Σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαικής Ενωσης ( ΕΕ), το σενάριο θερμής συγκρουσης μεταξυ Ελλάδας και Τουρκίας θεωρείται ως αρκούντως πιθανό. Ενώ εδώ όλο και πιο συχνά ακούγεται η διατύπωση, σχεδόν αφορισμός, ότι αν ο μη γένοιτο βρεθούμε σε πόλεμο θα είμαστε μόνοι μας.
Εντελώς μόνοι μας, όπως διατείνεται και ο πρώην υπουργός Αμυνας Ευ. Αποστολάκης. Αλλά εάν είμαστε μόνοι μας, τότε οι προοπτικές μας δεν είναι και τόσο ευοίωνες, σύμφωνα με τα διδάγματα της Ιστορίας, ανεξάρτητα από το υψηλό αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων. Θα είμαστε όμως τόσο μόνοι χωρίς συμμάχους και συμπαραστάτες; Βεβαίως το ΝΑΤΟ (εγκεφαλικά νεκρό κατά τον Ε. Μακρόν) δεν θα είναι εκ των πραγμάτων μαζί μας γιατί ως οργανισμός δεν παρεμβαίνει σε διενέξεις μεταξύ των κρατών-μελών του πέρα από το να επιχειρήσει να τις σταματήσει. Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) όμως, στην οποία επενδύσαμε τόσες προσδοκίες για την ασφάλεια και ακεραιότητά μας, τι θα κάνει; Θα είναι και αυτή απούσα όπως υπονοεί η διατύπωση «θα είμαστε μόνοι»; Γιατί εάν είναι όντως έτσι, τότε ένα από τα βασικότερα επιχειρήματά μας για την ένταξή μας στην Ενωση υπονομεύεται καίρια. Στην Ενωση μπήκαμε πρωτίστως για να διασφαλίσουμε ακεραιότητα και ανεξαρτησία, όπως διακήρυττε με κάθε τρόπο ο Κ. Καραμανλής.
Πόσο όμως ευσταθεί το επιχείρημα τού θα είμαστε εντελώς μόνοι;
Ας δούμε πρώτα τι ακριβώς έχει υποχρέωση να κάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση απέναντί μας, σε περίπτωση δηλαδή που ένα κράτος-μέλος της αντιμετωπίσει ένοπλη επίθεση. Πρώτα απ’ όλα η Ενωση αναγνωρίζει τα εξωτερικά σύνορα ενός κράτους-μέλους ως κοινά ευρωπαϊκά σύνορα, όχι απλά με την έννοια που συχνά αναφέρεται στο πλαίσιο της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής και εσωτερικής αγοράς αλλά ως την παράμετρο που προσδιορίζει την κυριαρχία ενός κράτους-μέλους και κατά συνέπεια της ίδιας της Ενωσης. Ετσι, στον σχετικό τίτλο για την κοινή εξωτερική πολιτική (ΚΕΠΠΑ) ρητά αναφέρεται (άρθ. 21 ΣΕΕ) ότι στόχος της Ενωσης είναι η πρόληψη των συγκρούσεων με δράσεις «που αφορούν και τα εξωτερικά σύνορα». Σημειωτέον ότι η αναφορά αυτή ενσωματώθηκε στη Συνθήκη (Συνθήκη Αμστερνταμ – 1997) μετά από πρόταση και επιμονή της Ελλάδας (κυβέρνηση Κ. Σημίτη).
Με το ίδιο άρθρο όμως η Ενωση δεσμεύεται για τη «διαφύλαξη της ασφάλειας, της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς της». Η υποχρέωση που ρητά απορρέει επομένως από τη Συνθήκη είναι ξεκάθαρη και δεν επιδέχεται παρερμηνείες. Πώς μπορεί όμως να συνδράμει εμπράκτως ένα πάσχον κράτος-μέλος; Η απάντηση στο θεμελιακό αυτό ερώτημα είναι επίσης ξεκάθαρη και βρίσκεται στο άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας – στη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής δηλαδή. Η ρήτρα αυτή – που προτάθηκε από την Ελλάδα στη διαδικασία (Συνέλευση) κατάρτισης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος (η πρόταση κατατέθηκε από τον γράφοντα ως αν. μέλος της Συνέλευσης) και στη συνέχεια «πέρασε» αυτολεξεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας – συγκεκριμένα ορίζει: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους». (Να επισημανθεί εδώ ότι το πρωτότυπο κείμενο δεν αναφέρεται σε «επίθεση»/attack αλλά σε «επιθετικότητα»/aggression και κακώς δεν έχει διορθωθεί στα ελληνικά.)
Ετσι, πρώτον, τα κράτη-μέλη «οφείλουν» να συνδράμουν το πάσχον κράτος. Και το «οφείλουν» δεν είναι απλά μια πολιτική διατύπωση. Είναι νομικά δεσμευτικό, όπως έχει αποφανθεί και η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου της Ενωσης. Δεύτερον, οφείλουν να βοηθήσουν και να συνδράμουν «με όλα τα μέσα». Η φράση αυτή περιλαμβάνει διπλωματικά, διοικητικά, τεχνικά, αλλά και στρατιωτικά μέσα. Ναι, στρατιωτικά μέσα. Αλλά όλα αυτά θα πρέπει να τα παράσχουν τα κράτη-μέλη και όχι η Ενωση ως θεσμός, η οποία άλλωστε αυτή καθ’ εαυτή δεν διαθέτει, ακόμη τουλάχιστον, στρατιωτικά μέσα. (Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σχετική παράγραφο δεν αναφέρεται η λέξη Ενωση, αν και είχε προταθεί από την Ελλάδα η αναφορά της.) Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: θα προσφέρουν τα κράτη-μέλη τα στρατιωτικά μέσα; Εδώ η απάντηση, που είναι θέμα βούλησης, είναι δύσκολη – υπό το φως και της εμπειρίας του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού – αν και η υποχρέωση-δέσμευση είναι ρητή. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι τα κράτη-μέλη δεν θα ενθουσιασθούν με την ιδέα να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις τους στο Αιγαίο, αλλά από την άλλη μεριά η εκτίμησή μου είναι ότι δεν μπορούν, τουλάχιστον όλα τα κράτη-μέλη, να αγνοήσουν πλήρως τόσο τις δεσμεύσεις τους όσο και το πραγματικό γεγονός ότι σε περίπτωση μιας επίθεσης σε κράτος-μέλος βάλλεται συνολικά η ίδια η Ενωση.
Υπάρχει όμως ένα κενό σχετικά με τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, για το οποίο ευθύνη φέρει και η ελληνική πλευρά. Παρά το γεγονός ότι έχει ενεργοποιηθεί μία φορά (από τη Γαλλία, 2015), δεν έχουν ακόμη θεσπισθεί οι πρακτικές ρυθμίσεις (modalities) για την εφαρμογή της. Τούτο όμως είναι αναγκαίο να γίνει (με πρωτοβουλία της Ελλάδας). Επιπλέον η Ελλάδα οφείλει να στρέψει την προσοχή της προς τουλάχιστον δύο ακόμη κατευθύνσεις:
(i) την ανάπτυξη της κοινής άμυνας και αξιοποίηση της «διαρθρωμένης συνεργασίας» (PESCO) στη λογική (και) στήριξης των κρατών-μελών,
(ii) τη ρητή πρόβλεψη εγγύησης (όχι απλά προστασίας) των (εξωτερικών) συνόρων της Ενωσης και εκ των πραγμάτων των ελληνικών συνόρων στη λογική της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο βιβλίο του «Ευρώπη, Ελλάδα, Τουρκία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.