Η νοοτροπία που έχει επικρατήσει εδώ και δεκαετίες να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως ευκαιρία για εσωτερική πολιτική κατανάλωση, με στόχο το κομματικό όφελος, εκδηλώθηκε δυστυχώς και πάλι – και μάλιστα σε ιδιαίτερα οξείς τόνους – κατά την κορύφωση της ελληνοτουρκικής κρίσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε την ημέρα που επρόκειτο να συναντηθεί στο Λονδίνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να εξαπολύσει δριμεία κριτική στην κυβέρνηση, κατηγορώντας την πως «είναι σε βέρτιγκο», ότι ακολουθεί «καταστροφική πολιτική» και άλλα παρόμοια. Μια εντελώς απαράδεκτη ενέργεια, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί επιτέλους ένα ισχυρό και αρραγές εσωτερικό μέτωπο που θα χαράξει μια νέα, αποτελεσματική τη φορά αυτή, στρατηγική για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας.
Το εύκολο είναι να κατηγορούμε τους Τούρκους για την προφανή επιθετική τους συμπεριφορά, το δύσκολο όμως είναι να τα βρούμε μεταξύ μας και κυρίως να αντιληφθούμε ότι αν κάποια στιγμή καταλήξουμε στην προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για την επίλυση του πολύπλοκου προβλήματος των θαλασσίων ζωνών, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι οι όποιες αποφάσεις δεν θα ικανοποιούν απόλυτα τις δικές μας θέσεις.
Είμαστε όμως έτοιμοι γι’ αυτό, όταν συνεχίζεται η γνωστή κομματική αντιδικία και κάθε προσπάθεια για έναν έντιμο συμβιβασμό θεωρείται εθνική προδοσία; Η άλλη επιλογή θα ήταν βέβαια μια πολεμική αναμέτρηση, διότι, όπως είχε πει και ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής, για την επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία δύο λύσεις υπάρχουν: είτε ο πόλεμος είτε ο διάλογος. Και εδώ τίθεται το εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα αν είμαστε πραγματικά έτοιμοι γι’ αυτή την εφιαλτική επιλογή.
Θα πρέπει επίσης να αντιληφθούμε ότι στην κρίση αυτή, παρά τις επιμέρους εκδηλώσεις συμπάθειας, όπως κυρίως του Εμανουέλ Μακρόν, είμαστε ουσιαστικά μόνοι και πάντως δεν μπορούμε να στηριζόμαστε ούτε στην ανίσχυρη, την περίοδο αυτή, Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε στο υπό διάλυση ΝΑΤΟ, με την πολιτική των ίσων αποστάσεων, ούτε στις ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ, με τον απαράδεκτο θαυμασμό του για τον «φίλο» του Ερντογάν. Και ναι μεν καλώς πράττει ο έλληνας πρωθυπουργός και επισκέπτεται τον αμερικανό πρόεδρο στις 7 Ιανουαρίου, αλλά θα πρέπει να κρατάει μικρό καλάθι, καθώς αυτό συμβαίνει σε μια στιγμή που πιθανότατα θα έχει παραπεμφθεί σε δίκη στη Γερουσία με το ερώτημα της αποπομπής και είναι φυσικό να έχει αλλού το μυαλό του. Ολα αυτά σημαίνουν ότι εύκολες λύσεις για τα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχουν.