Να σταματήσει η επιδεικτική αδιαφορία των αστυνομικών απέναντι σε πολίτες που καταγγέλλουν κλοπές στις υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ.». Αυτό είναι το περιεχόμενο έγγραφης εντολής που δόθηκε προ μερικών ημερών από την ηγεσία της Αστυνομίας προς αξιωματικούς, και την οποία αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής».
Πλέον στη λεωφόρο Κατεχάκη και σε άλλες κεντρικές υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. έχουν συσσωρευτεί εκατοντάδες καταγγελίες πολιτών αλλά και τουριστών για αστυνομικούς σε δεκάδες αστυνομικά τμήματα που αποφεύγουν τα τελευταία χρόνια να ασχοληθούν με καταγγελλόμενες εγκληματικές επιθέσεις. Και ακόμη χειρότερα, να φέρονται απρόθυμοι να εντοπίσουν κλοπιμαία όπως κινητά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τάμπλετ, που έχουν σύστημα εντοπισμού θέσης (GPS). Επιπλέον, παρότι πολίτες τούς υποδεικνύουν σημεία – όπως σε τραπεζικά καταστήματα – όπου υπάρχουν κάμερες που έχουν καταγράψει κλοπές ή ληστείες σε βάρος τους, εκείνοι να αρνούνται να παραλάβουν το οπτικό υλικό.
Στις τράπεζες
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Αθήνας έχουν καταγγελθεί κλοπές σε βάρος πολλών πολιτών στην είσοδο τραπεζών, στην πρώτη πύλη ελέγχου, όπου φωτογραφίζονται οι νεοεισερχόμενοι. Με επιτήδειους που παριστάνουν τους πελάτες να εκμεταλλεύονται την κλειστότητα του χώρου ελέγχου και να αρπάζουν πορτοφόλια, τσάντες, κινητά. Σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν υπάρξει αναφορές αλλά και εκκλήσεις τόσο από πελάτες όσο και από υπευθύνους του πιστωτικού ιδρύματος να παραδοθεί το σχετικό υλικό με τα πρόσωπα των δραστών, χωρίς όμως οι τοπικοί αστυνομικοί να ενδιαφέρονται. Κάτι που στερεί και τις κεντρικές υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. από κρίσιμα στοιχεία για τη δράση συμμοριών και δημιουργούν μεγάλα εμπόδια στην εξάρθρωσή τους, αφού αστυνομικά τμήματα δεν καταγράφουν τα περισσότερα χτυπήματά τους.
Τι δείχουν οι αριθμοί
Κάθε μήνα στα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας δηλώνονται περίπου 100-200 κλοπές και διαρρήξεις. Συνολικά σημειώνονται περίπου 45.000 κλοπές και διαρρήξεις ετησίως στην Αττική. Εξ αυτών, περίπου 13.000 αφορούν κλοπές τσαντών και άλλων αντικειμένων μέσα από ΙΧ, 2.800 κλοπές σε μέσα μεταφοράς, 5.800 αρπαγές σε δημόσιους χώρους, όπως εξάλλου και 1.300 ληστείες καταμεσής του δρόμου για αρπαγή κινητών, χρημάτων κ.λπ.
Ο αριθμός των κλοπών υπολογίζεται ότι είναι τουλάχιστον εξαπλάσιος, αφού πολλές από αυτές δεν δηλώνονται ως εγκληματικές ενέργειες αλλά ως απλές «απώλειες» αντικειμένων. Και αυτό ύστερα από προτροπές αστυνομικών προς τους πολίτες, όταν αυτοί προβαίνουν σε καταγγελία στα τμήματα, με αιτιολόγηση την «αποφυγή γραφειοκρατίας»…
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, κάθε χρόνο στην Αθήνα δηλώνονται περίπου 40.000-60.000 κλοπές κινητών ή υπολογιστών με σύστημα εντοπισμού. Με πολλούς από τα θύματα να επανέρχονται στα αστυνομικά τμήματα, να υποδεικνύουν μέσω του συστήματος GPS και της εφαρμογής ανεύρεσης κινητού από πού εκπέμπει σήμα το κινητό. Ζητώντας από τους αστυνομικούς την αρωγή τους για τον εντοπισμό των συσκευών. Η απώλεια των κινητών, υπολογιστών κ.λπ. είναι ιδιαίτερα σημαντική και για τους τουρίστες που απευθύνονται κυρίως στις κεντρικές αστυνομικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται.
Το έγγραφο
Η προκλητική αδιαφορία των αστυνομικών επιβεβαιώνεται στο έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. που συνέταξε – στις 27 Νοεμβρίου 2019 – η ηγεσία της Αστυνομίας όπου σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Με αφορμή αιτήματα, καταγγελίες πολιτών και τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας, με τις οποίες εκφράστηκαν παράπονα και δυσαρέσκεια για πλημμελή ανταπόκριση των εμπλεκομένων υπηρεσιών κατά τον εντοπισμό κλεμμένων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως κινητών τηλεφώνων, φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και συσκευών τύπου «tablet» που διαθέτουν εφαρμογή εντοπισμού θέσης -γεωγραφικού στίγματος με επίκληση φερόμενη αναρμοδιότητα διαφόρων υπηρεσιών, όπως Ασφαλείας, Αμεσης Δράσης κ.λπ., με αποτέλεσμα την εμφάνιση εικόνας αναποτελεσματικότητας και την πρόκληση δυσμενών σχολίων σε βάρος της Ελληνικής Αστυνομίας, ζητούνται τα εξής. Πρώτον, η ΕΛ.ΑΣ. να λογίζεται ως ενιαίο σύνολο και οποιαδήποτε παράλειψη ή παρέκκλιση του προσωπικού της πλήττει συλλήβδην το κύρος της. Δεύτερον, να δοθούν εντολές για την άμεση επέμβαση για πληρέστερη δραστηριοποίηση και ανταπόκριση του προσωπικού σε περιπτώσεις γεωγραφικού εντοπισμού κλαπέντων αντικειμένων, καθορίζοντας σαφές πλαίσιο συνεργασίας και εμπλοκής κάθε ενός. Ετσι ώστε να υπάρξει εντοπισμός και διασφάλιση των κλοπιμαίων, τη συλλογή του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού και να υπάρξουν οι απαραίτητες δικονομικές ενέργειες για να παραπεμφθούν οι υπαίτιοι στις εισαγγελικές αρχές».
Το παρασκήνιο της επίθεσης στον καθηγητή
Εντυπωσιακό παρασκήνιο αποκαλύπτεται πίσω από την επίθεση που δέχθηκε με απειλή όπλου και ξυλοδαρμό από κουκουλοφόρους στις 9 Οκτωβρίου 2019, στην οδό Πινδάρου στο Κολωνάκι, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου. Με την υπόθεση αυτή ασχολούνται ήδη αστυνομικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με καταγγελίες του θύματος, η επίθεση συνδέεται με αντιδικία που είχε με 11 έλληνες και ρουμάνους χρηματιστές, στελέχη τραπεζών και άλλους ιδιώτες σχετικά με επενδύσεις – μέσω εταιρειών του Λουξεμβούργου – σε αγοραπωλησίες ακινήτων στις βαλκανικές χώρες σε φωτοβολταϊκά πάρκα και άλλες χρηματοοικονομικές ενέργειες. Σε ορισμένα από αυτά τα εταιρικά σχήματα φαίνεται να συμμετείχαν και ρώσοι μεγιστάνες. Το θύμα της επίθεσης μάλιστα προχώρησε σε μηνύσεις όπου περιγράφει πλήθος ύποπτων συναλλαγών με τις επενδυτικές εταιρείες αλλά και την πίεση που του ασκείτο για να δώσει μεγάλα χρηματικά ποσά στους εμπλεκομένους.