Με ενστάσεις αντισυνταγματικότητας επί του άρθρου 7 του φορολογικού νομοσχεδίου για τις δαπάνες που αποδεικνύονται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ξεκίνησε στην Ολομέλεια της Βουλής η συζήτηση επί του φορολογικού νομοσχεδίου (ψηφίζεται αύριο Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου). Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην 29σέλιδη έκθεσή της διατυπώνει την γνώμη ότι δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης η μη διενέργεια δαπάνης στο ζήτημα της επιβολής φόρου με συντελεστή 22% επί του ποσού που οι πραγματοποιούμενες από τον φορολογούμενο δαπάνες υπολείπονται σε αξία ποσοστό 30% του ατομικού εισοδήματος του. Όπως παρατηρεί, η φιλοσοφία της ρύθμισης είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας και ισότητας. Στην έκθεσή της επικαλείται το άρθρο78 του Συντάγματος και επισημαίνει ότι αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι: το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογούμενου.
Στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας αναφέρεται συγκεκριμένα: «Εν προκειμένω όμως η επιβαλλόμενη φορολογική επιβάρυνση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με την συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, δεδομένου ότι δεν επιβάλλεται επί του εισοδήματος ή της δαπάνης ή της περιουσίας αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης η οποία δεν μπορεί κατά τα ανωτέρω να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης». Επιπλέον υπογραμμίζεται ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς πώς, επί συναλλαγών για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα οικεία φορολογικά παραστατικά, η εξόφλησή τους με χρήση ηλεκτρονικών μέσων εξυπηρετεί καλύτερα τη μείωση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, εν σχέσει με την εξόφληση των ως άνω συναλλαγών με χρήση μετρητών.
Και καταλήγει η έκθεση: «Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία ούτε προς τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας», δεδομένου ότι ο σκοπός πάταξης της φοροδιαφυγής επί συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων επιτυγχάνεται εφόσον εκδοθεί το οικείο φορολογικό παραστατικό, ανεξαρτήτως εξόφλησής του.