Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπήρξε ένας παρεμβατικός και επίμονος πολιτικός που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σημάδεψε με την παρουσία του την πολιτική μας ζωή για πολλές δεκαετίες. Ανήκε σε μια γενιά πολιτικών που τροφοδότησαν πάθη και διχαστικές αντιπαραθέσεις αλλά ταυτόχρονα κατάφεραν να δημιουργήσουν μια εξίσου παθιασμένη σχέση με πλήθη λαού που τους πίστεψαν και επένδυσαν σ’ αυτούς.
Πέρα από πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης – όπως και ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου – ήταν ένας γοητευτικός συνομιλητής που προσπαθούσε να σε πείσει για την ορθότητα των επιλογών του, για τη συνέπεια της πολιτικής του. Αυτό επιχειρεί να κάνει και στον δεύτερο τόμο των αφηγήσεών του στον Αλ. Παπαχελά για την πιο πρόσφατη περίοδο της δράσης του μεταξύ 1974-2016. Είναι εμφανές από τις αφηγήσεις του ότι τον διακατέχει η επιθυμία για την ιστορική δικαίωσή του.
«Με εξαπάτησε συνειδητά»
Από την αρχή της αφήγησής του διακρίνει κανείς εμφανώς την περίεργη και αμφίσημη σχέση του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και γενικότερα την καραμανλική συνιστώσα της ΝΔ. «Ο Καραμανλής φέρθηκε απέναντί μου κατά τρόπο απερίγραπτο. Είμαι ο μόνος άνθρωπος τον οποίο ο Καραμανλής εξαπάτησε συνειδητά». Και συνεχίζει: «Ηταν αυτονόητο ότι εγώ ήμουν ο επιτελάρχης του όλα τα χρόνια της εξορίας. Ηταν βέβαιο ότι δική μου ήταν η πρωτοβουλία της λύσης Καραμανλή. Και γυρίζει πίσω και δεν με κάνει υπουργό». Κι όχι μόνο, αλλά τον αφήνει έξω από τους συνδυασμούς της ΝΔ και με την αγωνία να επιβιώσει πολιτικά.
Αλλά και η ένταξή του μετέπειτα στην κυβέρνηση ήταν, κατά τον ίδιο, μια επιλογή συμφέροντος για τον ιδρυτή της ΝΔ. «Με κάλεσε για να τον κάνω Πρόεδρο Δημοκρατίας διότι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ. Αυτό ο Καραμανλής το γνώριζε καλά και το πλήρωσε με το τίμημα να με ξαναφέρει στην κυβέρνηση».
Ακόμα και για την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ θεωρεί ότι απλώς ανάγκασε τον Καραμανλή να μη βρεθεί απέναντί του αλλά όλοι από «τον Αχιλλέα και πέρα έκαναν ό,τι μπορούσαν να υποστηρίξουν τον Στεφανόπουλο». Εκτοτε, συνεχίζει, «ανέχθηκα την καραμανλική αντιπολίτευση η οποία ήταν πλέον ξεκάθαρη μειοψηφία, παραπάνω από 25% δεν ήταν».
Η ανατροπή της κυβέρνησης το ’93
Αυτή η σχέση ανοχής, υπόγειας ή και φανερής σύγκρουσης διατρέχει όλη την αφήγηση Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα για την ανατροπή της κυβέρνησής του το 1993 λέει μεν ότι ο Καραμανλής δεν ήταν υπέρ της ανατροπής του, αλλά «ότι δεν ήταν ευχαριστημένος με την ανατροπή δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω»… Ενας εύσχημος τρόπος δηλαδή για να πει το αντίθετο.
Η προβληματική σχέση τους άλλωστε αποδεικνύεται καθαρά στην περιγραφή της συνάντησής τους για να υποβάλει την παραίτησή του. «Ο ιδρυτής της παράταξης αντί να μου πει έστω μια κουβέντα ότι λυπάται, το πρώτο πράγμα που βρήκε είναι να πει ότι ο πολιτικός πρέπει να ξέρει πότε φεύγει. Εγώ αγρίεψα και του είπα: «Δεν μου χρειάζονται οι συμβουλές σου. Κράτα τες για τον εαυτό σου»».
Η προσβλητική αυτή αντιμετώπιση πέρα από παλιότερες ανοικτές πληγές έχει ως υπόβαθρο την τραυματική εμπειρία της διαχείρισης του «Μακεδονικού», που συνέβαλε τα μέγιστα στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η ρήξη με τον Σαμαρά ήταν προφανώς το πρώτο μεγάλο αγκάθι. Αν και ο τότε πρωθυπουργός ήταν εμφανώς υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης, αποδεχόμενος σύνθετη ονομασία, δεν τόλμησε να κάνει το μεγάλο βήμα. Ο λόγος, όπως υποστηρίζει ο ίδιος στην αφήγησή του στον Παπαχελά, είναι και πάλι ο Καραμανλής και οι καραμανλικοί. Οπως αναφέρει, σε μια συνάντησή τους πριν από το συμβούλιο των αρχηγών, του είχε ζητήσει την υποστήριξή του. «Εγώ εσένα θέλω», λέει ότι του είπε. Γιατί «με τον Καραμανλή είχα πλειοψηφία να το λύσω. Χωρίς αυτόν δεν είχα. Διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά ήταν ο αρχηγός της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ο Καραμανλής ήταν η αιτία που έπρεπε να κάνω ακροβασίες».
Το «Μακεδονικό» και η μομφή
Βέβαια ακροβατεί πολιτικά και ο ίδιος όταν σε άλλο σημείο υποστηρίζει «ο Καραμανλής ήταν τέλειος. Ηξερε να κάνει εξωτερική πολιτική και για αυτό στο Σκοπιανό με καταλάβαινε τι θα πάθουμε. Είχε συμφωνήσει και μια ωραία πρωία, όταν τον επισκέφτηκα, μου αναγγέλλει δεν μπορώ να πάμε άλλο διότι η κοινή γνώμη είναι αντίθετη. Και είχαμε μια συζήτηση τόσο οξεία και άγρια που οι φωνές ακούγονταν απέξω. Του είπα είναι ντροπή αυτό, δεν είναι δυνατόν, θα με αναγκάσεις να παραιτηθώ».
Για αυτό και στην τελική κρίση του αναφέρει: «Ο Καραμανλής δεν ήταν μεγάλος ηγέτης με την έννοια ότι δεν ήταν ο άνθρωπος των μεγάλων αποφάσεων, αλλά ήταν ένας πολύ καλός κυβερνήτης». Πάλι καλά που του αναγνωρίζει και κάποια ηγετικά προσόντα. Είναι αξιοσημείωτο ότι την ίδια περίπου μομφή επιφυλάσσει και για τον ανιψιό Κώστα Καραμανλή, που αν και θεωρεί ότι έχει μεγάλες ικανότητες τον χαρακτηρίζει παντελώς άβουλο. Δεν παίρνει ποτέ του απόφαση, λέει κατηγορηματικά.
Παρένθεση. Τηρουμένων των αναλογιών η στάση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο Μακεδονικό έχει κάποια κοινά στοιχεία με τη στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτός, όπως γνωρίζουμε, ήταν υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης, αλλά αντιτάχθηκε σφόδρα στη Συμφωνία των Πρεσπών. Με επιθετικό μάλιστα τρόπο, σε αντίθεση με τον πατέρα του, μια και βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ενώ ο πατέρας ήταν πρωθυπουργός. Στο υπόβαθρο ο ίδιος φόβος: τι θα κάνουν οι καραμανλικοί της ΝΔ, που αν και μειοψηφία θα μπορούσαν να διασπάσουν το κόμμα και να δυναμιτίσουν την επικράτηση στις εκλογές… Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν πολλοί υποστηρικτές και συνομιλητές του…
Πέρα από τις αντιφάσεις, τη διαρκή προσπάθεια προσωπικής δικαίωσης, τις σκόπιμες ή μη απώλειες μνήμης, η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι ένα ακόμα ντοκουμέντο που αξίζει να διαβαστεί γιατί αφορά την πρόσφατη ιστορία μας, που τη διαπερνούν προσωπικές εμπειρίες αλλά και νωπά συλλογικά τραύματα. Ο συνολικός, ψύχραιμος απολογισμός αυτής της περιόδου είναι νωρίς να γίνει χωρίς εμπάθειες και προκαταλήψεις. Ωστόσο οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της, έστω και σε κάποια στοιχεία υστερόβουλες, είναι απολύτως χρήσιμες και για όσους δεν έζησαν από κοντά τα γεγονότα αλλά και για τους ιστορικούς που θα τις αξιολογήσουν και θα τις αποτιμήσουν.
Το μόνο λάθος και οι διαπλεκόμενοι
Αυτό που αποπνέει όλη η αφήγησή του είναι η προσπάθεια να αποδείξει την υπεροχή του από όλους τους πολιτικούς της γενιάς του και όχι μόνο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σημείο αυτοκριτικής και το μόνο λάθος που αναγνωρίζει είναι ότι βιάστηκε να πει ότι αν χάσει τις εκλογές θα παραιτηθεί, ενώ επί της ουσίας δεν υπήρχε σημαντική αμφισβήτησή του.
Τον έριξαν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και ο Κόκκαλης ισχυρίζεται, αλλά ξεχνά ποιοι από τη ΝΔ ήθελαν να απαλλαγούν από αυτόν. Οπως προσπερνά την περιβόητη ιστορία με τις υποκλοπές και τον Μαυρίκη, που βγήκαν στην επιφάνεια, μέσα από κέντρα της παράταξής του. Αν και δέχεται ότι η μεγάλη προμήθεια στον Κόκκαλη έγινε επί οικουμενικής, με κοινή απόφαση των τριών αρχηγών, θεωρεί ότι η σύγκρουση με τον Κόκκαλη θα μπορούσε να μην είχε γίνει αν ο Στ. Μάνος ως αρμόδιος υπουργός για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ δεν ήταν τόσο απόλυτος. Αρνείται επίσης ότι η έγκριση της σύμβασης Κόκκαλη συνοδευόταν με οικονομικά ανταλλάγματα στα κόμματα, αν και λίγο παρακάτω λέει ότι «δεν αποκλείεται να είχε βοηθήσει τη ΝΔ».
Περνά επίσης στα ψιλά τη μεγάλη σύγκρουση με την «Καθημερινή» και την οικογένεια Αλαφούζου, αναφέροντας απλώς ότι «το πρόβλημα ήταν η δικαστική εμπλοκή του υιού Αλαφούζου και δημιουργήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση ότι επεδίωκα να τον βάλω φυλακή».
Αν και το καραμανλικό κομμάτι της ΝΔ, όπως λέει, πανηγύριζε για την πτώση του, ο ίδιος κατηγορεί φυσικά τον Σαμαρά ως αυτουργό και τα διαπλεκόμενα. «Ο Κόκκαλης δεν το έχει ομολογήσει, ούτε θα το ομολογήσει, αλλά η ανατροπή έγινε από αυτόν. Δεν θα τολμούσε όμως αν δεν είχε την ολόψυχη υποστήριξη του οικονομικού κατεστημένου με πρώτο τον Αλαφούζο κι από κοντά όλοι οι άλλοι».