Λίγοι είχαν προσέξει μέχρι τώρα την πολιτική δραστηριότητα του κ. Αντώνη Διαματάρη, παρότι είχε μια σημαντική θέση, αυτή του υφυπουργού Εξωτερικών με αρμοδιότητα τον Απόδημο Ελληνισμό.
Άλλωστε, για το βασικό θέμα της αρμοδιότητάς του, εν προκειμένω την ψήφο των αποδήμων, ασχολήθηκε άλλο υπουργείο, πιο αρμόδιο, αυτό των Εξωτερικών.
Όμως, αυτό είναι ένα πρόβλημα υπάρχει εδώ και χρόνια: παρότι η σχετική γενική γραμματεία στο υπουργείο Εξωτερικών υπάρχει από το 1983 και αρκετοί πολιτικοί έχουν περάσει από τη θέση του αρμόδιου υφυπουργού, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό το υπουργείο κατεξοχήν αποφασίζει για τα θέματα που αφορούν τον απόδημο ελληνισμό.
Ούτως ή άλλως, αυτό έχει να κάνει και με ένα άλλο ανοιχτό ερώτημα που αφορά τον με ποιο τρόπο μπορεί να οργανωθεί η σχέση του ελληνικού κράτους με του αποδήμους αλλά και με ποιο τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί η δράση των αποδήμων για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων.
Όμως, στην περίπτωση Διαματάρη δεν είχαμε απλώς την τοποθέτηση ενός πολιτικού σε αυτή τη θέση. Η τοποθέτηση ενός επιχειρηματία (και δη και στον χώρο των ΜΜΕ) από την Ομογένεια και μάλιστα από μια κυβέρνηση που είχε ως κεντρικό αίτημα την πολιτική συμμετοχή της ομογένειας μέσω της ψήφου των αποδήμων στις εθνικές εκλογές, θεωρήθηκε ότι έδινε έναν κρίσιμο συμβολισμό: πλέον το «εθνικό κέντρο» δεν καλεί απλώς την ολομέλεια να συστρατευτεί στην κοινή προσπάθεια, αλλά της δίνει και πραγματικά περιθώρια πολιτικής συμμετοχής. Ακόμη και στο επίπεδο του υπουργικού συμβουλίου.
Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για μια κυβέρνηση που έχει προσπαθήσει συστηματικά να εκπέμψει την εικόνα ότι διαλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα για την κατάλληλη θέση.
Τα όρια των συμβολισμών και το πραγματικό πολιτικό κόστος
Όμως, αποδείχτηκε ότι ανεξαρτήτως των όποιων ισχυρών συμβολισμών είχε το πρόσωπο του κ. Διαματάρη, ο ίδιος δεν προσπάθησε όσο έπρεπε να μην εκθέσει την κυβέρνηση που τον τίμησε με την εμπιστοσύνη του.
Και το πρόβλημα δεν ήταν τόσο ότι είχε προφανώς διατυπώσει στοιχεία στο βιογραφικό που δεν αναλογούσαν στις πραγματικές σπουδές. Το πρόβλημα ήταν ηθικής τάξης και αφορούσε τόσο το γεγονός ότι δεν είχε ακριβώς απεμπλακεί από τις εταιρείες που είχε στην κατοχή όσο και το γεγονός ότι ένας εκ των συνεργατών του είχε εμπλοκές με τη δικαιοσύνη, από τον καιρό που είχε περάσει από την ΕΑΒ.
Βρισκόταν, δηλαδή, η κυβέρνηση αντιμέτωπη όχι μόνο με ένα «φουσκωμένο» βιογραφικό αλλά και με υπαρκτές σκιές προηγούμενων σκανδάλων. Αυτό εξηγεί γιατί η αποπομπή κατέστη μονόδρομος σε αυτό το πλαίσιο.
Γιατί ήταν σαφές ότι ανεξαρτήτως του συμβολικού οφέλους που μπορεί να ήλπιζε η κυβέρνηση ότι θα έφερνε ο κ. Διαματάρης, το κόστος από την παραμονή του στο υπουργείο φάνταζε πολύ μεγαλύτερο.
Όταν και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πρόβλημα ηθικής τάξης με ελληνοαμερικανό υπουργό του
Φαίνεται ότι η απόσταση από την ελληνική πραγματικότητα κάποιες φορές κάνει τα πολιτικά πρόσωπα από την ομογένεια των ΗΠΑ να μην αντιλαμβάνονται πλήρως τα ζητήματα ηθικής τάξης.
Στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχαμε την περίπτωση του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Δημήτρη Παπαδημήτριου, που μάλιστα είχε θεωρηθεί ότι και λόγω της σημαντικής του ακαδημαϊκής διαδρομής στα οικονομικά και λόγω των σχέσεών του με την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, στην οποία είχε ούτως ή άλλως επενδύσει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Ωστόσο, ο κ. Παπαδημητρίου αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφού πρώτα αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα η σύζυγός του αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου με αφορμή το γεγονός ότι ελάμβανε επίδομα για τη δαπάνη διαμονής παρότι τόσο αυτή όσο και ο κ. Παπαδημητρίου διέθεταν σημαντική περιουσία.
Το πρόβλημα με την πολιτική των συμβολισμών
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα συνολικότερο πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την τρέχουσα κυβέρνηση. Ζούμε σε μια περίοδο όπου υποχωρεί έντονα η στρατηγική διάσταση της πολιτικής.
Τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν συγκρούονται γύρω από μεγάλα και μεταξύ τους αντιπαραθετικά σχέδια το μέλλον της χώρας. Ούτε οι εκλογές κρίνονται τόσο στη βάση μεγάλων προγραμμάτων.
Άλλωστε, μεγάλο μέρος των ασκούμενων πολιτικών καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από κάθε λογής «αυτόματους πιλότους» (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκδοχή δημοσιονομικής πειθαρχίας στην οποία επιμένει η ΕΕ).
Στην ελληνική περίπτωση αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό, εάν αναλογιστούμε ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν εφαρμόσει μνημόνια και αποδέχονται αυτό που θα λέγαμε «μνημονιακό κεκτημένο».
Αυτό διαμορφώνει μια συνθήκη όπου τα κόμματα και οι πολιτικοί επενδύουν πάρα πολύ στο συμβολικό και το επικοινωνιακό επίπεδο. Δεν έχει σημασία μόνο το ποια πολιτική προτείνουν ή εφαρμόζουν, αλλά και το επικοινωνιακό αποτύπωμα που μπορεί να αφήνουν.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις συναντούν μεγάλη δυσκολία να περάσουν μέτρα και πολιτικές που να μπορούν να αποσπάσουν ενεργητική συναίνεση από την πλευρά των πολιτών. Αυτό κάνει ακόμη πιο έντονη την έμφαση στο «φαίνεσθαι».
Μόνο που αυτό έχει και ένα αντίστροφο κόστος: συμβολικές ή επικοινωνιακές αστοχίες να αποκτούν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ τόσο οι κυβερνήσεις όσο και τα κόμματα νιώθουν ευάλωτα στην αρνητική δημοσιότητα και δύσκολα την προσπερνούν.
Και καθώς οι επικοινωνιολόγοι επιμένουν ότι η αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός (ή ο ηγέτης του κόμματος) παρεμβαίνει άμεσα και διορθώνει το πρόβλημα έχει διαμορφώνει θετικό κλίμα στην Κίνα, είναι προφανές ότι οι πολιτικοί που δεν ανταποκρίνονται σε αυτά τα κριτήρια θα αποπέμπονται πολύ πιο γρήγορα.