Την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου η επικεφαλής των πλειοψηφούντων στην Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων Δημοκρατικών Νάνσι Πελόζι ανακοίνωσε ότι για το κόμμα της πια είναι δεδομένο ότι θα προχωρήσει κανονικά με τη διαδικασία παραπομπής του Ντόναλντ Τραμπ, κρίνοντας ότι η συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή δικαστικών υποθέσεων του Κογκρέσου έχει ολοκληρωθεί και ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς που εννιά μήνες πριν την είχαν οδηγήσει να δηλώσει ότι μια παραπομπή θα ήταν πολύ διαιρετική και δεν την ήθελε.
Στην επιλογή αυτή μέτρησε και η παράμετρος του χρόνου. Οι Δημοκρατικοί θέλουν η σχετική απόφαση παραπομπής να γίνει πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων και τη νέα χρονιά. Ούτως ή άλλως είναι σαφές ότι στη Βουλή των Αντιπροσώπων διαθέτουν την αναγκαία πλειοψηφία για να αποφασίσουν την παραπομπή.
Πάντως η ίδια η Πελόζι αρνήθηκε εμφατικά ότι κινείται με βάση κάποιο μίσος για τον Ντόναλντ Τραμπ. Τα αμερικανικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι η αλλαγή στάσης της Πελόζι, που ήταν αρκετά επιφυλακτική για την παραπομπή ακόμη και όταν βγήκε η έκθεση του ειδικού ερευνητή Ρόμπερτ Μύλερ για την φερόμενη ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές, στηρίζεται στις νέες αποκαλύψεις για το πώς ο Τραμπ ζήτησε από την Ουκρανική κυβέρνηση στοιχεία που να εμπλέκουν και να ενοχοποιούν τον αντίπαλο του τέως Δημοκρατικό Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Για τους Δημοκρατικούς μια τέτοια στάση δεν έχει καμία σχέση με το κύρος του αξιώματος και αποτελεί λόγο παραπομπής. Άλλωστε συμπίπτει με μια ιδιαίτερα πολωμένη προεκλογική εκστρατεία.
Ποια είναι η διαδικασία της παραπομπής;
Σύμφωνα με το αμερικανικό σύνταγμα η παραπομπή Προέδρου επιτρέπεται μόνο για έσχατη προδοσία και σοβαρά αδικήματα. Την παραπομπή την αποφασίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων, όμως η δίκη γίνεται ενώπιον της Γερουσίας. Η τελευταία για να φτάσει σε ετυμηγορία χρειάζεται μια ισχυρή πλειοψηφία 2/3. Όμως στη Γερουσία ο συσχετισμός είναι ευνοϊκός υπέρ των Ρεπουμπλικάνων που έχουν την πλειοψηφία. Αυτό θεωρείται ότι είναι πιθανό να οδηγήσει τελικά στη μη καταδίκη του Τραμπ. Στη διαδικασία στη Γερουσία θα προεδρεύσει ο επικεφαλής δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Τζων Ρόμπερτς.
Οι παραπομπές ως μέσο διαμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών
Με βάση τις ιδιαιτερότητες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, η διαδικασία παραπομπής είναι μια δύσκολη διαδικασία που χρησιμοποιείται σε ακραίες περιπτώσεις.
Επιπλέον, πρόσφατες περιπτώσεις έχουν δείξει ότι χρησιμοποιείται για να διαμορφωθούν πολιτικοί συσχετισμοί.
Η παραπομπή του Ρίτσαρντ Νίξον, που τελικά οδήγησε στην παραίτησή του, μπορεί να έγινε στον απόηχο του σκανδάλου του Wartergate, όμως στην πραγματικότητα αντιστοιχούσε σε μια συνολικότερη επιθυμία του πολιτικού συστήματος να απαντήσει σε ένα αίτημα αλλαγής που έβγαινα μέσα από την ίδια την αμερικανική κοινωνία.
Αντίστοιχα, η παραπομπή του Μπιλ Κλίντον λίγο είχε να κάνει με το τυπικό της υπόθεσης και το εάν είχε ψευδομαρτυρήσει και παρακωλύσει τη δικαιοσύνη σε σχέση με τις εξωσυζυγικές του ερωτικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα αποτελούσε τμήμα μιας αντεπίθεσης των Ρεπουμπλικάνων που ήθελαν να ανακαταλάβουν την εξουσία.
Έτσι και στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ ο τρόπος που σχεδόν εξαρχής οι Δημοκρατικοί επέλεξαν να αναζητήσουν στοιχεία για παραπομπή του έχει να κάνει με την ιδιαίτερα πολωμένη κατάσταση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και τα μεγάλα χάσματα, πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά που αποτυπώθηκαν στα αποτελέσματα των εκλογών του 2016.
Οι συσχετισμοί στη Γερουσία
Στη Γερουσία των ΗΠΑ για να καταδικαστεί ο Πρόεδρος πρέπει αυτή η απόφαση να συγκεντρώσει 67 ψήφους. Αυτή τη στιγμή η Γερουσία των ΗΠΑ έχει μια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων που έχουν 53 γερουσιαστές έναντι 45 Δημοκρατικών και 2 ανεξαρτήτων.
Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί γερουσιαστές έχουν ήδη βγει σαφώς υπέρ της παραπομπής και άρα αναμένεται να ψηφίσουν υπέρ της καταδίκης. Ωστόσο, ένας αριθμός δεν έχει τοποθετηθεί στο εάν επιθυμεί την καταδίκη.
Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί έχουν με σαφήνεια τοποθετηθεί υπέρ της απαλλαγής του αμερικανού προέδρου. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι που θα μπορούσαν ακόμη και να υπερψηφίσου την καταδίκη, όπως π.χ. ο γερουσιαστής της Γιούτα Μιτ Ρόμνεϊ, που ήταν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία στις εκλογές του 2012.
Ακόμη κι έτσι σε αυτή τη φάση φαίνεται δύσκολο να υπάρξουν τόσες μετακινήσεις στην πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων που να οδηγήσουν σε καταδίκη.
Διαφορετικές τακτικές στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών
Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την τακτική που θα ακολουθηθεί. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ όπως και οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής θα ήθελαν μια διαδικασία στην οποία να πάρουν το αίμα τους πίσω, καλώντας τους μάρτυρες που θέλουν και γενικά εκμεταλλευόμενοι το ότι η Γερουσία είναι πιο φιλικό έδαφος.
Όμως, τα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, όπως για παράδειγμα ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, επικεφαλής της επιτροπής δικαστικών υποθέσεων της Γερουσίας και παραδοσιακός σύμμαχος του Τραμπ, έχουν κάνει σαφές ότι δεν επιθυμούν να γίνει ένα «σόου» η όλη υπόθεση αλλά να προχωρήσει κανονικά και στο τέλος να υπάρξει η ψηφοφορία που θα απαλλάσσει τον Τραμπ από την κατηγορία.
Η πίεση από την προεκλογική περίοδο
Με τις ΗΠΑ να εισέρχονται και επισήμως στον κύκλο της προεκλογικής χρονιάς, που ξεκινά με τις προκριματικές εκλογές, έχει μια πρώτη κορύφωση με τα συνέδρια των κομμάτων και ολοκληρώνεται με την καθαυτό προεκλογική εκστρατεία και τις εκλογές, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι και οι δύο πλευρές θα ήθελαν μια σχετικά γρήγορη διαδικασία. Ιδίως όταν η τελική ετυμηγορία θεωρείται αυτή τη στιγμή δεδομένα αθωωτική.
Οι Δημοκρατικοί φοβούνται μήπως η όλη κατάσταση τελικά κουράσει τους ψηφοφόρους και δεν έχουν το πολιτικό αποτέλεσμα που θέλουν, δηλαδή να φθείρουν πολιτικά τον Ντόναλντ Τραμπ. Επιπλέον, δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι ορισμένοι εκ των διεκδικητών του χρίσματος των Δημοκρατικών είναι ταυτόχρονα και γερουσιαστές, όπως για παράδειγμα η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Μπέρνι Σάντερς και δεν θα ήθελαν να χάσουν πολύ χρόνο από τη μάχη των προκριματικών.
Οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να αφήσουν την πλευρά Τραμπ να οργανώσει και παρουσιάσει την υπεράσπισή του, όμως και αυτοί δεν θέλουν μια μακρά διαδικασία όπου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι υπόδικος.
Η πόλωση και οι εκλογικές δυναμικές
Η διαδικασία αυτή έρχεται να θυμίσει τις βαθιές διαιρέσεις του αμερικανικού πολιτικού συστήματος που είναι ενεργές από ήδη από την προεκλογική εκστρατεία του 2016.
Οι διαιρέσεις αυτές αποτυπώνουν τις διαφορετικές στάσεις που διαπερνούν την αμερικανική κοινωνία, από τη στάση απέναντι στη μετανάστευση μέχρι τις απόψεις για παγκόσμιο εμπόριο και τον διεθνή προσανατολισμό των ΗΠΑ.
Οι Δημοκρατικοί επιμένουν ότι ακόμη και μόνο με τα στοιχεία για την Ουκρανία έχουν μια σαφή υπόθεση κατάχρησης εξουσίας. Οι Ρεπουμπλικάνοι αμφισβητούν την αξιοπιστία των «μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος» και επιμένουν ότι αυτό που έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν μια θεμιτή άσκηση των καθηκόντων εξωτερικός πολιτικής του προέδρου.
Διαιρεμένη παραμένει και η αμερικανική κοινή γνώμη. Όσο κυριαρχούσε η συζήτηση γύρω από την έρευνα Μύλερ, λίγο περισσότεροι από τους μισούς αμερικανούς έδειχναν να μην επιθυμούν την παραπομπή Τραμπ. Αυτό άλλαξε μετά τη μετατόπιση του βάρους στην υπόθεση της Ουκρανίας, όταν υπήρξε ελαφρό προβάδισμα αυτών που ήθελαν παραπομπή και καταδίκη. Αυτό διατηρείται και σήμερα. Ωστόσο, έχει σημασία ότι ακόμη και έτσι ένα ισχυρό 44% των αμερικανών δεν επιθυμεί την παραπομπή και καταδίκη του Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα που η αντίθεση άποψη έχει σχετικό προβάδισμα αλλά βρίσκεται κάτω του 50%.
Αυτό πάντως αντιστοιχεί και στο ότι όλο αυτόν τον καιρό ο πρόεδρος Τραμπ διατηρεί ένα σταθερό ποσοστό θετικής αποδοχής άνω του 40%. Μπορεί οι αρνητικές γνώμες να παραμένουν περισσότερες από τις θετικές, αλλά είναι σημαντικό στην προεκλογική περίοδο ότι διατηρεί μια συμπαγή αφετηρία απήχησης. Ορισμένες από τις εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο, όπως για παράδειγμα η ανακοίνωση ότι η ανεργία συνεχίζει να υποχωρεί και ότι αυξήθηκαν οι νέες θέσεις εργασίας, ενισχύουν ακόμη περισσότερο τη θέση του.