Δεν γίνεται να μην είσαι με κανέναν όταν παρακολουθείς έναν αγώνα. Ακόμη κι αν παίζουν δύο ομάδες με τις οποίες δεν έχεις την παραμικρή σχέση, κάποια στιγμή – έστω και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού – ένα «θέλω» θα αρχίσει να φυτρώνει εκεί που πίστευες πως δεν υπάρχει κανένας σπόρος. Εκείνο το «θέλω να δω ένα καλό παιχνίδι και να νικήσει ο καλύτερος» είναι ένα ωραίο σχήμα το οποίο ακούγεται και ως κάτι υγιές, αλλά προσωπικά δεν μου έχει κρατήσει ποτέ μέχρι το τέλος ενός παιχνιδιού.
Πολλές είναι οι αφορμές που θα σε κάνουν στο τέλος να ευχαριστιέσαι ή να στενοχωριέσαι – από την εκτίμησή σου για το ποιος παίζει καλύτερα μέχρι προσωπικές αντιπάθειες ή συμπάθειες για κάποιους παίκτες – αλλά το θέμα είναι η αιτία. Και η αιτία είναι πως είμαστε φτιαγμένοι για να ταυτιζόμαστε. Οχι απαραίτητα να παίρνουμε θέση αλλά να ταυτιζόμαστε.
Αν σε αυτό προσθέσουμε και την άλλη αρχέγονη ανάγκη τού να ανήκουμε, τότε οι ίσες αποστάσεις γίνονται μια αδειανή κουβέντα. Είμαστε φτιαγμένοι για να συγκινούμαστε, χρειαζόμαστε τη συναισθηματική εξάρτηση και το ρίσκο της εμπλοκής μας με τη νίκη ή την ήττα. Χρειαζόμαστε ένα νόημα σε όλο αυτό. Και το νόημα το δίνει η επιλογή μας και ο κίνδυνος να είναι λάθος.
Οι εφαρμογές αυτής της ανάγκης είναι πολλές και φυσικά ξεφεύγουν από το πλαίσιο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Ανοίγονται σε όλες μας τις αντιστοιχίες με τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Σε βαθμό που δεν μπορούμε να το ελέγξουμε. Μπαίνουμε με ιδιαίτερη ευκολία – είναι μάλλον αυτόματη η αντίδραση – στις διαμάχες που δημιουργούνται καθημερινά από ξένες ατζέντες, παίρνουμε το ένα ή το άλλο μέρος σε διλήμματα που ουδέποτε μας απασχόλησαν, απλά κάποιος τα ανέβασε στην ιεραρχία της επικαιρότητας για το επόμενο τριήμερο. Κι αν αποφασίσεις να μην πάρεις μέρος, έχεις τους χωροφύλακες του Διαδικτύου που σε εγκαλούν γιατί δεν πήρες θέση, γιατί σωπαίνεις. Δεν υπάρχει περισσότερο χαμένος χρόνος από το να παίρνεις μέρος σε ξένα διλήμματα, σε εμφιαλωμένες εντάσεις που συνήθως δεν καταλήγουν πουθενά πέρα από μια πρόσκαιρη καταμέτρηση «δυνάμεων» οι οποίες δυνάμεις όμως δεν συναντώνται πουθενά αλλού πέρα από τα comments και τις καρδούλες κάτω από τα posts.
Είναι μάλλον ένστικτο το να παίρνεις το μέρος κάποιου, όταν δεν υπάρχει κάποιο εμφανές ιδεολογικό διακύβευμα. Κάτι σαν απόδειξη ύπαρξης. Και για εμάς τους άντρες που έχουμε το παιχνίδι και τον ανταγωνισμό στο αίμα μας από μικρά παιδιά, δεν υπάρχει αδιάφορη μάχη.
Υπάρχουν όμως εκείνες οι σοφές ρήσεις «Δεν είναι όλες οι μάχες δικές σου» και «Να επιλέγεις τις μάχες σου», οι οποίες αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμες συμβουλές, σε έναν κόσμο που σε «τρέχει» συνέχεια και σε πετάει ξέπνοο στην άκρη, ακυρώνοντάς σε.
Και βέβαια η διαπίστωση που έρχεται με τα χρόνια πως αν τα έχεις κάνει μαντάρα στις καθημερινές, προσωπικές μάχες, στις σχέσεις σου με τον έναν και μοναδικό άνθρωπο, τότε στις μεγάλες για την αλλαγή του κόσμου και την πραγμάτωση υψηλών οραμάτων είσαι τελείως άχρηστος.