Αίσθηση και έντονες συζητήσεις προκάλεσε το άρθρο – παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, μέσα από τις σελίδες των «ΝΕΩΝ» του Σαββατοκύριακου.
Ο κ. Σημίτης θυμάται τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999 όπου έγινε το πρώτο βήμα για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και κατηγορεί τον πρώην πρωθυπουργό και τη ΝΔ για τις μετέπειτα εξελίξεις. Ειδικά για τους χειρισμούς στη Σύνοδο Κορυφής του 2004
«Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών (2004) αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρόλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι -και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν»», γράφει ο πρώην πρωθυπουργός.
Τίτλος στην πρώτη σελίδα των «ΝΕΩΝ» ήταν: «Καταπέλτης ο Κώστας Σημίτης για τα ελληνοτουρκικά – Για όλα φταίει ο Καραμανλής»
Με ανακοίνωση που εξέδωσε ο πρώην πρωθυπουργός δείχνει να μη συμφωνεί με τον τίτλο τονίζοντας ότι προσωπικοί χαρακτηρισμοί για πολιτικούς «μου ήταν πάντα ξένοι».
«Το σημερινό μου άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ έχει τίτλο ‘’μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε’’ και αναφέρεται στη συμφωνία του Ελσίνκι. Προσωπικοί χαρακτηρισμοί για πολιτικούς, όπως εκείνος που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, μου ήταν πάντα ξένοι», δηλώνει ο κ. Σημίτης.
Η ουσία πάντως μένει και δεν είναι άλλη από τη σφοδρή κριτική που ασκείται στον Κ. Καραμανλή για τους χειρισμούς του. Και για το γεγονός ότι μπλόκαρε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Μιλώντας το πρωί στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, δεν σχολίασε το άρθρο σημείωσε ωστόσο ότι η ευθύνη για το ότι η Τουρκία δεν μπήκε στην ΕΕ, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στη γείτονα.
Συμφωνεί η Φώφη
Από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής, η Φώφη Γεννηματά συντάχθηκε πλήρως με την τοποθέτηση του κ. Σημίτη και άσκησε με τη σειρά της κριτική στους χειρισμούς του Κώστα Καραμανλή το 2004.
«Ήταν κορυφαία στιγμή το Ελσίνκι το 1999, 20 χρόνια πριν, όπου η Ελλάδα, με τον Κώστα Σημίτη πρωθυπουργό και τον Γιώργο Παπανδρέου, υπουργό εξωτερικών, έδωσε το πράσινο φως να πάρει η Τουρκία καθεστώς «υπό ένταξη χώρας», με την προϋπόθεση ότι η Κύπρος θα μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η διαφορά μας θα επιλυθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Έναν όρο, τον οποίο απεμπόλησε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2004 και επέτρεψε να προχωρήσει η έναρξη των συνομιλιών ένταξης της Τουρκίας. Χάθηκε έτσι μια ευκαιρία να πιεστεί η Τουρκία και να ρυθμιστεί το θέμα της υφαλοκριπίδας, το οποίο δυστυχώς το επαναφέρει κατά καιρούς προκαλώντας συνεχείς εντάσεις», τόνισε η κ. Γεννηματά.
Ολόκληρο το άρθρο του Κώστα Σημίτη έχει ως εξής:
Το 1999, όταν πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι η τακτική Σύνοδος Κορυφής, η Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 κρατών βρισκόταν σε μία μεταβατική φάση. Επιχειρούσε να θέσει σε παράλληλη τροχιά τη διεύρυνση και την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση. Ηταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το ευρώ, αποδεικνύοντας την πρόοδο της Ενωσης. Το επόμενο βήμα, η διεύρυνση είχε ήδη αποφασιστεί, αλλά δεν είχε προσδιοριστεί η διαδικασία προσχώρησης των νέων μελών. Επίσης είχε συμφωνηθεί η «ατζέντα 2000», η διαδικασία χρηματοδότησης της διεύρυνσης και η χρηματική ενίσχυση διαφόρων κρατών της Ενωσης, που παρουσίαζαν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Ελλάδα.
Στις διαβουλεύσεις για τη διαδικασία που θα εφαρμοζόταν για τη διεύρυνση, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε δύο κρίσιμα θέματα. Αφορούσαν: α) την υπέρβαση της άποψης που επικρατούσε στην Ενωση, ότι η λύση Κυπριακού είναι προϋπόθεση για την κυπριακή ένταξη και β) την άποψη των περισσοτέρων χωρών, πως η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα κατά τη Σύνοδο Κορυφής έπρεπε να μεταπείσει τα μέλη της ΕΕ και να γίνει αποδεκτή η δική της στρατηγική. Η «στρατηγική του Ελσίνκι» περιελάμβανε ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων οι οποίες αφορούσαν την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευρωτουρκική πορεία.
Κατ’ αρχάς επιδιώκαμε, η Ελλάδα να υποστηρίξει δραστικά την κυπριακή υποψηφιότητα για ένταξη, η οποία έδειχνε να χωλαίνει. Στην Ενωση επικρατούσε η αντίληψη, ότι η Κύπρος δεν μπορούσε να ενταχθεί χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, δηλαδή πριν από την επανένωση του νησιού. Επίσης θέλαμε, η Ευρωπαϊκή Ενωση να εμπλακεί στην επίλυση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων – ως άμεσα ενδιαφερόμενη – διευκολύνοντας έτσι, ανάμεσα στα άλλα, και τη συνεπή εφαρμογή όσων θα συμφωνούσαμε. Με άλλα λόγια, η «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα αξιόπιστο και, κυρίως αποτελεσματικό υποκατάστατο στη μέχρι τότε πολιτική των συνεχών βέτο κατά της ένταξης της Τουρκίας που, σε κάθε περίπτωση, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της.
Ο στόχος της στρατηγικής μας ήταν σαφής. Οι ενστάσεις μας για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και ειδικότερα για την αναβάθμισή της ως υποψήφιας χώρας θα αίρονταν, εφόσον θα διασφαλίζονταν δύο όροι: α) Η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα καθοριζόταν ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, και β) θα κατοχυρωνόταν η προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, σε συγκεκριμένο ορατό χρονικό ορίζοντα.
Το Ελσίνκι μας υποδέχτηκε χιονισμένο, οι δρόμοι παγωμένοι, τα παράθυρα στολισμένα με τα παραδοσιακά λευκά χριστουγεννιάτικα κεριά. Η συνάντηση με τη φινλανδική προεδρία έγινε το μεσημέρι της παραμονής της Συνόδου.
Το κείμενο που μας παρουσίασαν, ως αποτέλεσμα και των συνεννοήσεων με τους εταίρους, απείχε θεαματικά από το κείμενο των θέσεών μας. Αοριστολογίες που σε τίποτα δεν δέσμευαν και σε τίποτε δεν οδηγούσαν. Το απορρίψαμε αμέσως.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ενωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Εγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε.
Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα, ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού.
Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Αγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές.
Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη μέλη στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές.
Προς περαιτέρω αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα Συνόδου σημειώθηκε ότι «το αργότερο το 2004» οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο πείσαμε τους εταίρους μας, ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής πορείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της «Βόρειας Κύπρου» Ρ. Ντενκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ενωση και στην Ελλάδα, αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχθηκαν τον συλλογισμό μας.
Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε, ότι «εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση». Η Τουρκία εξοργίστηκε με την απόφαση στο Ελσίνκι. Γι’ αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Αγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία – το οποίο και πέτυχε.
Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση μαζί με άλλες δέκα χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το 2004 όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασισθεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Ο έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι – και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα επεσήμανε, ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν». Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους.
Ισως σήμερα με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα, ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Ομως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004 επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών. Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια. Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας.
Συμπληρωματικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.