρανίου και η γεωμετρική μορφομετρία) που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο της κυρίας Χαρβάτη στο Τίμπιγκεν επιτρέπουν τόσο την ακριβή χρονολόγηση των απολιθωμάτων όσο και την ψηφιακή αποκατάστασή τους.
Η ραδιοχρονολόγηση σειράς ουρανίου είναι μια μέθοδος χρονολόγησης η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι τα ραδιενεργά ισότοπα διασπώνται με συγκεκριμένο ρυθμό. Στην προκειμένη περίπτωση το ουράνιο-234, το οποίο έχει χρόνο ημιζωής 245.000 χρόνια, διασπάται σε θόριο-230. Το ουράνιο, το οποίο είναι διαλυτό στο νερό, εισέρχεται τυχαία στα απολιθωμένα οστά. Αντιθέτως, το μη διαλυτό στο νερό θόριο-230 βρίσκεται στα απολιθωμένα οστά μόνο ως προϊόν της διάσπασης του ουρανίου-234. Ο υπολογισμός της ηλικίας των απολιθωμένων οστών βασίζεται στις σχετικές τιμές τόσο των δύο ισοτόπων όσο και των παραγώγων τους (τα ραδιενεργά ισότοπα συνεχίζουν να διασπώνται μέχρι τον σχηματισμό ενός σταθερού στοιχείου, το οποίο στην περίπτωση του ουρανίου είναι ο μόλυβδος). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η πρόσληψη ραδιενεργού ουρανίου από τα οστά είναι ένα τυχαίο γεγονός το οποίο μπορεί να συμβεί ταυτόχρονα με τον θάνατο του οργανισμού ή σε μεταγενέστερο χρόνο. Ετσι η ραδιοχρονολόγηση σειράς ουρανίου μάς δίνει την ελάχιστη ηλικία του οργανισμού, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός θα μπορούσε να είναι και κατά πολύ μεγαλύτερος. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν βρει τρόπους να υπολογίζουν το πιθανό αυτό σφάλμα και οι ραδιοχρονολογήσεις σειράς ουρανίου θεωρούνται από τις πλέον αξιόπιστες.
Η γεωμετρική μορφομετρία είναι ένα είδος στατιστικής ανάλυσης τρισδιάστατου σχήματος. Εν αντιθέσει με άλλες μορφομετρικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην παλαιοανθρωπολογία, εδώ αξιοποιούνται τρισδιάστατες συντεταγμένες σημείων πάνω στα οστά (και όχι αποστάσεις ή γωνίες). Επιπροσθέτως η μέθοδος αυτή επιτρέπει την ανάλυση του σχήματος χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το μέγεθος, το οποίο μπορεί να εισαχθεί στην ανάλυση ως ξεχωριστή μεταβλητή. Τα δεδομένα για τη γεωμετρική μορφομετρία λαμβάνονται από συσκευές τύπου σκάνερ, ενώ χρησιμοποιούνται εξειδικευμένα λογισμικά τα οποία επιτρέπουν τη «χειρωνακτική» αποκατάσταση στον υπολογιστή και τη συγκριτική μελέτη των αποκατεστημένων οστών.