Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ είναι πολύ πλούσιος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν είναι μόνο πιο πλούσιος και από τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και προέρχεται από τον «βαθύ» αμερικανικό πλούτο. Αυτόν που σχετίζεται με την Wall Street και τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου. Άλλωστε, είναι από ένας από τους δέκα πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου, με όρους ατομικών περιουσιακών στοιχείων.
Το όνομά του είχε ακουστεί και σε προηγούμενες εκλογικές μάχες για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Όμως, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης δεν είχε κάνει το κρίσιμο βήμα. Φαίνεται, όμως, ότι τόσο το παράδειγμα όσο και η πολιτεία του Ντόναλντ Τραμπ τον ενεργοποίησαν και ανακοίνωσε και επίσημα την υποψηφιότητά του.
Μάλιστα, σε ρήξη με την παραδοσιακή πρακτικών των υποψηφίων των Δημοκρατικών, αποφάσισε να μην δώσει τη μάχη στις πρώτες Πολιτείες που κάνουν προκριματικές εκλογές, παρότι εκεί είναι που παραδοσιακά γίνεται το πρώτο ξεσκαρτάρισμα. Δηλαδή εκεί φαίνεται ποιοι υποψήφιοι έχουν απήχηση στους υποψηφίους και κυρίως ποιοι μπορούν να συγκεντρώσουν αρκετές οικονομικές ενισχύσεις ώστε να μπορέσουν να κάνουν τις μεγάλες και ακριβές προεκλογικές εκστρατείες (με βασικό όπλο τις τηλεοπτικές διαφημίσεις) που απαιτεί ο κύριος όγκος των προκριματικών εκλογών.
Υποψήφιος με τεράστια περιουσία
Ίσως να θέλει με αυτό τον τρόπο να δείξει ότι ξεκινά από μια άλλη αφετηρία από τους άλλους υποψήφιους. Άλλωστε, δεν ανησυχεί για τα χρήματα. Με την καθαρή αξία της περιουσίας του να είναι πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν χρειάζεται να λάβει ενισχύσεις από κανέναν («δεν έχει λάβει ποτέ καμία προεκλογική συνεισφορά από κανέναν. Δεν πρόκειται να ξεκινήσει τώρα» είναι ένα από τα συνθήματα των υπευθύνων της καμπάνιας του), την ώρα που μπορεί να κάνει εντυπωσιακές καμπάνιες. Ξεκίνησε ήδη μια καμπάνια ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων για να ασκήσει κριτική στον Τραμπ και μια καμπάνια ύψους 15 εκατομμυρίων δολαρίων για την εγγραφή νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους. Ήδη με αυτό τον τρόπο σκοπεύει να διαθέσει τα διπλάσια από όσα έχει συγκεντρώσει μέχρι τώρα ο Μπέρνι Σάντερς, που με το πολύ μεγάλο δίκτυο υποστηρικτών που διαθέτει έχει αποδείξει ότι μπορεί να συγκεντρώνει πολύ μεγάλα ποσά.
Και βέβαια δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μπλούμπεργκ είναι και μεγιστάνας των ΜΜΕ, ελέγχοντας έναν ιδιαίτερα επιδραστικό όμιλο μέσων ενημέρωσης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εγείρουν ζητήματα ηθικής τάξης. Το ίδιο το Bloomberg News ανακοίνωσε ότι πιστό στην παράδοσή του δεν θα κάνει «ερευνήσει τον Μάικ» και ότι την ίδια στάση θα έχει και για τους άλλους συνυποψήφιούς του. Μόνο που αυτό ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με ευνοϊκή μεταχείριση, ιδίως σε μια εποχή που το σημαντικό για έναν υποψήφιο είναι ακριβώς να μην υπάρχει αρνητική δημοσιότητα σε βάρος του.
Από τους Δημοκρατικούς στους Ρεπουμπλικάνους και πίσω στους Δημοκρατικούς
Ο ίδιος ο Μπλούμπεργκ έχει μια πολιτική διαδρομή που τον οδήγησε από το Δημοκρατικό Κόμμα, που ήταν η αρχική του προτίμηση, στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όταν διεκδίκησε και κέρδισε τη δημαρχία της Νέας Υόρκης το 2001. Θα κερδίσει ξανά το 2005 και στη συνέχεια θα εγκαταλείψει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα για να κερδίσει για τρίτη φορά τη δημαρχία το 2009 αυτή τη φορά ως ανεξάρτητος.
Πολιτικά είναι ένας μάλλον κεντρώος προς συντηρητικός Δημοκρατικός. Υποστηρίζει το δικαίωμα στην άμβλωση και αυστηρούς νόμου για την οπλοκατοχή, ενώ σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα πραγματικό φαινόμενο. Από την άλλη, είναι μάλλον συντηρητικός στα οικονομικά, ιδίως στα δημοσιονομικά. Ταυτόχρονα είναι γνωστός για τη φιλανθρωπική του δράση.
Ο ίδιος προβάλλει την ατομική του διαδρομή και το πώς δημιούργησε μια τεράστια επιχείρηση, τη θητεία του στη δημαρχία της Νέας Υόρκης και πώς συνέβαλε στο να σταθεί στα πόδια της μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το πώς στήριξε την εκπαίδευση, το πώς συγκρούστηκε με το λόμπι της οπλοκατοχής, το πώς πιστεύει στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή και το πώς μπορεί να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της Αμερικής.
Οι αντιδράσεις των άλλων υποψηφίων
Η υποψηφιότητά του προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις από τους άλλους Δημοκρατικούς υποψηφίου, ιδίως όσους προσπαθούν να παρουσιάσουν είτε ένα περισσότερο προοδευτικό προφίλ όπως ο Μπέρνι Σάντερς και σε μικρότερο βαθμό η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, παρότι το «κεντρώο» προφίλ του κυρίως χτυπάει τον πρώην Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Η λογική της υποψηφιότητάς του είναι ότι ένας υποψήφιος με μεγάλη εμπειρία στον κόσμο των επιχειρήσεων, σημαντική φιλανθρωπική δράση και «κεντρώες» θέσεις είναι το καλύτερο αντίδοτο στον Ντόναλντ Τραμπ. Όμως, υπάρχει και ο αντίλογος: ότι ένας τέτοιος υποψήφιος δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορούσε να απαντήσει σε έναν απρόβλεπτο πολιτικό όπως ο Τραμπ, που κατάφερε να κερδίσει απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον, που με τη σειρά της ήταν ακριβώς η «κεντρώα» επιλογή. Σε μια τέτοια περίπτωση ορισμένοι εκτιμούν ότι ο Μπλούμπεργκ θα μπορούσε να ηττηθεί από τον Τραμπ κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν της ήττας της Κλίντον. Άλλωστε, ακόμη και με το βάρος των ακροάσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων για την ενδεχόμενη καθαίρεσή του ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί εντυπωσιακά σταθερά ποσοστά αποδοχής. Μπορεί να μην είναι πλειοψηφικά αλλά τα ποσοστά θετικής αποδοχής γύρω στο 42% που έχει του δίνουν μια αφετηρία για τις εκλογές του 2020.
Εκλογική διαδικασία στη βάση του πλούτου;
Επιπλέον, γεννιέται το ερώτημα εάν αυτό που χρειάζονται οι ΗΠΑ είναι ένας ακόμη πολυδισεκατομμυριούχος Πρόεδρος. Σε μια κοινωνία με βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις, μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να αντιδρούν στα προνόμια του 1% του πληθυσμού, το να προσφερθεί στους εκλογείς η επιλογή ανάμεσα σε δύο πολιτικούς προερχόμενους από τον κόσμο του πλούτου θα μπορούσε απλώς να επιτείνει την κρίση των δημοκρατικών θεσμών.
Αυτό γεννά και ένα ευρύτερο ερώτημα για το εάν και κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατική διαδικασία που όντως εκπροσωπεί την πλειοψηφία της κοινωνίας όταν απλώς συναγωνίζονται άνθρωποι του πλούτου, ικανοί να χρηματοδοτούν τεράστιες προεκλογικές εκστρατείες στη βάση της ατομικής περιουσίας τους.
Ο Μπέρνι Σάντερς μάλιστα ήδη τοποθετήθηκε ιδιαίτερα επιθετικά και πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι είναι ο καλύτερα πλασαρισμένος λόγω των θέσεών του για να αντιπαρατεθεί με τον Μπλούμπεργκ για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Άλλωστε, έχει πει ότι είναι υποψήφιος «ενάντια στην τάξη των δισεκατομμυριούχων» και ότι «δεν θα πρέπει να υπάρχουν δισεκατομμυριούχοι. Θα πρέπει να φορολογούμε τον ακραίο πλούτο και να επενδύουμε στους εργαζόμενους ανθρώπους». Ειδικά για την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Μπλούμπεργκ ο Σάντερς υπογράμμισε ότι «Δεν πιστεύουμε ότι οι δισεκατομμυριούχοι έχουν το δικαίωμα να αγοράζουν εκλογές».
Προς το παρόν ο Μπλούμπεργκ είχε μετρηθεί σχετικά χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, αλλά αυτές ήταν πριν την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του. Πάντως, στην πορεία για τη διεκδίκηση του χρίσματος θα πρέπει να εξηγήσει και γιατί παρότι υποτίθεται ότι το τελευταίο διάστημα υποστήριξε (και οικονομικά) τους Δημοκρατικούς υποψηφίους, ακόμη και μετά την απόφασή του να μη δηλώσει Ρεπουμπλικάνος αυτός συνέχισε να υποστηρίξει υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Από τη μεριά τους, οι υπεύθυνοι της προεκλογικής καμπάνιας για την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσαν ότι πλέον δεν θα δίνουν διαπιστεύσεις σε δημοσιογράφους που προέρχονται από το Bloomberg News κατηγορώντας το μέσο ως σαφώς μεροληπτικό, ύστερα από την ανακοίνωση ότι δεν θα κάνει σε βάθος έρευνες ούτε στον Μπλούμπεργκ ούτε στους άλλους Δημοκρατικούς υποψηφίους. Με τα λόγια του ίδιου του Τραμπ στο tweeter: «Ο Μίνι Μάικ Μπλούμπεργκ έδωσε εντολή στο τρίτης κατηγορίες μέσο ενημέρωσής του να μην κάνει έρευνες για αυτόν ή για κάθε άλλο Δημοκρατικό, αλλά να κυνηγήσει μόνο τον Πρόεδρο Τραμπ».
Χαμηλά στις δημοσκοπήσεις αλλά είναι ακόμη η αρχή
Μέχρι τώρα τα ποσοστά του Μπλούμπεργκ είναι χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, όμως δείχνουν μια ανοδική τάση. Κατά τα άλλα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών ο Μπάιντεν διατηρεί την πρωτιά αν και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ο Μπέρνι Σάντερς δείχνει να κατακτά τη δεύτερη θέση. Παράλληλα, άρχισαν να υπάρχουν και οι πρώτες έξοδοι από την κούρσα με τη δήλωση της Καμάλα Χάρις ότι αποχωρεί καθώς δεν έχει τους απαραίτητους πόρους.
Αναλυτές υπενθυμίζουν ότι ο Μπλούμπεργκ ξεκίνησε από χαμηλά και την πρώτη φορά που διεκδίκησε την δημαρχία της Νέας Υόρκης. Όμως, εκεί ευνοήθηκε από μια σειρά από ιδιαίτερες συγκυρίες, από την ποιότητα των αντιπάλων του μέχρι το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου. Η επανάληψη μιας τέτοιας πορείας φαντάζει πολύ πιο δύσκολη, όχι όμως εντελώς αδύνατη.