Λένε, ότι η δημοσιογραφία, μπορεί να σε οδηγήσει παντού, φτάνει να την εγκαταλείψεις γρήγορα. Ο φωτογράφος με τον οποίο ασχολούμαστε, παραμένει μεν ακόμη δημοσιογράφος (διευθυντής σύνταξης στην οικονομική εφημερίδα «Ναυτεμπορική») αλλά δεν σταμάτησε από τα φοιτητικά του χρόνια (τότε γνωριστήκαμε) να κρατάει μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια του. Ο Πλάτωνας Τσούλος, περί ου ο λόγος, δεν μας άφηνε ήσυχους. Τους συμφοιτητές του και φίλους του. Ειδικά στις διακοπές. Αμοργό, Κουφονήσια… Μαρτύριο για την παρέα. Ολο κλιλ και κλικ. Τι παραξενιά κι αυτή…. Να όμως που αυτή η παραξενιά του βγήκε σε καλό. Δεν άφησε την φωτογραφική μηχανή από τα χέρια του, όπως δεν άφησε και την δημοσιογραφία.
Tο 2002 εξέδωσε το πρώτο του λεύκωμα, με τίτλο «Ρόπτρα». Τρία χρόνια αργότερα, το 2005, κυκλοφόρησε τη δεύτερη σειρά φωτογραφιών του, με τίτλο «Ο Οδοιπόρος είχε φύλλα στα μαλλιά του», το 2009 εξέδωσε το τρίτο του λεύκωμα, με τίτλο «Εργοστάσιο», εστιάζοντας στη βιομηχανική φωτογραφία. Τέταρτη απόπειρα αποτέλεσε μια επανέκδοση του πρώτου λευκώματος με εμπλουτισμένο υλικό για ένα στοιχείο της πολιτιστικής μας παράδοσης το οποίο τείνει να εξαφανιστεί. Δεν σταματά όμως εκεί. Ακολουθούν οι «Σύμβολο», «Γραμμές» για να φθάσουμε στο τελευταίο με τίτλο «Σε κλίση». Tα τέσσερα πρώτα λευκώματα κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο «Ολκός» και τα δύο επόμενα από τις εκδόσεις «ΖΩ²».
Ο φωτογραφικός του λόγος λιτός, αυστηρός, εσωτερικός και παράλληλα βαθιά ανθρώπινος. Ο Πλάτωνας Τσούλος χρησιμοποιεί τη φωτογραφική του μηχανή σαν τη δημοσιογραφική του γραφίδα. Δεν κάνει ρεπορτάζ, αλλά κάπου στο φόντο των εικόνων του, αιωρείται ενίοτε η ματιά του δημοσιογράφου. Δεν φωτογραφίζει πρόσωπα. Φωτογραφίζει αντικείμενα, πράγματα, γραμμές – ρωγμές. Φωτογραφίζει αφήνοντας εμάς να βάλουμε ή καλλίτερα να φανταστούμε τα πρόσωπα που θα θέλαμε να ήταν στο κάδρο.
Ο Πλάτων Τσούλος έχει οργανώσει τρεις ατομικές εκθέσεις, στην Ελλάδα, τη Σουηδία και στη Ρωσία. Συμμετείχε σε δύο ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, δουλειά του δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο Tύπο, ενώ φωτογραφίες του χρησιμοποιήθηκαν για τα εξώφυλλα δύο μυθιστορημάτων.
Το 1990 ήταν βοηθός σκηνοθέτη στο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Μαυρίκιου «Aenigma Est» (1ο βραβείο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). Το 2010 του απονεμήθηκε το Βραβείο Μπότση για την αναλυτική καταγραφή της οικονομικής επικαιρότητας και την αντικειμενική ενημέρωση της Κοινής Γνώμης μέσω της Ναυτεμπορικής.
Ακολουθούν τα λευκώματα, έτσι όπως τα περιγράφει ο ίδιος (όσα δεν έχουν υπογραφή) ή όπως τα περιγράφουν άλλοι:
ΈΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ διηγιόταν ένα βράδυ πως όταν κάποτε έβαλε για έκθεση στα παιδιά της Γ΄ Δημοτικού σαν θέμα «Το σπίτι μου», πολλά απ’ αυτά γράφοντας ένιωσαν την ανάγκη να δηλώσουν: «Εγώ δεν μένω σε σπίτι, μένω σε πολυκατοικία». Πολύ το σκεφτήκαμε και το κουβεντιάσαμε πίνοντας εκείνο το βράδυ και προσωπικά θυμήθηκα που όταν ήμασταν κι εμείς μικρά και ζωγραφίζαμε σπιτάκια –εκείνα τα πανομοιότυπα, λες και συγκατοικούσαμε ή μέναμε όλοι απέναντι από το ίδιο σπίτι–, εγώ εκτός από τα συμμετρικά παράθυρα, τη δίφυλλη πόρτα με το ρόπτρο, τη στέγη με τα κεραμίδια, τη σημαία, τη μάντρα και τα δέντρα με τα υπερφυσικά πουλάκια, έβαζα πάντα στη δεξιά γωνιά και μια άγκυρα, λες και τα έβλεπα τα σπίτια που ήσαν έτοιμα να σαλπάρουν. Η μάνα μου και η δασκάλα ανησυχούσαν, αλλά δεν ξέρω για τι απ’ τα δυο, για το μυαλό ή για το μέλλον.
ΌΜΩΣ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ των κτισμάτων ποιος τις πρόσεχε τότε – μόνο τους ενοίκους προσέχαμε, τους καλούς, τους κακούς και τους όμορφους. Αλλά και τις γριές που θυμιάζανε, τις μανάδες που μαγειρεύανε, τις μυρωδιές που ξεχύνονταν από το παράθυρο της κουζίνας κι ανακατεύονταν με το άρωμα απ’ τα γιασεμιά της αυλής, τους χωματόδρομους και τα πληγωμένα γόνατα, όπως και τους εισπράκτορες στα λεωφορεία ή τον περιφερόμενο μπάρμαν στα θερινά σινεμά, ποιος τους πρόσεχε. Δεν τους δέσαμε αγκυρούλες και εξαφανίστηκαν.
ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΩΡΑ ΤΙΣ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ, τις παλιές γυναίκες που κι αυτές εξαφανίζονται αστραπιαία –στον Άδη ή στα κομμωτήρια– και νιώθω πως ακόμα κι όταν ψιλοκόβουν κρεμμυδάκι για το φαγητό κάνουν μια ιεροτελεστία. Κι έτσι είναι. Το κάνουν όπως ανάβουν το καντήλι ή όπως σταυρώνουν ένα άρρωστο παιδί. Καλές ή στρίγκλες, γαλήνιες ή σαστισμένες, φιλικές ή απόμακρες, αποπνέουν ιερότητα, την ιερότητα του από-κοσμου, εκείνου που ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο – και μιαν άλλη κοσμιότητα. «Όπως η Ατλαντίς», που έλεγε κι ο Άσιμος. Υπήρχε, δεν υπήρχε, πάντως χάθηκε, χάνεται ακόμη, αύτανδρη: άνθρωποι, σπίτια, άγκυρες. Μένουν οι μύθοι, να τους γράφουμε και να τους φωτογραφίζουμε. Κοιτάζω τώρα τα παλιά σπίτια, ιδίως εκείνα τα εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα, κλειδωμένα παράλογα με χοντρές αλυσίδες, και θαρρώ πως είναι τεμένη ιερά χαμένων θρησκειών που τα βιβλία αναφέρουν, όμως κανείς δεν ξέρει πια το νόημα και τον προορισμό τους. Τα σκουριασμένα λουκέτα στις πόρτες κρατούν τα μυστικά επτασφράγιστα.
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΤΕ τις μαγικές τελετές που τα στέριωσαν και τα ανάστησαν: τι αίμα χύθηκε στα θεμέλια, που θάφτηκε το σφάγιο, κάτω απ’ το κατώφλι ή κατά την Ανατολή, ποια γητειά μουρμούρισαν τα χείλη της νοικοκυράς πάνω στη θυσία, ποιο μαντίλι ύψωσε στην κορφή της σκεπής.
ΠΟΙΟΣ ΚΑΤΕΧΕΙ ΑΙΩΝΟΒΙΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣτων κτιστάδων τους κρυμμένες πίσω από γλώσσες συνθηματικές. Μαστόροι, μαθητάδες, πρωτομάστορες, χωρίς όνομα και ηλικία, καλλιτέχνες μιας τέχνης ανώνυμης, χωρίς πνευματικά δικαιώματα και δικαίωμα στη μνήμη, ανίσχυρη βορά στην μπουλντόζα, φετίχ μόνο κάποιων άλλων καλλιτεχνών σε ένα αέναο κυνηγητό: καλλιτέχνης – μπουλντόζα – καλλιτέχνης. Χωρίς ελπίδα. Πολύχρωμα απομεινάρια του έσω κόσμου στη μεσοτοιχία με τη διπλανή οικοδομή, τετραγωνισμένα, με χρώματα διαφορετικά όσα και τα δωμάτια, υπόλοιπα από τζάκια και καμινάδες, μετέωρα ράφια, ξεφτισμένα ίχνη από τοιχογραφίες. Το σπίτι έφυγε.
ΆΛΛΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥΣ. Δήθεν όρθια, άδεια ή στοιχειωμένα με σπαράγματα πάλαι ποτέ οικογενειών, με το σκυθρωπό κέλυφος και το κατακρεουργημένο εσωτερικό τους, να ελπίζουν μόνο στην ψιμυθίωση της αναπαλαίωσης για καινούργια, ανιστόρητη χρήση, χωρίς μνήμες.
ΟΙ ΠΡΟΣΟΨΕΙΣ-ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ, ό,τι και να γίνει, θα παραμείνουν αινιγματικές. Εχέμυθο σύνορο του μέσα και του έξω. Κι εκεί σ’ αυτό το μεταίχμιο οι σαγηνευτικές μορφές των ρόπτρων, αμετακίνητοι φύλακες, ανέκφραστοι παρατηρητές των αέναων εξελίξεων, στοιχειά και καλοί δαίμονες των κτιρίων, αποκυήματα μιας μακράς παράδοσης που γνώριζε να αναπαριστά συμβολικά τον κόσμο των πνευμάτων, που ήξερε να γεφυρώνει τον χαοτικό κόσμο της φαντασίας και της μυθοπλασίας με την καθησυχαστική πλευρά της καθημερινότητας.
ΣΤΕΡΕΩΜΕΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΟ μαγικό κατώφλι –την έδρα όλων των οικουρών δυνάμεων και σημείο τέλεσης βασικών εθιμικών ιεροτελεστιών για την ευδαιμονία των ενοίκων– το ρόπτρο είναι το πρώτο σημείο του οίκου που το έξω έρχεται σε επαφή με τον έσω χώρο, όχι μόνο οπτική αλλά και απτική.
ΜΙΚΡΑ ΕΡΓΑ ΜΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ βιομηχανικής, τυποποιημένα αλλά και τόσο ποικίλα στη μορφολογία, τελευταία ίσως προσθήκη στα φροντισμένα αρχιτεκτονήματα της πέτρας και του κεραμιδιού, τα ρόπτρα δεν προδίνουν απλώς το γούστο του νοικοκύρη, δεν εκφράζουν μόνο αισθητικές πραγματικότητες ούτε εξυπηρετούν μόνο πρακτική σκοπιμότητα. Μέσω μιας γριφώδους επιλογής γίνονται ένα μέσο κοινωνικής αυτοσύστασης και αυτοπροβολής του ιδιοκτήτη του οίκου και όχι μόνο: μοιάζουν να αιχμαλωτίζουν κάτι από τη ζωή του σπιτιού, από τον ψυχισμό ή τη σωματικότητα των κατοίκων του. Ενώ ταυτόχρονα ενεργοποιούν πανάρχαιες μυστικές πρακτικές πρόκλησης και αποτροπής, απεικόνισης και απόκρυψης, φορτίσεις που αποβλέπουν σε μια μαγική επιβολή προς τον έξω κόσμο, στον έλεγχο κάθε βλαπτικής ενέργειας που απειλεί το σπίτι και τις ζωές που περικλείει.
ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ που αποπνέουν τα χιλιοαγγιγμένα αυτά μικρογλυπτά νομίζω πως αποτελούν εξεικόνιση του αριστοτελικού ορισμού της Εντελέχειας: είναι η μετάβαση της ύλης με την πρόσληψη μορφής από την αδρανή στην ενεργό κατάσταση.
ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΤΑΛΛΟ τους δεν πρόκειται να ψυχράνει ποτέ.
ΜΙΡΑΝΤΑ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ
Λαογράφος-Εθνολόγος
ΠΕΡΑΣΑΝ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ από τότε που φωτογράφισα το πρώτο ρόπτρο. Την περίοδο εκείνη δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το slide με το ασημί χειροποίητο χεράκι του 1935, στη μαύρη σιδερένια αυλόπορτα τη γιαγιάς μου, στη Λιβαδειά, θα αποτελούσε την αφορμή για την έκδοση λευκώματος. Στο μεσοδιάστημα έκανα αμέτρητες διαδρομές στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα, αναζητώντας ρόπτρα σε ερειπωμένα νεοκλασικά κτίσματα, σε αναπαλαιωμένες κατοικίες καθώς και σε συνοικιακά σπίτια κάποιας ηλικίας. Στο ίδιο διάστημα είχα τη μοναδική ευκαιρία να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους σε χώρους παραδομένους πλέον στο χρόνο. Να αισθανθώ στιγμές δεκαετιών που προηγήθηκαν και που ποτέ δεν βίωσα. Αξέχαστες αναμνήσεις θα παραμείνουν οι Πομάκοι στην Κομοτηνή με τα φοβισμένα χαμόγελα, το βροχερό πρωινό στο μοναχικό κιόσκι κάπου έξω από τις Σέρρες, η σύντομη ανάπαυλα στο παραδοσιακό καφενείο του Λεωνιδίου, αλλά και οι όμορφες περιηγήσεις στα δαιδαλώδη σοκάκια ξεχασμένων αιγαιοπελαγίτικων οικισμών.
Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ φωτογραφικού υλικού ήταν για μένα μια ευχάριστη απόδραση από τη δημοσιογραφική μου εασχόληση. Τουλάχιστον στην αρχή έτσι το αντιμετώπισα. Στη συνέχεια η δημοσιογραφική μου εμπειρία αποδείχθηκε οδηγός σε αυτή την αναζήτηση. με το μάτι του φωτογράφου επιχείρησα να αναδείξω κάθε στοιχείο διαφορετικότητας σε ένα τόσο ειδικό θέμα και με την κρίση του δημοσιογράφου να «αφουγκραστώ» τους μακρινούς απόηχους των ρόπτρων. Η αναζήτησή τους ήταν τελικά ένα ζωντανό και κυρίως ενδιαφέρον ρεπορτάζ, ένα ρεπορτάζ ψυχής, που κράτησε χρόνια και αποτυπώθηκε στο χαρτί όχι με λέξεις, αλλά με χρώματα, σκιές κι εικόνες. Επιθύρια χεράκια, κρίκοι, χαλκάδες, λάμες λαξεμένες με μεράκι στο χέρι, πουλιά έτοιμα να πετάξουν, μορφές ζώων ζωντανεμένες στο μέταλλο, πρόσωπα γυναικών με βλέμμα αυστηρό κι άλλοτε πάλι χαρούμενο. Όλα φωτογραφήθηκαν με την αγάπη και τον ρομαντισμό μου. Όποτε γυρίζω τις σελίδες του λευκώματος έχω την ψευδαίσθηση ότι βαδίζω στα χνάρια μιας περασμένης εποχής οριστικά πια χαμένες, χτυπώντας διακριτικά τις πόρτες αγνώστων. Τα ρόπτρα, ξεχασμένα πλέον, αποζητούν την επαφή. Θέλουν να ηχήσουν πάλι και πάλι, να «υποδεχθούν» τους επισκέπτες των νοικοκυραίων τους και να μηνύσουν σε όλους ότι δεν χάθηκαν απ’ τη ζωή μας, ότι υπάρχουν. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά όσους με υποστήριξαν να ολοκληρώσω με επιτυχία την πρώτη φωτογραφική μου προσπάθεια. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους δικούς μου ανθρώπους και τον Θανάση Καρκατσούλη. Χωρίς τη συμπαράστασή τους η έκδοση του λευκώματος θα ήταν αδύνατη.
ΣΤΑΧΥΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, φύλλα που φιλούν το χώμα, ρόδια της ελπίδας και της τύχης, ηλιοτρόπια δίχως τις αχτίδες τους, κάκτοι που ματώνουν, γέρικα κλαδιά -μια μεγάλη πλεξούδα- κοιτούν στον ουρανό… Εικόνες της φύσης, με εκτυφλωτικό φως κόντρα στο απόλυτο σκοτάδι και τις σκιές που, κάπου ανάμεσα, να κρύβουν μυστικά. Τα μυστικά του οδοιπόρου.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ…ή μήπως η παράδοση; Ένας στοιχειακός πολιτισμός που μεταφέρεται στο υπόστρωμα της κοινωνίας, στα ήθη και στα έθιμα, στον τρόπο ζωής και στις εκδηλώσεις της, στο κοινό γούστο των ανθρώπων, και τελικά στη γραμμή παραγωγής. Ένας αέναα επαναλαμβανόμενος μηχανισμός, ένας αδιάλειπτος μόχθος, που καταφέρνει να μετατρέπει τα στοιχειακά και τα ανώνυμα απλά υλικά σε επώνυμες δημιουργίες.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΜΕΓΑΛΩΝ βιομηχανικών μονάδων τροφίμων και ποτών.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ από χώρους γεμάτους ιστορία, συμβολισμούς, τεχνολογία, πειραματισμό, που με έναν πραγματικά μαγικό τρόπο μετατρέπουν τη γεύση σε τέχνη.
ΣΤΟΥΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ νιώθεις τις αισθήσεις σου σε υπερδιέγερση. Θέλεις να γευθείς, να αγγίξεις, να αφουγκραστείς, να δεις τι συμβαίνει γύρω σου. Κι εκεί που νομίζεις ότι οι γραμμές παραγωγής δημιουργούν μόνο προϊόντα -με έναν σύνθετο κι άλλες φορές απλό, πάντα όμως μηχανιστικό τρόπο- δεν αργείς να καταλάβεις ότι εκτός από τις αισθήσεις σου σε υπερδιέγερση βρίσκεται και φαντασία σου.
ΕΤΣΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ όταν αντιλήφθηκα ότι τα άψυχα αυτά μηχανήματα «παράγουν» και εικόνες βιομηχανικές, ακραίες, προκλητικές, γεμάτες ένταση, ή ήρεμες, απόλυτα ισορροπημένες.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ του λευκώματος, ελεύθερες στην έκφραση, ανυπάκουες σε κανόνες. Οι περισσότερες δεν θυμίζουν σε τίποτε τρόφιμα, ποτά, μηχανήματα ή εξοπλισμούς.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ πρωτόκολλα λειτουργίας και προδιαγραφές ασφαλείας.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ την έννοια του marketing – τις αρχές του, και που αρνούνται να δεχθούν την πραγματικότητα. Ορισμένες φορές μάλιστα, ηθελημένα, την παραποιούν.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΝΟΥΝ τη γεύση της… τέχνης.
ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ «ΑΝΑΓΝΩΣΗ». Δεν θέλουν να διαφημίσουν, να προβάλλουν brands, ούτε βέβαια και να προσβάλλουν.
ΒΓΑΛΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, την ιστορικότητα, την παράδοση και τον πολιτισμό της, θέλουν να παραμείνουν κοντά της ως στοιχείο ξεχωριστό. Να προσεγγίσουν δημιουργικά κάτι που συνιστά το ίδιο δημιουργία.
ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΕΨΗΣ, ελεύθερη διάθεση.
ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΑΝΑΓΝΩΣΗ» βασισμένη στους όρους και τις αρχές της τέχνης και όχι στις επιταγές της αγοράς.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 30 ΜΕΓΑΛΕΣ – γνωστές βιομηχανίες τροφίμων και ποτών και ένιωσα πραγματικά ελεύθερος. Κινήθηκα μεταξύ των γραμμών παραγωγής και νόμισα ότι δεν ήμουν σε εργοστάσιο. Είχα την αίσθηση ότι γύρω μου μηχανήματα, λαμαρίνες, πλαστικά, φώτα, υλικά συσκευασίας, πρώτες ύλες, τα ίδια τα προϊόντα «χόρευαν» στο ρυθμό της τεχνολογίας.
«ΧΟΡΕΨΑ» ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ και αποτύπωσα το χορό αυτό σε φωτογραφικό χαρτί.
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ την οποία «χρωστώ» σε όσους με βοήθησαν να τη βιώσω. Ευχαριστώ κυρίως τους εκπροσώπους και τα στελέχη των εταιρειών που στάθηκαν δίπλα μου, με πραγματικά μεγάλη διακριτικότητα και υπομονή επιτρέποντάς μου να αυτοσχεδιάσω χωρίς περιορισμούς.
Γωνίες, άξονες, κλίσεις… Η περιήγηση στη φύση προσφέρει σε κάθε φωτογράφο ευκαιρίες να κρατήσει τις στιγμές του, να θέσει τα δικά του όρια στο κάδρο. Να ορίσει την αρχή και το τέλος. Πολλές φορές, μια μικρή απόκλιση της φωτογραφικής μηχανής από τον κάθετο άξονα είναι αρκετή για να κάνει τη διαφορά, αλλάζοντας τις ισορροπίες, τη βασική θέση του θέματος, τη λογική της εικόνας.
Στο λεύκωμα με τίτλο Σε κλίση, οι αποκλίσεις από τα κέντρα ή τις νοητές ευθείες ανα¬δεικνύονται από το ίδιο το θέμα. Από τους όγκους των βουνών, από τις πλαγιές τους που δεσπόζουν σε κάθε καρέ και επιβάλλουν τους όρους τους. Σε κατευθύνουν στα δικά τους κέντρα ή απόκεντρα. Δημιουργούν αθέατες – ελεύθερες περιοχές, παίζοντας το πρωί με τις σκιές που κρύβονται από τις ακτίνες του ήλιου, ενώ το βράδυ αναζητούν τις φωτεινές ανάσες του φεγγαριού.
Τα βουνά, ως ακίνητοι γίγαντες, περιχαρακώνουν το χώρο τους. «Μετρούν» τις διαστάσεις τους. Σχεδιάζουν νοητές ή εμφανείς γραμμές, δηλώνοντας το πού αρχίζουν και πού τελειώνουν. Αν τους πλησιάσεις χάνεις την αίσθηση του μεγέθους, των ισορροπιών, των αντιθέσεων. Χάνεις το ίδιο το θέμα, την ηρεμία και την ελευθερία που αποπνέει. Χάνεις το σημείο της αφετηρίας, την αίσθηση της σταθεράς… χάνεις και το άπειρο, την ομορφιά του μετέωρου.
ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΧΑΡΑ ΠΡΟΛΟΓΙΖΩ τό πρωτότυπο Λεύκωμα τοῦ ἀξιότιμου κ. Πλάτωνα Τσούλου, ὁ ὁποῖος προσκομίζει τό χάρισμά του στο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας, πρός τιμή τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Μέσα ἀπό τό ἔργο ἀναδύεται ἔνα προσκυνηματικό ταξίδι μέσα ἀπό τό Ἱερό Σύμβολο τῆς ἐν ἀσθενείᾳ δυνάμεως, τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης πού παραπέμπει στόν τρόπο ὔπαρξης καί ὁμολογίας τῆς πίστης τοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ Τίμιος Σταυρός ώς «Θεοῦ δύναμις» καί «Θεοῦ σοφία», ὡς «σκάνδαλο» καί Μυστήριο, βίωμα ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο προνόμιο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρῶτοι μάρτυρες θεωροῦσαν πώς μόνο ἔνα πράγμα ἔπρεπε νά κάνουν γνωστό: Ὄχι μιά ἰδέα ἀλλά «Χριστόν Ἐσταυρωμένον». Χωρίς Σταυρό δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση, δέν ὑφίσταται χριστιανική ζωή καί ἐμείς δέν μποροῦμε νά καυχηθοῦμε γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τό Σταυρό τοῦ Κυρίου πού «ἐπανένωσε τά διεστῶτα».
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β
**************************
ΗΤΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, γύρω στις επτά. Καλοκαίρι σε νησί του Αιγαίου. Ο ήλιος ετοιμαζόταν να γείρει κουρασμένος από την πολύ ζέστη του Αυγούστου. Η φύση γύρω, η θάλασσα, η χώρα, το νησί όλο ντύνονταν ήδη στα πορτοκαλί της δύσης. Το ίδιο και το ξωκλήσι. Μόνο του, ψηλά στην πλαγιά. Δεχόταν τις πρώτες δροσερές ριπές του απογευματινού αέρα. «Ολοένα σφύριζε κι ολοένα σκοτείνιαζε…» (Οδ. Ελύτης). Και εκείνο το σφύριγμα θυμάμαι ήταν που με έκανε να κοιτάξω ψηλά, στον τρούλο. Στολίδι στο κέντρο του ο σταυρός, στεκόταν όρθιος ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και στο λευκό της εκκλησίας. Αυτός και ο ήλιος. Κυρίαρχοι κι οι δύο. Όχι για πάντα. Ο ήλιος θα έφευγε, Εκείνος ασάλευτος. «Κράτησα» τη στιγμή. Όπως κι άλλες, με το σταυρό «νικητή» των πάντων. Με το σταυρό σύμβολο της ζωής, της καλοσύνης, της χριστιανοσύνης. Στοιχείο έμπνευσης για όσα επακολούθησαν. Αφορμές υπήρξαν. Ο σταυρός στεκόταν πάντα μπροστά μου. Ήταν σαν να περίμενε στωικά. Σε χωριά και πόλεις, κάμπους ή βουνά, όλες τις εποχές του χρόνου, κάθε στιγμή.
Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ και η ελευθερία της τέχνης διασταυρώθηκαν αμέτρητες φορές. Το λεύκωμα με τον τίτλο «Σύμβολο» έρχεται να αποτυπώσει τις στιγμές αυτές. Να αναδείξει το πώς ένα τόσο απλό στη μορφή του, αλλά βαρύ σε αξίες και ιστορία, σύμβολο μπορεί να γίνεται πάντα πηγή αισθητικής έμπνευσης. Πέρασαν οκτώ χρόνια από κείνο το απόγευμα στο ξωκλήσι των Κυκλάδων. Οι φωτογραφίες που συγκέντρωσα πολλές. Τα συναισθήματα ωστόσο ήταν μοναδικά, οι σκέψεις δυνατές, οι αναμνήσεις έντονες και το μήνυμά τους ένα: να διασώσω αυτές τις συγκινήσεις, τις τόσο προσωπικές αλήθειες τους –τις έξαφνες, πίσω από την κοινή και τετριμμένη οπτική εμπειρία…
ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΓΡΑΜΜΕΣ” μεταφέρει ένα μήνυμα συμφιλίωσης μέσα από τους δρόμους του φωτός: σκιές και σχήματα διακριτών αντικειμένων του άμεσου -ή σε κάποιες περιπτώσεις του πιο μακρινού- περιβάλλοντος προβάλλουν συμβιωτικές ιδιότητες. Σχέσεις συνύπαρξης που μόνον ο φωτογραφικός φακός γνωρίζει να αναδεικνύει, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία μιας διαφορετικής ανάγνωσης, αλλά και μιας διαφορετικής συμπόρευσης με τον ήδη γνωστό μας κόσμο. Οι “Γραμμές” αποτελούν ένα βιβλίο «ανοιχτών οριζόντων», που διαπερνά την παγωμένη Μόσχα για να φθάσει στην πολυ-πολιτισμική Νέα Υόρκη, αλλά και τον τόπο που συμβολίζει την πύλη της αμερικανικής δύσης, το Σεντ Λούις. Που αποκαλύπτει το Παρίσι, την Πόλη του Φωτός, αλλά και τη Λιόν, ”στέκι” των νέων. Που ταξιδεύει στα δαιδαλώδη κανάλια του Άμστερνταμ, αλλά και στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, για να φθάσει στην κοιτίδα του πολιτισμού, την Αθήνα, διαπερνώντας όμορφες περιοχές της χώρας.
ΠΡΟΚΕΙΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ 25χρονη διαδρομή βασισμένη σε μινιμαλιστικές “Γραμμές”, νοητές, αφαιρετικές, γεμάτες πειραματισμούς, που ενώνουν τεθλασμένες, ευθείες ή καμπύλες, δίχως να έχουν τέλος. Που δείχνουν απαραβίαστες και που δεν είναι. Που λειτουργούν ως εμπόδια, αλλά όχι ανυπέρβλητα, εφόσον υπάρχει σιγουριά, αυτογνωσία, αυτοσχεδιασμός, φαντασία. Οι “Γραμμές” του βιβλίου μιλούν για την ελπίδα και την πικρή αλήθεια, για την αστείρευτη αγάπη και τη μοναξιά, για την υποκρισία και τον θάνατο. Για ακαθόριστα σχήματα, όπως τα συλλαμβάνει η φωτογραφία, που συνήθως έχει πολλές αναγνώσεις. Μια όμως κερδίζει. Η ανάγνωση πίσω από τις “Γραμμές”. Η ανάγνωση που κρύβει την αλήθεια… αλλά και την αυταπάρνηση, τη θέληση, την ανιδιοτελή προσφορά στον άνθρωπο. Η ανάγνωση σε “Γραμμές” που σχηματίζουν την “Κιβωτό” της δύναμης, της συμπαράστασης, της θέλησης για μια νέα ζωή, για την ελπίδα.