Η προβολή τουρκικών διεκδικήσεων σε θαλάσσιες περιοχές δυτικά του 28ου μεσημβρινού, έρχεται να προστεθεί στις γνωστές θέσεις της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, προκαλεί όμως και τη δημιουργία ενός νέου ανησυχητικού σκηνικού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το τελευταίο δεκαήμερο, δύο κινήσεις της Τουρκίας αναδεικνύουν τις αξιώσεις της σε μη οριοθετημένες περιοχές στο δυτικό τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου. Αφενός η κατάθεση στον ΟΗΕ της επιστολής της 13ης Νοεμβρίου, με την οποία η Τουρκία επαναλαμβάνει με τρόπο σαφέστατο τη θέση ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη την περιοχή δυτικά της Κύπρου, καθώς και απαιτήσεις σε περιοχές δυτικά του 28ου μεσημβρινού (που τέμνει τη Ρόδο). Ακολούθησε η υιοθέτηση, στις 27 Νοεμβρίου, μνημονίου συνεννόησης με τη Λιβύη για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο, κειμένου που δεν λαμβάνει υπόψη την επήρεια των νησιών, συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής πλευράς της Κρήτης.
Τις δύο αυτές κινήσεις συπληρώνουν χάρτες των τουρκικών διεκδικήσεων που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, οι οποίες καταλαμβάνουν το σύνολο σχεδόν του χώρου του βόρειου και δυτικού τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, αλλα και δηλώσεις από επίσημα κυβερνητικά στελέχη ότι «τα νησιά στην περιοχή δεν μπορούν να επηρεάσουν την προβολή της Τουρκίας, της χώρας με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο», και ότι τα νησιά δεν μπορούν να διεκδικούν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ, διότι «καταπατούν την προέκταση της προβολής των τουρκικών ακτών και της υφαλοκρηπίδας της Τουρκίας».
Πρέπει να τονισθεί, για άλλη μια φορά, ότι εφαρμοστέο είναι το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, δηλαδή η Συμβαση του 1982 (την οποία ως γνωστόν δεν έχει προσυπογράψει η Τουρκία), και το διεθνές εθιμικό δίκαιο, όπως έχει διαμορφωθεί και μέσα από την πλούσια διεθνή νομολογία περί θαλασσίων ζωνών και της οριοθέτησής τους. Το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομολογία, άλλωστε, επικαλείται η Τουρκία, αλλά με τρόπο επιλεκτικό, κατά το δοκούν.
Καταρχήν, όπως έχει επιβεβαιωθεί ρητά και από τη διεθνή νομολογία, τα νησιά, όπως και οι ηπειρωτικές περιοχές, απολαμβάνουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες που προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Δεύτερον, οι κανόνες περί οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ παραπέμπουν σε συμφωνία ανάμεσα στα μέρη που πρέπει να επιτευχθεί με βάση το διεθνές δίκαιο, με στόχο την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος. Η διεθνής νομολογία έχει ερμηνεύσει τους κανόνες αυτούς με τρόπο που δίνει βαρύτητα στην κατάληξη σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα, και πάντως, όχι όπως υποστηρίζει εσχάτως η Τουρκία, στην «ίση κατανομή» θαλασσίων περιοχών. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις που έχουν υποβληθεί σε διεθνή δικαστική κρίση, η ύπαρξη νησιών σε περιοχές υπό οριοθέτηση συνυπολογίζεται, μαζί με τα ηπειρωτικά εδάφη, και αναζητείται η επήρεια των νησιών στη συνολική οριοθέτηση. Τούτο μπορεί μεν να οδηγήσει σε έναν μετριασμό της έκτασης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ νησιών σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο δεν προκύπτει από τη διεθνή νομολογία ότι η επήρεια των νησιών σε μια περιοχή δεν συνυπολογίζεται καθόλου. Αντίθετα, η επήρεια κάθε νησιού εξαρτάται από τις γεωγραφικές πραγματικότητες, τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιοχής, το μέγεθος των νησιών, και κάθε περίπτωση κρίνεται με γνώμονα την επίτευξη μιας δίκαιης λύσης.
Τρίτον, οι θέσεις της Τουρκίας, εκτός από την «εξαφάνιση» του Καστελλόριζου, αγνοούν πλήρως τα δικαιώματα που παράγονται από το τόξο της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης, οι ανατολικές ακτές των οποίων γεννούν τίτλο για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία τους αναγνωρίζει μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη. Η άποψη της Τουρκίας ότι τα νησιά που βρίσκονται «στη λάθος πλευρά» περιοχής υπό οριοθέτηση δεν δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες πέραν της αιγιαλίτιδας, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το μέγεθος των νησιών (ιδίως της Κρήτης και της Ρόδου), ούτε και τη συνολική γεωγραφική τους θέση.
Σε κάθε περίπτωση, οι μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας στην περιοχή δίνουν άλλη μια αφορμή στην Ελλάδα να αναζητήσει διόδους για μια συνολική λύση, μέσω διπλωματίας ή προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη. Οπως φαίνεται, η Κύπρος εξετάζει τώρα τη δυνατότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών.
Η κυρία Φωτεινή Παζαρτζή είναι καθηγήτρια Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών.