Πρόσφατα μια μικρή ελληνική επιχείρηση από τον κλάδο των τροφίμων με τζίρο γύρω στα 80 εκατ. ευρώ άλλαξε χέρια. Αγοραστής ήταν ένα ξένο fund, όχι από τα μεγαλύτερα που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, το οποίο πλήρωσε 400 εκατ. ευρώ για να την αποκτήσει.

Πρόκειται για τίμημα που αντιστοιχεί σε περίπου 10 φορές τα κέρδη EBIDTA της εταιρείας. Η είδηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, ωστόσο είναι δηλωτική της διάθεσης για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια διεθνών επενδυτών να αναλάβουν ελληνικό ρίσκο.

Με την πλεονάζουσα ρευστότητα σε παγκόσμια κλίμακα στα ύψη, τις ευκαιρίες σε ώριμες οικονομίες ελάχιστες και τα επιτόκια στην πλειονότητα των τοποθετήσεων σταθερού εισοδήματος σε αρνητικά επίπεδα, η Ελλάδα έχει μπει ξανά για τα καλά στα ραντάρ των ξένων κεφαλαίων. Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, αυτή τη στιγμή περισσότερα από 70 funds αναζητούν ευκαιρίες στη χώρα μας. Στόχος τους η αποκόμιση ετήσιων αποδόσεων της τάξης του 5%-6% με ορίζοντα επένδυσης τα πέντε έως επτά έτη.

Μειώθηκε το ρίσκο

Οπως εξηγεί, «μετά την πολιτική αλλαγή του περασμένου Ιουλίου η όρεξη για τοποθετήσεις στην ελληνική οικονομία έχει πολλαπλασιαστεί, καθώς το ρίσκο χώρας με την ανάδειξη μιας κυβέρνησης περισσότερο φιλικής στις επιχειρήσεις και πιο προβλέψιμης μειώθηκε δραματικά». Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι εκπρόσωποι δεκάδων investment funds βρίσκονται σε αυτή τη φάση σε αναζήτηση υγιών εταιρειών σε κλάδους αμυντικούς με σταθερή διαχρονικά κερδοφορία, αλλά και σε τομείς με σημαντικές προοπτικές ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια, όπως οι μεταφορές, τα τρόφιμα, η Υγεία, η ενέργεια και το real estate.

Προοπτικές

«Πρόκειται για επενδυτικά σχήματα με διαθέσιμα κεφάλαια κατ’ ελάχιστον 3 δισ. ευρώ το καθένα, οι διαχειριστές των οποίων έχουν βρεθεί σε αδιέξοδο λόγω των χρηματοοικονομικών και μακροοικονομικών συνθηκών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού» υπογραμμίζει η ίδια πηγή. Οπως επισημαίνει, «με δεδομένο ότι οι αμοιβές τους εξαρτώνται από το ύψος των επενδύσεων που υλοποιούν, η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή μια μοναδική ευκαιρία να προσελκύσει κεφάλαια αρκετών δισ. ευρώ».

Από την πλευρά του, γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου σημειώνει πως αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι «η ελάχιστη τοποθέτηση που πραγματοποιούν οι συγκεκριμένοι διαχειριστές διαμορφώνεται στην περιοχή των 300 εκατ. ευρώ, οι προοπτικές προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό είναι σημαντικές. Από μία συναλλαγή αυτού του μεγέθους να ολοκληρώσουν τα funds που σήμερα ψάχνουν για ευκαιρίες στην Ελλάδα, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων θα μπορούσαν να ξεπεράσουν ακόμα και τα 20 δισ. ευρώ». Διευκρινίζει δε πως σε αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνονται οι τοποθετήσεις των distress funds των σχημάτων που ψάχνουν ευκαιρίες μέσω των κόκκινων δανείων.

Ποιοί έχουν ανοιχτά ραντάρ για εντοπισμό επιχειρήσεων

Μερικά από τα ονόματα των funds που είναι ενεργά το τελευταίο διάστημα σε συζητήσεις με τράπεζες και επιχειρήσεις προς αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών σε κλάδους με καλά θεμελιώδη στοιχεία είναι τα εξής: CVC, KKR, Oaktree Capital Management, Mubadala GE Capital PJSC, Blackrock, Morgan Stanley Investment Management, Amerra Capital Management, HIG Capital Management, Bridgepoint Capital Management και Cinven Private Equity. Κάποια από αυτά έχουν ήδη τοποθετηθεί σε ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ όλα έχουν ανοιχτά τα ραντάρ τους για τον εντοπισμό μικρομεσαίων ή και μεγαλύτερων εταιρειών με σταθερή κερδοφορία τα τελευταία χρόνια, η οποία πληροί τους στόχους για αποδόσεις που έχουν θέσει.

Τα εμπόδια στα deals και οι εταιρείες-διαμάντια

Η αλλαγή του κλίματος μετά τις εκλογές δεν σημαίνει ότι από τη μία ημέρα στην άλλη η χώρα μετατράπηκε σε επενδυτικό παράδεισο. «Μπορεί οι προοπτικές για συναλλαγές να είναι σημαντικές, δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος για τοποθετήσεις στην Ελλάδα, ωστόσο ακόμη τα deals είναι λίγα» τονίζει τραπεζική πηγή.
Οπως εξηγεί, «αν και υπάρχουν εταιρείες-διαμάντια, ακόμα και μικρού μεγέθους, με ετήσιο κύκλο εργασιών της τάξης ακόμα και των 40 εκατ. ευρώ, ο αριθμός τους δεν είναι μεγάλος. Επιπλέον, οι ίδιοι οι επιχειρηματίες δεν δείχνουν διατεθειμένοι να πουλήσουν κερδοφόρες δραστηριότητες. Από χρηματοοικονομικής απόψεως, οι επιλογές επένδυσης των ρευστών διαθεσίμων που θα λάμβαναν είναι εξαιρετικά περιορισμένες σήμερα. Από ψυχολογικής απόψεως με τη ρευστοποίηση των εταιρειών τους παύουν να έχουν υπόσταση στην ελληνική αγορά. Και αυτό μέχρι στιγμής βαραίνει στις αποφάσεις τους».

Αναφέρει μάλιστα ως παράδειγμα τις μικρομεσαίες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται στο στόχαστρο των διεθνών επενδυτών, καθώς προσφέρουν υψηλές ετήσιες αποδόσεις με περιορισμένο ρίσκο. «Κι όμως, δεν πουλάει κανείς παρά τις πολλές και ελκυστικές προτάσεις εξαγορών» σημειώνει χαρακτηριστικά.

Αύξηση εκταμιεύσεων 10% το 2019

Με αύξηση 10% κατά μέσο όρο στις νέες εκταμιεύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ανανεώσεις υφιστάμενων ορίων χρηματοδότησης που λήγουν, αναμένεται να κλείσει η επιχειρηματική πίστη το 2019, σύμφωνα με την εικόνα που παρουσιάζουν τα δάνεια έως και σήμερα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης των μεγεθών, εφόσον αυξηθεί η ζήτηση για δανεισμό τα επόμενα τρίμηνα, καθώς ανακάμπτει η οικονομική δραστηριότητα.

Οπως προκύπτει από τις επαφές που έχουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους, έχουν ξεκινήσει αρκετοί από αυτούς να εξετάζουν νέες επενδύσεις, ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει η αποφασιστικότητα για την ενεργοποίηση των σχετικών πλάνων. Τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι προς το παρόν στις μικρές επιχειρήσεις δεν καταγράφεται ενίσχυση της όρεξης για χρηματοδότηση.

Μάχη στις μεγάλες δουλειές

Από την άλλη πλευρά, σε μεγαλύτερου μεγέθους εταιρείες η άνοδος είναι σαφώς μεγαλύτερη, ωστόσο ο αριθμός τους δεν είναι αρκετός για να ενισχύσει στον επιθυμητό βαθμό τις νέες χρηματοδοτήσεις. Στα πολύ μεγάλα projects γίνεται πραγματική μάχη από τις τράπεζες για να πάρουν τη δουλειά, κάτι που αποτυπώνεται στα συνεχώς μειούμενα επιτόκια τους τελευταίους μήνες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μακροπρόθεσμα δάνεια τακτής λήξης ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ προς επιχειρήσεις το μέσο επιτόκιο διαμορφώθηκε τον περασμένο Οκτώβριο σε 3,11% έναντι μέσου όρου 3,90% το 2018. Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 2,5% από 1,9% τον προηγούμενο μήνα.