Καθώς περπατούσαμε ως τουρίστες στους δρόμους του Λονδίνου ακούσαμε ξαφνικά μια παρέα νεαρών να μιλάει ελληνικά. Κοντοσταθήκαμε, διαπιστώνοντας ότι βρισκόμαστε έξω από την κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου. Καθώς μας έκανε εντύπωση η καθαριότητα των τοίχων, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο προς την αποκρουστική εικόνα των ελληνικών πανεπιστημίων, δεν συγκρατηθήκαμε να εκφράσουμε προς τους προφανώς έλληνες φοιτητές την απορία για την απουσία συνθηματολογίας και τοιχοκολλημένων ανακοινώσεων ή επαναστατικών συνθημάτων. «Πού καιρός και διάθεση για τέτοια» απάντησε στην απορία μας ο προθυμότερους από τους νεαρούς συμπατριώτες μας. Και εξήγησε: «Οταν πρέπει από την πρώτη σου εξέταση να πάρεις προβιβάσιμο βαθμό, αλλιώς αποκλείεται να συνεχίσεις και αποβάλλεσαι, δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια».

Είναι η απάντηση-κλειδί, που την ξέρει ασφαλώς η κυρία υπουργός Παιδείας, και ελπίζεται να εφαρμόσει επιτέλους ό,τι λίγο ως πολύ ισχύει σε όλα τα άλλα και πάντως στα σοβαρότερα πανεπιστήμια του κόσμου. Αν αποτύχεις μία φορά ή δύο στις εξετάσεις, αποχαιρετάς τις πανεπιστημιακές σπουδές ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν προάγεσαι όπως εδώ στην ανεκδιήγητη πανεπιστημιακή πρακτική, όπου έτσι και επιτύχεις να εισαχθείς σε ένα ΑΕΙ μπορεί να συνεχίσεις έως τα έσχατα γεράματα να παριστάνεις τον φοιτητή. Εστω και αν συνεχώς αποτυγχάνεις στις εξετάσεις από έτος σε έτος, χωρίς όριο και χωρίς συνέπειες.

Το φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών, μια ελληνική ευρεσιτεχνία την οποία επέβαλε το φοιτητικό κίνημα και αποδέχτηκαν αναίσχυντα όλοι οι υπουργοί Παιδείας και το διδακτικό προσωπικό, συνιστά τη χλεύη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τον θρίαμβο των επαγγελματιών φοιτητών, που μόνη τους ενασχόληση είναι το αραλίκι, ο κομματικός ακτιβισμός και η ανάλγητη απομύζηση του κατά κανόνα πενιχρού βαλαντίου των γονέων τους. Οι τελευταίοι μάλιστα, χάρη στην ανεκδιήγητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, δεν δικαιούνται να πληροφορηθούν από τη γραμματεία του πανεπιστημίου αν ο κανακάρης ή η δήθεν σπουδάζουσα θυγατέρα τους επιτυγχάνουν στις εξετάσεις τους και αν προάγονται έστω και σκοντάφτοντας έως ότου αξιωθούν να πάρουν το περίφημο πτυχίο.

Αυτό το άγος ατέρμονων εξετάσεων δεν ίσχυε την εποχή που εγώ εισήλθα ως πρωτοετής στη Νομική Σχολή Αθηνών, ούτε άλλωστε και οι διαβόητες Πανελλήνιες. Εδινες τότε (1949) εξετάσεις για να εισαχθείς σε μια συγκεκριμένη σχολή, σε συγκεκριμένη έδρα. Π.χ. στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ή επιτύγχανες σε αυτήν ή πουθενά αλλού. Κανείς βέβαια δεν σε εμπόδιζε να δώσεις εισαγωγικές και σε άλλες σχολές, είτε νομικές, είτε στην Πάντειο, όπως έκανα εγώ, επιτυγχάνοντας και στις δύο και επιλέγοντας στην πρώτη. Τα σήμερα ισχύοντα που αντί Αθήνας βρίσκεσαι στην Κομοτηνή και αντί νομικός να καταλήγεις θεολόγος ήταν ευλόγως αδιανόητα. Ετσι, στον παραπλανητικά διογκωμένο από αιώνιους φοιτητικό πληθυσμό αναπόφευκτη συνέπεια είναι να κυριαρχούν οι αδιάφοροι και περί άλλα τυρβάζοντες κυρίως ως μπαχαλάκηδες και καταληψίες προς χαράν των πρυτανικών αρχών αφού η κρατική χορηγία στα ΑΕΙ υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των εγγεγραμμένων φοιτητών, άρα και των αιωνίων. Και σε βάρος των μοχθούντων γονέων που προσδοκούν υπομονετικά πότε θα πάρει κάποτε το παιδί τους το πολυπόθητο πτυχίο.