Τουρκία κλιμακώνει επικίνδυνα, στα όρια της σύγκρουσης, τη συμπεριφορά της στην περιοχή (Αν. Μεσόγειο, Αιγαίο) με ενέργειες που παραβιάζουν βάναυσα το Διεθνές Δίκαιο (ειδικότερα τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας – 1982) αλλά και τη γεωγραφία και την κοινή λογική. Οπως λ.χ. το διαβόητο μνημόνιο για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, χωρών που δεν έχουν θαλάσσια σύνορα μεταξύ τους, καθώς ούτε παρακείμενες ούτε απέναντι χώρες (adjacent or opposite) είναι για να κάνουν οριοθέτηση όπως ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας. Αλλά και η προσπάθεια να οικειοποιηθεί πλήρως την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) μεταξύ 28ου και 32ου μεσημβρινού, μεταξύ δηλαδή της Ρόδου και των ανατολικών ακτών της Κύπρου, αγνοώντας το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου, κ.λπ. Ολα αυτά είναι απεριφράστως καταδικαστέα. Η Τουρκία παρανομεί. Συμφωνούμε σε αυτό. Και ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με σθεναρό τρόπο επίσης συμφωνούμε.
Το ερώτημα είναι εάν μπορούμε να συμφωνήσουμε και σε μια ψύχραιμη ανάλυση στο γιατί έχουμε φθάσει σε αυτό το εξόχως επικίνδυνο σημείο, γιατί δεν μπορέσαμε να ακυρώσουμε ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουμε την τουρκική έκνομη συμπεριφορά και επιθετικότητα. Αντίθετα, παρατηρούμε τη σταδιακή και πλέον επικίνδυνη κλιμάκωσή της. Μήπως «μη αναμενόμενες ή επιδιωκόμενες συνέπειες» (unintended consequences τύπου K. Poper) κάποιων πράξεων ή παραλείψεών από πλευράς μας και από πλευράς Κύπρου είχαν/έχουν ως πρακτικό, ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να συμβάλουν στην κλιμάκωση της έντασης, της παραβατικότητας και της επιθετικότητας της Τουρκίας μέχρι του σημείου που έχει φθάσει σήμερα;
Αφετηρία, κλειδί για την κατανόηση της όλης δυναμικής είναι η μη επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Η μη επίλυση στις δύο τουλάχιστον περιπτώσεις στις οποίες φθάσαμε πολύ κοντά στη λύση (το 2004 με το σχέδιο Ανάν και την καταψήφισή του από την ελληνοκυπριακή πλευρά σε δημοψήφισμα και το 2017 στο Κραν Μοντανά με την κατάρρευση της διαδικασίας λίγο πριν από τη λύση με ευθύνη και της ελληνοκυπριακής πλευράς) είχε μεταξύ άλλων θεμελιώδεις γεωπολιτικού χαρακτήρα συνέπειες. Οι δύο οι σημαντικότερες:
Πρώτον, οδήγησε σε πλήρη εκτράχυνση τις σχέσεις Κύπρου – Τουρκίας με σειρά από επιθετικές πράξεις (μη αναγνώριση Κυπριακής Δημοκρατίας από πλευράς Αγκυρας, μη εφαρμογή τελωνειακής ένωσης, εμπλοκές στο τρίγωνο των σχέσεων Κύπρου – Τουρκίας – ΕΕ, κ.ά.).
Δεύτερον, η Λευκωσία ως αντιστάθμισμα στην όξυνση της κατάστασης αναζήτησε συμπράξεις για στήριξη σε άλλες όμορες μεσογειακές χώρες, κυρίως με Ισραήλ και Αίγυπτο, πιστεύοντας ότι έτσι θωρακίζεται έναντι της Τουρκίας.
Τις συμπράξεις αυτές ενίσχυσε και η ανακάλυψη ενεργειακών πόρων στην περιοχή, περιλαμβανομένης και της ΑΟΖ της Κύπρου. Στη συνέχεια η Λευκωσία «συμπαρέσυρε» κατά κάποιον τρόπο και την Αθήνα στις συμπράξεις αυτές, με αποτέλεσμα να γίνουν τριμερείς οιονεί συμμαχίες και με διεύρυνση των πεδίων συνεργασίας και σε, μεταξύ άλλων, θέματα ασφάλειας, κ.ά. Και να προβάλλονται με κάπως πομπώδη τρόπο ως τέτοιες.
Αναποφεύκτως η Τουρκία ερμήνευσε – καλώς ή κακώς – όλες αυτές τις συμπράξεις/συμμαχίες, και μάλιστα με χώρες με εχθρικές σχέσεις (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος), ως μία ακόμα προσπάθεια αποκλεισμού της από τον περίγυρό της, την Αν. Μεσόγειο συγκεκριμένα.
Και όποιος δεν καταλαβαίνει την τεράστια σημασία που έχει για την Τουρκία το «σύνδρομο του αποκλεισμού» δεν μπορεί να κατανοήσει και την (έκνομη ή σύννομη) συμπεριφορά της Τουρκίας στην εξωτερική της πολιτική. Και βεβαίως η Τουρκία αντιδρά. Αντιδρά με τους τρόπους που γνωρίζει, περιλαμβανομένης και της «πολιτικής του τσαμπουκά». Και του δικαίου του ισχυρού.
Αλλά πάντως εάν περίμενε κάποιος (Λευκωσία ή Αθήνα) ότι θα προχωρούσαν οι τριμερείς συμμαχίες (αλλά και η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων) και ο de facto αποκλεισμός της Τουρκίας από την Αν. Μεσόγειο και η Τουρκία θα καθόταν με «σταυρωμένα τα χέρια», τότε έχει σταθμίσει πολύ λάθος την Τουρκία. Αντέδρασε με τις έκνομες δραστηριότητές της στην κυπριακή ΑΟΖ και βεβαίως με την αναζήτηση εναλλακτικών συμμαχιών και φαίνεται να βρήκε μία τουλάχιστον στο ασθενές αλλά διεθνώς αναγνωρισμένο καθεστώς Σαράζ στην Αν. Λιβύη, Τρίπολη. (Η Λιβύη είναι ως γνωστόν σε εμφύλια σύγκρουση. Η Δυτική Λιβύη ελέγχεται από τις δυνάμεις LNA του στρατηγού Χάφταρ.)
Η ανάλυση αυτή λέει ότι η Ελλάδα τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να μπει στη λογική των τριμερών συμπράξεων. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναπτύξει τις καλύτερες δυνατές διμερείς σχέσεις και συνεργασίες τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο αλλά και με όλες τις χώρες της περιοχής. Και παράλληλα να επιδιώξει ένα ευρύτερο περιφερειακό σχήμα συνεργασίας στην Αν. Μεσόγειο που επιθυμητό θα ήταν να περιλαμβάνει και την Τουρκία. Γι’ αυτό και θεωρώ εξόχως επικίνδυνες εισηγήσεις (από διακεκριμένους συναδέλφους) «να επικεντρωθούμε στα νέα σχήματα συμμαχιών της Ανατολικής Μεσογείου» για να αποκτήσουν στρατηγικό χαρακτήρα. Ο ασφαλέστερος δρόμος που καταλήγει στο πλήρες αδιέξοδο και τελικά ίσως στη στρατιωτική σύγκρουση.
Εκεί που πρέπει να επικεντρωθούμε (πρωτίστως η Λευκωσία), ως έχουν τα πράγματα, είναι στη (δίκαιη, βιώσιμη) επίλυση του κυπριακού ζητήματος, η μη επίλυση του οποίου τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο και δυναμική της έντασης. Η λύση με άλλα λόγια είναι το κλειδί για να μπει η έκρυθμη κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο σε κάποια διαδικασία ομαλοποίησης.
Και τώρα (μετά τη συνάντηση του Βερολίνου) υπάρχει μια θετική προοπτική να ξαναρχίσει η διαδικασία επίλυσης στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Θα πρέπει να αξιοποιηθεί ευρηματικά απ’ όλες τις πλευρές. (Και φυσικά στο κατάλληλο timing θα πρέπει να αναζητήσουμε τις προσπελάσεις για την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών. Ας το κατανοήσουμε…)
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνώνκαι πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ