Η εκτέλεση ενός εφήβου από έναν αστυνομικό δεν μπορεί παρά να προκαλέσει συναισθήματα φρίκης και οργής, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συγκυρίες. Τα τραγικά περιστατικά της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, όμως, συνέπεσαν και με μια μεταιχμιακή περίοδο για την ελληνική κοινωνία, η οποία μόλις ερχόταν αντιμέτωπη με τα ενδεχόμενα και τη σημασία της οικονομικής κρίσης.
Η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον Επαμεινώνδα Κορκονέα πυροδότησε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις – μια εξέγερση, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλά ξένα μέσα εκείνη την εποχή – και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον ρόλο της στις πολιτικές διεργασίες της δεκαετίας που φέτος φτάνει στο τέλος της. Ποιοι ήταν, όμως, οι ειδικοί φρουροί που με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους έκοψαν το νήμα της ζωής του έφηβου «Άλεξ»; Και πού βρίσκονται σήμερα, έντεκα χρόνια μετά από εκείνη τη μοιραία νύχτα;
Ποιος ήταν ο Επαμεινώνδας Κορκονέας
Γεννημένος στις 12 Δεκεμβρίου του 1971 στην Καλαμάτα και Μανιάτης στην καταγωγή, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Ράμπο» στο Αστυνομικό Τμήμα των Εξαρχείων.
Έχοντας λάβει εκπαίδευση από τις ειδικές δυνάμεις του Στρατού (συγκεκριμένα τους Αλεξιπτωτιστές) και εργαζόμενος από νεαρή ηλικία στο επιπλοποιείο του πατέρα του, αποφασίζει το 1999 να ακολουθήσει το επάγγελμα του αστυνομικού. Έτσι, εισάγεται στη σχολή Αστυφυλάκων του Μεσολογγίου και από το 2000 αναλαμβάνει υπηρεσία στο αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων.
Σύμφωνα με δηλώσεις που είχε κάνει το 2008 άνθρωπος από το στενό του περιβάλλον, ο Κορκονέας ήθελε από μικρός να γίνει «κάτι ανάμεσα σε βρώμικο Χάρι και Τζον Ράμπο». Πράγματι, λίγο καιρό μετά την τοποθέτησή του στο Α.Τ. Εξαρχείων είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη του σκληρού ειδικού φρουρού, ενώ λίγους μήνες πριν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου είχε λάβει «εύφημο μνεία», γιατί είχε συλλάβει ένοπλο μετά από καταδίωξη.
Ωστόσο, ο παντρεμένος και πατέρας τριών ανήλικων παιδιών Κορκονέας δεν είχε κερδίσει τον τίτλο του «Ράμπο» μόνο χάριν ανδραγαθημάτων. Σύμφωνα με δηλώσεις συναδέλφου του λίγο καιρό μετά τη μοιραία νύχτα, ο ειδικός φρουρός είχε μετατρέψει τις αντιπαραθέσεις με τους αντιεξουσιαστές στην περιοχή των Εξαρχείων σε βεντέτα. Μάλιστα, φαίνεται πως είχε συγκρουστεί αρκετές φορές με τους ανωτέρους του, εξαιτίας της πεποίθησής του πως οι αστυνομικοί θα πρέπει να τηρούν συγκρουσιακή στάση απέναντι στους αντιεξουσιαστές.
Η νύχτα της δολοφονίας και οι προκλητικές δηλώσεις
Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου του 2008, λίγο πριν τις 9 το βράδυ, ο Κορκονέας και ο συνάδελφός του Βασίλης Σαραλιώτης έρχονται σε φραστική αντιπαράθεση με τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και ορισμένους φίλους του – ανάμεσά τους και ο εορτάζων Νίκος Ρωμανός. Ο Κορκονέας υψώνει το όπλο του και πυροβολεί τον 15χρονο, ο οποίος πέφτει νεκρός στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου στα Εξάρχεια. Στη συνέχεια οι δύο αστυνομικοί επιστρέφουν ψύχραιμα στο αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων, όπου και ενημερώνουν για το συμβάν.
Η υπόθεση χρειάστηκε περισσότερα από 10 χρόνια για να τελεσιδικήσει, και κατά τη διάρκειά τους ακούστηκαν πολλά. Υπήρξε όμως και κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ ή μάλλον αποσύρθηκε πρόωρα: Η «συγγνώμη» του Επαμεινώνδα Κορκονέα. Αυτό ήταν που οδήγησε και τον Αλέξη Κούγια στην παραίτηση από την υπεράσπισή του το 2016.
Κατά την απολογία του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας είχε δηλώσει:
«Τα θύματα είμαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είμαι εδώ που είμαι. Μακάρι να βρισκόμουν εγώ στη θέση του. Πεθαίνω κάθε ώρα, κάθε λεπτό… Συμμερίζομαι τον πόνο της οικογένειας»
Αργότερα, όμως, η στάση του υπήρξε εκ διαμέτρου αντίθετη. Ίσως η πιο διαβόητη δήλωσή του να ήταν όταν είχε πει πως «δεν θα ζητήσω συγγνώμη από κανένα δεκαπεντάχρονο», ενώ σύμφωνα με τον Αλέξη Κούγια, είχε αιτιολογήσει τη στάση του λέγοντας ότι «έτσι ένιωσε μετά την οκτάχρονη ταλαιπωρία που έχει υποστεί και μου απαγόρευσε να ζητήσω κι εγώ συγγνώμη, γιατί το θύμα δεν ήταν ένα συνηθισμένο δεκαπεντάχρονο, αλλά ήταν αντιεξουσιαστής».
Η αποφυλάκιση
Μετά την πρωτόδικη καταδίκη του σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο, η υπόθεση πήρε τον δρόμο του εφετείου στις 11 Μαρτίου του 2015 με τη δίκη να ξεκινά εντέλει στις 9 Νοεμβρίου του 2016 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας. Με την ολοκλήρωση της δίκης στις 28 Ιουλίου του 2019 ο Κορκονέας είδε την ποινή του να μειώνεται σε κάθειρξη 13 ετών και σε συνδυασμό με το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου που το αναγνωρίστηκε, αποφυλακίστηκε δύο μέρες αργότερα.
Οι δικηγόροι της οικογένειας Γρηγορόπουλου κατηγόρησαν την πλευρά Κορκονέα για μεθοδεύσεις καθυστέρησης της δίκης, με σκοπό η απόφαση να ληφθεί βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα. Από την πλευρά της, η μητέρα του θύματος Τζίνα Τσαλικιάν δήλωσε:
«Υπήρχε εντολή σε Κορκονέα – Σαραλιώτη να προκαλέσουν επεισόδιο βίας ακόμα και δολοφονίας για να πυροδοτήσει την ατμόσφαιρα. Είχαν υποσχεθεί στον Κορκονέα μάλιστα πως δεν θα έμπαινε φυλακή. Δεν ήταν τυχαίο που τον αποκαλούσαν Ράμπο, εκτελεστή, τσαμπουκά. Έμαθα ότι πριν καταταγεί στην αστυνομία ήταν μπράβος σε νυχτερινό κέντρο στην Καλαμάτα με το όνομα Μύλος. Αυτό νομίζω ότι λέει πολλά για τον πρότερο έντιμο βίο του ανθρώπου, για το ποιον του.»
Έκτοτε, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας έχει ασκήσει αναίρεση στην απόφαση του Εφετείου. Στην αιτιολόγησή του αναφέρει πως το σκεπτικό της δεν έχει επαρκή αιτιολογία όπως απαιτεί το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα έχει εσφαλμένη ερμηνεία ως προς την αναγνώριση του ελαφρυντικού.
Σε περίπτωση που το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αποφασίσει υπέρ της αναίρεσης της εφετειακής απόφασης, ο πρώην ειδικός φρουρός θα δικαστεί εκ νέου από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο.
Ποιος είναι ο Βασίλης Σαραλιώτης
Αναμφίβολα λιγότερο γνωστός από τον συνάδελφό του που τράβηξε τη σκανδάλη σκοτώνοντας τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, ο Βασίλης Σαραλιώτης ήταν 31 ετών κατά τη μοιραία νύχτα.
Το 2000 εισήχθη μέσω ΑΣΕΠ στο σώμα των ειδικών φρουρών και από την πρώτη μέρα τοποθετήθηκε στο Α.Τ. Εξαρχείων, ενώ είχε δεχθεί εκπαίδευση ειδικών δυνάμεων κατά τη στρατιωτική του θητεία.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, συνάδελφοί του ανέφεραν πως είχε πρωταγωνιστήσει σε επεισόδιο ανάλογο εκείνου της νύχτας της 6ης Δεκέμβρη, το οποίο είχε κλιμακωθεί με ρίψη χειροβομβίδας κρότου – λάμψης εκ μέρους των αστυνομικών.
«Εγώ δεν πυροβόλησα, κατηγορούμαι άδικα»
Ο Σαραλιώτης επιχείρησε από την πρώτη στιγμή να διαχωρίσει τη θέση του από τον συνάδελφό του, Επαμεινώνδα Κορκονέα. Υποστήριξε την αθωότητά του, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να πείσει το δικαστήριο, που τον καταδίκασε πρωτόδικα σε 10 χρόνια κάθειρξη για συμμετοχή και συνέργεια στν δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Με πλήθος δηλώσεών του, προσπάθησε να αποποιηθεί κάθε ευθύνη της δολοφονίας: «Εγώ δεν πυροβόλησα, κατηγορούμαι άδικα» και «δεν τον περιφρονώ [τον Κορκονέα], αυτό που λέω είναι ότι τον πυροβολισμό μπορούσε να τον αποφύγει», είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που είχαν ακουστεί κατά τη διάρκεια της απολογίας του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αιτία για το ότι ακολούθησε τον Κορκονέα στο σημείο της δολοφονίας εγκαταλείποντας το υπηρεσιακό όχημα, ήταν το γεγονός ότι εκείνος ήταν ανώτερος και αρχαιότερός του. Κατά τα λεγόμενά του, μετά τη δολοφονία είχε μείνει να τον κοιτά «σαστισμένος», ενώ πληροφορήθηκε ότι οι πυροβολισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής του δεκαπεντάχρονου Αλέξη όταν πλέον είχαν μεταβεί στη ΓΑΔΑ.
Η αποφυλάκιση και η επιστροφή στη Δράμα
Το 2011 ο Βασίλης Σαραλιώτης καταθέτει αίτηση αποφυλάκισης, την οποία αιτιολογεί βάσει της ασθένειας του πατέρα του, των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειάς του και του μη προσδιορισμού της δευτεροβάθμιας εκδίκασης της υπόθεσης.
Το 2012 η αίτησή του γίνεται δεκτή με περιοριστικό όρο της μόνιμης παραμονής του στην Δράμα από όπου κατάγεται και όπου ζει μόνιμα η οικογένειά του.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την εκδίκαση της έφεσης τον Ιούλιο που μας πέρασε, ο Σαραλιώτης ζούσε και εργαζόταν στην πόλη καταγωγής του, αρχικά ως σερβιτόρος, έπειτα ως πωλητής σε κατάστημα αλλά και δειγματίζοντας προϊόντα στα καταστήματα της πόλης. Ο ίδιος είχε δηλώσει:
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν το γεγονός ότι είμαι ο Σαραλιώτης, αλλά η ανεργία. Στη Δράμα με γνωρίζουν οι κάτοικοι και ήταν σχετικά καλοί μαζί μου. Δεν αρνήθηκε κανείς να αγοράσει από εμένα. Δεν επηρεάστηκε η δουλειά μου από αυτό. Εξάλλου εδώ ξέρουν τι έγινε και πόσο φταίω».
Η αθώωση και το ενδεχόμενο επιστροφής στην Αστυνομία
Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας έκρινε τον Σαραλιώτη «αθώο λόγω αμφιβολιών». Ο ίδιος πρόσφατα δήλωσε ηθικά δικαιωμένος από αυτή την απόφαση.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους, ανέφερε σε σχέση με τον συνάδελφό του: «Ποτέ δεν δικαιολόγησα την πράξη του. Τη θέση μου την έχω διαχωρίσει από την πρώτη στιγμή, αυτό είναι το θέμα, αλλά δεν έγινα πιστευτός. Το ότι κάνω τη δουλειά μου δεν σημαίνει ότι έχω σχέση και με τον πυροβολισμό ή με την πράξη του άλλου. Οι δικές μου πράξεις ήταν μηδαμινές στο όλο σκηνικό».
Μόλις λίγες μέρες μετά την αθωωτική απόφαση, δήλωσε ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επιστροφής του στην αστυνομία:
«Απλά έχω το δικαίωμα να το κάνω, ναι. Θέλω πρώτα να ηρεμήσω και μετά. Είναι ακόμα νωρίς για να σκεφτώ κάτι. Επειδή ήθελα να μπω στην αστυνομία, μ’ αρέσει. Οπότε μου λείπει, ναι. Ήταν η δουλειά που ήθελα να κάνω».