Με αφορμή τα 30 χρόνια από την κατοχύρωση ονομασίας προέλευσης των Ελληνικών Αποσταγμάτων (ούζο, τσίπουρο/τσικουδιά κ.α.) στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) σε ειδική εκδήλωση αναφέρθηκε στις επιδόσεις του κλάδου τα τελευταία χρόνια αλλά και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει από τη φορολογία και το λαθρεμπόριο.

«Μια σημαντική προσπάθεια του κλάδου καρποφόρησε πριν 30 χρόνια με την κατοχύρωση της ονομασία προέλευσης για το Ούζο & Τσίπουρο/Τσικουδιά από την ΕΕ. Σήμερα, 15 Ελληνικά Αποστάγματα προστατεύονται στην ΕΕ . Ελπίζουμε ότι ο κατάλογος αυτός θα αυξηθεί στην πορεία των χρόνων που ακολουθούν. Τα Ελληνικά αποστάγματα αποτέλεσαν και  συνεχίζουν να αποτελούν προϊόντα ταυτότητας της Ελληνικής ποτοποιίας αποσταγματοποιίας. Ειδικά το ούζο είναι από τους ουσιαστικότερους πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό και το τσίπουρο με τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου μπορεί να ξεπεράσει τα στενά σύνορα της τοπικής «οικιακής» οικονομίας και να αναδειχθεί σε ένα εκλεκτής ποιότητας προϊόν και να κερδίσει την διεθνή αναγνώριση που του αξίζει», επισήμανε ο κ. Νίκος Καλογιάννης Πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ.

Η αγορά

Η δραστηριότητα της εγχώριας ποτοποιίας τα τελευταία χρόνια εμφανίζει άνοδο, ξεπερνώντας την παραγωγή που είχαμε προ κρίσης και φτάνοντας τα τελευταία χρόνια περίπου τα 67εκ. φιάλες καθαρής αλκοόλης. Με τη θετική επίδραση των εξαγωγών σε μια περίοδο που η εγχώρια ζήτηση εμφανίζει κάμψη.

Μεγάλος πρωταγωνιστής του κλάδου της ελληνικής παραγωγής ποτών είναι το Ούζο.  Στην ελληνική αγορά το Ούζο καταλαμβάνει το 51% του συνόλου των Ελληνικών παραγομένων Προϊόντων (ούζο, τσίπουρο, λικέρ, Τεντούρα, Μαστίχα Χίου, Κίτρο Νάξου, Κουμ-κουάτ Κέρκυρας κ.α.).

Η αγορά του τσίπουρου το 2018 αυξήθηκε κατά 4,3% σε σχέση με το 2017. Η κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά εμφανίζει τα τελευταία χρόνια μικρή μεν αλλά σταθερή αύξηση και προσπαθεί

Εξωστρέφεια

Οι εξαγωγές παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τον κλάδο της Ελληνικής Παραγωγής Αποσταγμάτων, καθώς  το 67% της παραγωγής εξάγεται. Παρουσιάζεται αύξηση των εξαγωγών (σε όγκο) την τελευταία πενταετία της τάξης του 10,5%. Οι σημαντικότερες χώρες (σε όγκο) όπου εξάγουμε αποστάγματα είναι: Γερμανία 49%, ΙΡΑΚ 14%, Βουλγαρία 6%, Ολλανδία 5%, Τσεχία4%.

Η Ευρώπη παραμένει ο κυριότερος προορισμός των ελληνικών αλκοολούχων ποτών σε ποσοστό 80% επί του συνόλου των εξαγωγών φτάνοντας για το 2018 (σε αξία) τα 59 εκ ευρώ.

Φορολογία – Λαθρεμπόριο

Η αγορά Αποσταγμάτων στην Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο θέματα: τη φορολόγηση και το λαθρεμπόριο.

Όπως αναφέρουν από τον ΣΕΑΟΠ, ήδη ο φόρος είναι πολύ υψηλός και λειτουργεί σαν κίνητρο λαθρεμπορίας από διάφορα κυκλώματα. Έτσι είναι γεγονός ότι η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο θα επηρεάσει την αγορά. Συνήθως, η εφαρμογή του φόρου θα πλήξει πρωτίστως αυτούς που τον πληρώνουν δηλαδή τους επίσημους αποσταγματοποιούς, που είναι υπό συνεχή έλεγχο από Τελωνείο, Χημείο, ΣΔΟΕ κ.λπ.

Για τη διαφορά στη φορολόγηση μεταξύ ούζου και τσίπουρου ο  κ. Καλογιάννης διευκρινίζει γιατί συμβαίνει αυτό: «Η Οδηγία 92/83 ΕΟΚ (άρθρο 23) που προβλέπει μειωμένο συντελεστή για το Ούζο, προβλέπει επίσης μειωμένο συντελεστή για 1 ακόμη προϊόν (το Γαλλικό Ρούμι από τα υπερπόντια διαμερίσματα της χώρας). Η απόφαση εκείνη ήταν αδιαμφισβήτητη επιτυχία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα προσπάθησε και για τα δύο προϊόντα αλλά δεν μπόρεσε να γίνει εφικτό. Από τότε, η συγκεκριμένη οδηγία δεν ξανασυζητήθηκε για να προσθέσουμε και το τσίπουρο καθώς η όποια απόφαση για αλλαγή της θέλει ομοφωνία μεταξύ των Κρατών Μελών.

Έτσι τυπικά το Τσίπουρο δεν έχει επίσημα νομοθετηθεί για να έχει τον μισό φόρο για αυτό και η ΕΕ ζητάει να περάσει στον ολόκληρο φόρο δηλαδή να ακολουθηθεί αυστηρά η νομοθεσία, όπως έκανε και σε αντίστοιχες περιπτώσεις σε άλλες χώρες όπως πχ. στην Ουγγαρία με την Palinka. Αυτό φυσικά δεν το υποστηρίζει ο ΣΕΑΟΠ ο οποίος υποστηρίζει ισότιμα και τα δύο αποστάγματα, θεωρώντας πως έχουν κοινό παραδοσιακό χαρακτήρα -Τα ίδια μέλη του συνδέσμου παράγουν και τα δύο αποστάγματα (ούζο – τσίπουρο)».

Σήμερα σε μια φιάλη τσίπουρο τελικής τιμής 10,9 ευρώ, η αρχική τιμή είναι 5,2 ευρώ και σε αυτή προστίθεται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης 3,6 ευρώ και ο ΦΠΑ 2,1 ευρώ. Με την αύξηση ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης θα διπλασιαστεί (7,14 ευρώ) και ο ΦΠΑ θα κυμανθεί στα 3 ευρώ με αποτέλεσμα η φιάλη από 10,9 ευρώ να πωλείται 15-16 ευρώ.

Το σημαντικότερο όμως απ’ όλα –σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ- είναι ότι ενδέχεται να υπάρξει έξαρση της αισχροκέρδειας και τουλαθρεμπορίου. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι υπάρχει ελαστική σχέση του λαθρεμπορίου με τη φορολογία. Όσο υψηλότεροι γίνονται οι φόροι τόσο αυξάνεται η φοροδιαφυγή μέσω του λαθρεμπορίου.

Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ ( Ο κλάδος των αλκοολούχων – Φεβρ.2018), το λαθρεμπόριο γενικά των αλκοολούχων καταλαμβάνει περίπου το 9%-18% της συνολικής αγοράς και εκτιμάται ότι περίπου 4,2-8,4 εκ. φιάλες, διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο, διαμορφώνοντας τις συνολικές απώλειες φορολογικών εσόδων από τη μη καταβολή του ΕΦΚ και του ΦΠΑ σε όλα τα κανάλια διανομής στα € 42,2 εκ. (χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα αποστάγματα των διημέρων). Αναφορικά με τα χύμα αποστάγματα, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις του κλάδου, μόνο 1 στα 5 ποτήρια χύμα προϊόντος διήμερων παραγωγών είναι δηλωμένο στις αρμόδιες αρχές, ενώ οιαπώλειες από ΕΦΚ προσεγγίζουν τα €47,7 εκ. το 2016.