Στο φόντο όσων εκτυλίσσονται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι προφανές το λάθος να μην τα εντάσσει κανείς στο ευρύτερο και σύνθετο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή μας.
Και το λάθος αυτό εμπεριέχει κινδύνους, ειδικά όταν η Ελλάδα επιχειρεί να διεθνοποιήσει το ζήτημα και εμφανίζεται να θεωρεί δεδομένη την στήριξη και συμπαράσταση των εταίρων και συμμάχων.
Μερικά εξόφθαλμα στοιχεία στις ημέρες που προηγήθηκαν της κρίσιμης συνόδου του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, είναι διαφωτιστικά και θα έπρεπε να είναι αφυπνιστικά:
- Η Ανγκελα Μέρκελ από το βήμα του γερμανικού κοινοβουλίου ανέφερε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η Τουρκία είναι ένας δύσκολος αλλά αναγκαίος εταίρος.
- Ο Ντόναλντ Τραμπ λίγες ώρες πριν την σύνοδο του ΝΑΤΟ και ενώ ετοιμαζόταν να διαπληκτιστεί δημοσίως με τον Πρόεδρο Μακρόν, ανέφερε με το χαρακτηριστικό του ιδιόλεκτο ότι του αρέσει πάρα πολύ η Τουρκία και ότι τα πηγαίνει πολύ καλά με τον πρόεδρό της
- Ο Εμανουέλ Μακρόν άσκησε έντονη κριτική στην Τουρκία για μια σειρά θέματα, από το ότι εισέβαλλε αυθαιρέτως και χωρίς νομιμοποίηση στην Συρία και ότι συνεργάζεται με τμήματα του ISIS, έως ότι συνεργάζεται με την Ρωσία και αγοράζει ρωσικά οπλικά συστήματα και ότι έχει έναν δικό της ορισμό για την τρομοκρατία που δεν συμπίπτει με των υπολοίπων συμμάχων.
- Και φυσικά ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ τήρησε την γνωστή ουδέτερη στάση παρατηρητή της ελληνοτουρκικής διαμάχης.
Απουσιάζει από τις δηλώσεις των συμμάχων αυτές τις ημέρες κάτι: η παραμικρή αναφορά για τις εχθρικές ενέργειες της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Και με λίγα λόγια, ο Ερντογάν έχει στήριξη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από όλους, εκτός από τον Μακρόν, ο οποίος όμως δεν τον στηρίζει για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν εμάς.
Είναι μια αποτύπωση και απόδειξη για τους συσχετισμούς δυνάμεων και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εξελιχθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η πραγματικότητα αυτή θα πρέπει να αναγνωριστεί και όλοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η Ελλάδα δεν είναι αυτό που περιγράφεται από τις πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό ακροατήριο.
Το επίσημο και πραγματικό status της χώρας δεν έχει αλλάξει επειδή άλλαξε η κυβέρνηση. Μπορεί σε κάποια πεδία να υπάρχει σε σημαντικό βαθμό μεγαλύτερη αξιοπιστία, μπορεί να υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες, όμως η δέσμευση της χώρας στις συνθήκες της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχει αναττραπεί. Παραμένει μία χώρα τραυματισμένη, με μία κατά ιδιόμορφο τρόπο περιορισμένη κυριαρχία και εξαρτώμενη από τις διαθέσεις πολλών, κοντινών ή και πιο απομακρυσμένων γειτόνων.
Αυτό δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί στο κοντινό μέλλον. Και μέσα σε αυτό ή ένα παρεμφερές πλέγμα δεδομένων, κάποια στιγμή η Ελλάδα θα προσέλθει – αν δεν γίνουν άλλες επιλογές – σε κάποιο τραπέζι συζητήσεων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει πλέον να γίνονται οι πολιτικοί σχεδιασμοί και αυτά πρέπει να διαμορφώσουν μία νέα συνείδηση της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα.
Αν δεν συμβούν κάποιου είδους θαύματα, αυτές είναι κάποιες βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να αποφευχθούν τα βαριά ατυχήματα σε ενδεχόμενη «ανώμαλη» προσγείωση…