Παρά τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή μας η έννοια της αξιολόγησης, φαίνεται πως αυτή αντιμετωπίζεται με ένα πνεύμα επιφυλακτικότητας και καχυποψίας. Η αξιολόγηση συνδέεται και συνδυάζεται, θεωρητικά και πρακτικά, με την εκάστοτε κρίση, αποτίμηση και αντίστοιχη επιλογή, στην οποία οδηγούμαστε, για αυτό που θεωρούμε ως το δέον και το επιβαλλόμενο να πραγματοποιηθεί, καθώς κρίνουμε και πιστεύουμε ότι διαθέτει τα περισσότερα πλεονεκτήματα. Η καθημερινότητά μας από την πολύ μικρή ηλικία είναι συνυφασμένη με αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, στην ουσία, προσδιορίζουν την επαγγελματική και κοινωνική διαδρομή μας. Προβαίνουμε σε θετικές ή αρνητικές αξιολογήσεις και επιλογές, με βάση ένα διευρυμένο αξιολογικό πλαίσιο αρχών και ενδιαφερόντων, θέτοντας και υπηρετώντας συγκεκριμένους στόχους και συγκεκριμένες επιδιώξεις. Αξιολογούμε τα προσόντα που διαθέτουμε, αξιολογούμε τις απαιτήσεις κάθε αντίστοιχης θέσης που διεκδικούμε, με βάση πάντα κατατεθειμένες προϋποθέσεις. Κατά αντίστοιχο τρόπο ενδιαφερόμαστε να αποκτούμε προσόντα και εφόδια ώστε σε κάθε μελλοντική διεκδίκηση και αντίστοιχη αξιολογική κρίση να είμαστε έτοιμοι όσο γίνεται καλύτερα και πληρέστερα για την επιτυχή έκβαση του κάθε εγχειρήματος.
Σε καθημερινή βάση, άμεσα ή έμμεσα, αξιολογούμε αυτό που κάνουμε ή προσδοκούμε, διαπιστώνουμε τις δυνατότητες, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες, βελτιωνόμαστε ή προσπαθούμε να βελτιωθούμε, γινόμαστε καλύτεροι, αποφεύγουμε τις αστοχίες, ακολουθούμε μία θετική και ανοδική πορεία μέσα από μία διαρκή διαδικασία αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης πεπραγμένων και στόχων. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα όταν γινόμαστε αποδέκτες θετικών αξιολογικών κρίσεων. Ασφαλώς, η αξιολόγηση αφορά και αναφέρεται σε μεμονωμένα άτομα, σε ομάδες και οργανισμούς, στην κοινωνία ολόκληρη. Γεννάται, ωστόσο, το ερώτημα για τους λόγους που οδηγούν σε επιφυλάξεις ή πιθανόν και σε μία αρνητική στάση απέναντι στην αξιολόγηση από μία μεγαλύτερη ή μικρότερη ομάδα της κοινωνίας μας.
Μία πρώτη βασική παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη είναι ότι ο χαρακτήρας της αξιολόγησης πρέπει να είναι διαπιστωτικός και προωθητικός. Να εμπεριέχει προτάσεις και στοιχεία που συμβάλλουν ώστε ο καθένας προσωπικά, ομαδικά ή θεσμικά να γίνεται καλύτερος και για τον εαυτό του και για το κοινωνικό σύνολο. Η οποιαδήποτε αξιολόγηση δεν πρέπει να έχει έναν τιμωρητικό χαρακτήρα για τον αξιολογούμενο. Αρνητική αξιολόγηση σε κάποια φάση και για κάποια δεδομένα δεν σημαίνει υποχρεωτικά έλλειψη προσόντων ή έλλειψη ικανοτήτων και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει ότι χάνω εξαιτίας μίας αρνητικής αξιολογικής κρίσης τη θέση εργασίας μου ή τους όρους και τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τα οποία προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
Ενα δεύτερο στοιχείο είναι η διαμόρφωση ενός ευρύτερα αποδεκτού αξιολογικού πλαισίου. Αυτό έχει να κάνει με κριτήρια, μεθόδους και προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου πλαισίου, με πρακτικές που προτείνονται και που θα ακολουθηθούν και οι οποίες σε πνεύμα σεβασμού, αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας θα αναδεικνύουν συγκεκριμένες παραμέτρους που θα ληφθούν υπόψη και θα οδηγούν, συνολικά, σε βελτιωτικές προτάσεις και παρεμβάσεις.
Είναι γεγονός ότι σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή διαδραματίζει η επόμενη ημέρα μιας αξιολογικής διαδικασίας, καθώς άτομα, φορείς και πρωτίστως η πολιτεία οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη και να υλοποιούν πορίσματα και προτάσεις αυτής της διαδικασίας, ώστε να μην επανερχόμαστε στις ίδιες διαπιστώσεις και να μην αναζητούμε ευθύνες εκεί που δεν υπάρχουν. Η επίκληση και μόνο κάποιων εννοιών, όπως η αποδοχή και η σημαντικότητα της αξιολόγησης, δεν αντιμετωπίζει από μόνη κανένα ζήτημα στην ουσία του. Απαιτούνται σχέδιο και όραμα, με σεβασμό, δικαιοσύνη, αντικειμενικότητα, εγκυρότητα και αξιοπιστία.
Ο κ. Γεώργιος Δ. Καψάλης είναι πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.