Είναι πλέον προφανές, αν και όχι αντιληπτό από όλους, ότι τα πράγματα σοβαρεύουν για την Ελλάδα.
Ο συνδυασμός των πολυδιάστατων κρίσεων στα πεδία του μεταναστευτικού και του γενικού πλέγματος των Ελληνοτουρκικών, θα όφειλε να έχει ήδη λειτουργήσει ως συναγερμός.
Η χώρα θα έπρεπε ήδη να έχει ξυπνήσει από τον βαθύ της λήθαργο και να έχει προετοιμαστεί. Ενδεχομένως να έχει προετοιμαστεί και για τα χειρότερα.
Αντί γι’ αυτό, συνεχίζει να παρασύρεται σε συζητήσεις εκτός θέματος. Αν ο Σαμαράς είναι ακροδεξιός, αν ο Καραμανλής μίλησε και γιατί, αν ο Τσίπρας είναι ο νέος Ανδρέας, αν η Φώφη, ο Γερουλάνος και ο Ανδρουλάκης θα τα βρουν ή όχι, πως θα πρέπει να χαρακτηρίζουμε τους μετανάστες και διάφορα άλλα.
Το ζήτημα που κάνει την κατάστασή μας θλιβερή και επικίνδυνη είναι ότι ο τσαμπουκαλής γείτονάς μας, έχει περιγράψει και προαναγγείλει όλες τις κινήσεις του. Σε όλα τα πεδία. Και στο μεταναστευτικό και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Κυπριακό και στα ενεργειακά και παντού. Μας τα έχει πει και κάνουμε ότι δεν ακούμε.
Είναι κάτι που δείχνουμε να το αγνοούμε. Μοιάζουμε σαν να έχουμε υπνωτιστεί από την εκδήλωση αυτής της θρασείας ειλικρίνειας του Ερντογάν. Και όμως, είναι σαφές ότι ο δρόμος που έχει ανοίξει από τον πρόεδρο της Τουρκίας δεν έχει επιστροφή. Ακόμη και αν κάποια στιγμή τον διαδεχθεί κάποιος, δεν θα κάνει πίσω από την γραμμή που έχει χαράξει ο Ερντογάν.
Ωρυόμαστε και διαμαρτυρόμαστε ότι η Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Ορθώς διαμαρτυρόμαστε. Πλην όμως, η Τουρκία δεν σεβάστηκε ποτέ το διεθνές δίκαιο. Δεν το αναγνωρίζει καν. Συνεπώς η επίκλησή του είναι μάταιη, όσο διολισθαίνουμε ως συνήθως σε μία λανθασμένη συζήτηση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Είναι ακόμη πιο μάταιη η επίκληση του διεθνούς δικαίου, όσο επαφιέμεθα στους λεγόμενους συμμάχους και εταίρους για την εφαρμογή του. Ούτε αυτό θα πρέπει να απεμπολήσουμε. Όμως πρώτα θα πρέπει να είμαστε εμείς έτοιμοι να το επιβάλλουμε.
Προέχει όμως να συμβεί κάτι άλλο, το οποίο ωστόσο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί.
Η προκλητική στάση της Τουρκίας παγίως βασίζεται σε μία αίσθηση, η οποία πολλές φορές έχει επιβεβαιωθεί. Είναι η αίσθηση ότι όσο και αν τραβήξει το σχοινί, η Ελλάδα δεν θα αντιδράσει. Ότι θα μείνει να διαμαρτύρεται σε διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις, δίχως αποτέλεσμα. Εν τέλει, ότι η Ελλάδα της ευημερίας και της ειρήνης δεν θα διαταράξει αυτές τις συνθήκες στις οποίες έχει βολευτεί, για να εμπλακεί έστω και σε θερμό επεισόδιο με την Τουρκία.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει ή μπορεί να μετατραπεί σε μία πολεμοχαρή δύναμη.
Σημαίνει όμως ότι κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να διαλέξει και μάλλον σύντομα: είναι διατεθειμένη ως χώρα, πολιτικό σύστημα, κοινωνία να αντισταθεί αποτρεπτικά ή και πιο δυναμικά στις διεκδικήσεις και επιδιώξεις της Τουρκίας ή όποιου άλλου, ή είναι έτοιμη να αποδεχθεί δυσάρεστα τετελεσμένα, νέα δεδομένα και ανατροπές ήσυχα και φρόνιμα, χύνοντας μόνο λίγα δάκρυα;
Το δίλημμα μπορεί και να μην είναι τόσο υπερβολικό. Ας αποφασίσουμε όσο είναι καιρός.